Αναλύσεις

Αποτυχημένη συνταγή, εναλλακτική στρατηγική και «ευνουχισμός» του ΝΑΤΟ

Το νέο σκηνικό μετά τις εκλογές σε Κύπρο, Ελλάδα, Τουρκία, οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις - Τι θα συμβεί με πιθανή στροφή της Άγκυρας στις ΗΠΑ, τα ανταλλάγματα, ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα - Τουρκία και οι αποφάσεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας

Βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την κάλπη των κυπριακών προεδρικών εκλογών της 5ης Φεβρουαρίου. Δεν είναι οι μόνες εκλογές στο τρίγωνο Λευκωσία, Αθήνα, Άγκυρα. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία βρίσκονται σε μια διαρκή προεκλογική περίοδο. Ως εκ τούτου, εντός του 2023 και προφανώς μέχρι τα μέσα του έτους, θα έχουμε ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Το ερώτημα, όμως, δεν είναι εάν θα έχουμε ένα νέο πολιτικό σκηνικό, αλλά εάν θα αλλάξει η τουρκική πολιτική στο Αιγαίο και στο Κυπριακό και αν οι νέες Κυβερνήσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα έχουν εναλλακτικές στρατηγικές επιλογές, πέραν των υφιστάμενων, οι οποίες ειδικώς στο Κυπριακό έχουν αποτύχει.

Το κάλπικο δίλημμα ομοσπονδία ή διχοτόμηση και η δημοκρατική λύση
Πώς καταργούνται τα ψηφίσματα 541 και 550
Το νέο σύστημα εγγυήσεων και ασφάλειας

Στροφή Τουρκίας προς ΗΠΑ…

Ο Ταγίπ Ερντογάν χτυπάει τα ρέστα του με τις προεδρικές εκλογές της 14ης Μαΐου. Ταυτοχρόνως, θα διεξαχθούν και βουλευτικές εκλογές για την κάλυψη των 600 εδρών της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, θα ήταν αφέλεια να πιστεύει κάποιος ότι, είτε ο Ερντογάν εκλεγεί στην εξουσία εκ νέου είτε οι Κεμαλιστές, θα ήταν δυνατό να αλλάξει η πολιτική της Τουρκίας έναντι της Κύπρου και της Ελλάδος. Γιατί; Διότι πρόκειται περί αποφάσεων του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Και οι γενικοί άξονες είναι δεσμευτικοί για όλους. Και για τη συμπολίτευση και για την αντιπολίτευση. Γίνεται, δε, αντιληπτό ότι οι Κεμαλιστές επί των εθνικών θεμάτων είναι πιο ακραίοι από τον Ερντογάν, τον οποίον κατηγορούν ότι δεν έχει κλείσει ακόμη το Κυπριακό με τρόπο διχοτομικό, καθώς και ότι δεν έχει αρπάξει 2 με 3 νησιά στο Αιγαίο για να αποδείξει η Τουρκία την υπεροχή της. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσαν να επισημανθούν τα εξής: 1. Επί των ακραίων τουρκικών θέσεων για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, για τη διχοτόμησή του στον 25ο μεσημβρινό και για την υλοποίηση της «Γαλάζιας Πατρίδας», καμία αμφιβολία υπάρχει ότι θα πρόκειται περί των κεντρικών πυλώνων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας την επομένη των εκλογών, ανεξαρτήτως ποιος θα είναι στην εξουσία. 2. Εάν όμως στην εξουσία επανέλθουν οι Κεμαλιστές, τότε θα πρέπει να αναμένει κάποιος μία δυτικόστροφη πολιτική και μία νέα προσέγγιση με τις ΗΠΑ αλλά και την ΕΕ. Και εδώ είναι που εγείρεται το ακόλουθο ερώτημα: Πώς θα ενεργήσουν Αθήνα και Λευκωσία; Διότι, η στροφή της Τουρκίας προς τις ΗΠΑ λογικό είναι να συνοδευτεί με στρατηγικά ανταλλάγματα, που θα αφορούν και στο Κυπριακό και στο Αιγαίο.

Διεθνές Δικαστήριο και κυριαρχία

Επί τη βάσει των ανωτέρω επισημαίνονται τα ακόλουθα: Πρώτον, θα συρθεί η Ελλάδα σε ένα διάλογο μαζί με την Τουρκία, για να συζητήσει τι; Εάν θα παραχωρήσει μέρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων ή αν θα προχωρήσει σε συνεκμετάλλευση των φυσικών της πόρων και δη των υδρογονανθράκων; Εάν η Τουρκία, για παράδειγμα, αποδεχθεί προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, ποιο θα είναι το περιεχόμενο του συνυποσχετικού; Εάν η Ελλάδα έχει ή όχι το δικαίωμα των 12 ναυτικών μιλίων ή αν τα νησιά της έχουν ή όχι δικαίωμα για ΑΟΖ και για 12 ναυτικά μίλια; Υπό αυτές τις συνθήκες, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτό το οποίο υπό κανονικές συνθήκες ονομάζεται εσχάτη προδοσία, δηλαδή ο ακρωτηριασμός και η παράδοση κυριαρχικών δικαιωμάτων τους στην Τουρκία, άνευ πολεμικής αναμέτρησης ή άλλης κρίσης, θα επισυμβεί υπό τον μανδύα του Διεθνούς Δικαστηρίου, το οποίο ουδόλως λειτουργεί όπως τα εθνικά κρατικά δικαστήρια. Ως γνωστόν δικάζει πολιτικά και με σκοπιμότητες, επιδιώκοντας πολλές φορές να ισοζυγίζει συμφέροντα. Εφόσον, δε, τα δικαιώματα ανήκουν στην Ελλάδα και όχι στην Τουρκία, η όποια απόφαση θα αφαιρέσει κυριαρχικά δικαιώματα από την Αθήνα και θα τα προσφέρει στην Άγκυρα. Εάν, ταυτοχρόνως, δεν υπάρξουν υποχωρήσεις με τον άλφα ή βήτα τρόπο από την Ελλάδα, τότε ενδεχομένως η ένταση στο Αιγαίο να συνεχιστεί με απώτερο στόχο τη δημιουργία νέων γκρίζων ζωνών ή κρίσης.

Ελλάδα, Τουρκία και πολιτική αστάθεια

Βεβαίως, υπάρχει και ένα τρίτο σενάριο. Να χάσει ο Ερντογάν τις εκλογές, να μην παραδίδει την εξουσία και να δημιουργηθεί πολιτική αστάθεια. Σε μια τέτοια περίπτωση, ούτε οι ΗΠΑ, που ως υπερδύναμη έχουν την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να αντικαθιστούν το Θεό στη Γη, θα ήταν δυνατό να μας πουν τι θα συμβεί…

Όσο για την Ελλάδα, υπάρχει και η πιθανότητα να υπεισέλθει σε περίοδο πολιτικής αστάθειας εάν, λόγω του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, δεν γίνει κατορθωτός ο σχηματισμός Κυβέρνησης είτε στην πρώτη είτε ακόμη και στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Τονίζονται αυτά, διότι είναι γενικώς παραδεκτό πως είναι αδύνατη η εκλογή αυτοδύναμης Κυβέρνησης από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση, εκτός κι αν υπάρχει μία αριστερόστροφη συμμαχία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ - ΠΑΣΟΚ και ενδεχόμενων άλλων δυνάμεων. Το γεγονός ότι η κοινή γνώμη δεν επιθυμεί μακρά πολιτική αστάθεια, θα αποτελεί μοχλό πίεσης για τον σχηματισμό ακόμη και «Κυβέρνησης Συνασπισμού», ειδικώς εάν στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση δεν προκύψει αυτοδυναμία. Το ερώτημα είναι κατά πόσον μία άλλη Κυβέρνηση από αυτήν της Νέας Δημοκρατίας θα συνεχίσει να κινείται στην πολιτική της αποτροπής ή εάν θα υπάρξει σαφής επαναφορά στην πολιτική του εξευμενισμού. Ειδικώς στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας, η οποιαδήποτε αλλαγή της υφιστάμενης ρητορικής και πρακτικής στα θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, θα φανεί ως υπαναχώρηση και αδυναμία. Και ότι δεν είναι στερεά και κατ’ επέκτασιν δεν είναι αξιόπιστη στρατηγική επιλογή. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα υπάρχει λόγος για την Άγκυρα να γίνει διαλλακτικότερη, αφού θα αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να κερδίσει διά της σκιάς της ισχύος της. Το ίδιο ισχύει και αν χάσει την εξουσία η Νέα Δημοκρατία. Κι εδώ είναι η διαφορά της Ελλάδας από την Τουρκία. Ότι στη γείτονα, ανεξαρτήτως ποιο κόμμα και ποιος ηγέτης βρίσκεται στην εξουσία, η πολιτική επί των εθνικών θεμάτων είναι δεσμευτική για όλους. Και άρα έχει αξιοπιστία.

Οι ήττες… νίκες

Στην Κύπρο, λόγω του πολιτειακού συστήματος, ο Πρόεδρος θεωρείται κυρίαρχος της εκτελεστικής εξουσίας και της διακυβέρνησης της χώρας. Υπό αυτές τις συνθήκες, φέρει ακεραία την ευθύνη μαζί με το υπουργικό του συμβούλιο. Το ζήτημα δεν είναι η κατανομή της εξουσίας, αλλά ο τρόπος διακυβέρνησης. Και, στο πλαίσιο αυτού του τρόπου διακυβέρνησης, οι υποψήφιοι δεν έχουν ξεκαθαρίσει τα βασικά στρατηγικά δόγματα, που θα υιοθετήσουν στα θέματα της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής. Λόγω της κατοχής και της συνεχούς τουρκικής απειλής, τα ζητήματα της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής, που αφορούν εκτός των άλλων στη λύση του Κυπριακού και στην υπεράσπιση της κυπριακής ΑΟΖ, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Ή, αν δεν βρίσκονται, η Τουρκία τα φέρνει ένεκα της επεκτατικής της πολιτικής. Και αν δεν υπάρχουν σενάρια αντιμετώπισης, θα βρεθούμε μπροστά σε νέα τετελεσμένα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, γινόμαστε συγκεκριμένοι:

  1. Ποιο είναι το νέο αμυντικό δόγμα που θα υιοθετήσει η Κυβέρνηση, η οποία θα προκύψει από τις εκλογές; Θα είναι στη λογική και πρακτική του εξευμενισμού, όπως μέχρι σήμερα, ή της αποτροπής; Εάν είναι στη βάση της αποτροπής, τότε πώς μπορεί να συνάδει μαζί με τις διακηρυγμένες θέσεις και των τριών υποψηφίων ότι θα επιστρέψουν στην πολιτική του Κραν Mοντανά, που αποτελεί απόσταγμα μιας επί σειρά ετών εξευμενιστικής και δη αποτυχημένης πολιτικής; Αυτά τα ζητήματα, όταν δεν είναι ξεκάθαρα εσωτερικά και διεθνώς, τα κράτη δεν έχουν αξιοπιστία και δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Γι’ αυτό άλλωστε έχει αποτύχει στο παρελθόν και το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Και είναι γι’ αυτό που οι όποιες συμμαχίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και γενικά με χώρες της περιοχής είναι στα χαρτιά και όχι στην πράξη. Ως εκ τούτου, η έλλειψη αξιοπιστίας και σοβαρότητας δεν εμποδίζει τη συνέχιση της τουρκικής επεκτατικότητας πολιτικής. Την τροφοδοτεί.
  2. Πώς θα σπάσει το αδιέξοδο και πώς θα αλλάξει η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας; Μήπως με όσα ακούμε από τους τρεις κύριους υποψηφίους στον προεκλογικό; Και οι τρεις δηλώνουν πιστοί σε μία πολιτική, η οποία απέτυχε. Λογικά μπορεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι, είτε θα οδηγηθούμε σε νέες συνομιλίες, οι οποίες πιθανόν ν’ αποτύχουν, είτε θα υιοθετήσουμε τις τουρκικές θέσεις, τις οποίες θα παρουσιάσουμε ως νίκη για να καλύψουμε την ήττα. Αυτό δεν γίνεται, άλλωστε, σήμερα; Επειδή η Τουρκία υιοθετεί τη λύση των δύο κρατών, η πολιτική ηγεσία θεωρεί ως φόρμουλες συμβιβασμών και βιώσιμης λύσης την προηγούμενη τουρκική θέση περί των δύο ισότιμων συνιστώντων κρατών με πολιτική ισότητα. Αληθές όμως είναι ότι επί μακρόν από αυτές τις στήλες υποστηρίζαμε ότι η πολιτική της ομοσπονδίας ήταν αυτή που τροφοδοτούσε την τουρκική επιθετικότητα και διεκδικητικότητα και ότι οι Τούρκοι, εφόσον θα κατοχύρωναν τα δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη, εν συνεχεία θα ζητούσαν στο πλαίσιο της πολιτικής ισότητας την ισότιμη κυριαρχία των δύο κρατών και την «καθαρή συνομοσπονδία». Και έτσι εγκλωβιστήκαμε σε δύο μορφές τουρκικών λύσεων! Τραγικό μεν, αληθές δε.

Είναι εύκολο λοιπόν να εμφανίζεις την ήττα ως νίκη και να ζεις σε ψευδαισθήσεις. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει εναλλακτική, ή όχι, στρατηγική. Στοιχεία μιας τέτοιας στρατηγικής έχουμε πολλάκις διατυπώσει. Κάποια από αυτά, όπως για είναι παράδειγμα η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η πολιτική που θα έπρεπε να ασκείται στην ΕΕ, υπάρχουν στα προγράμματα των υποψηφίων άλλα κατά τρόπον ευνουχισμένο.

Πυλώνες στρατηγικής

Η διπλωματία και το δίκαιο δεν έχουν τύχη, εάν δεν συνοδεύονται από την ανάλογη ισχύ, που καθιστά το ανέφικτο εφικτό και το εφικτό του αντιπάλου ανέφικτο!

Πάμε στο διά ταύτα: Υπάρχει μία διεθνής συγκυρία, αυτή της Ουκρανίας, επί της οποίας θα μπορούσε να στηριχθεί η εναλλακτική στρατηγική για το Κυπριακό. Και έπρεπε να τεθεί, -δυστυχώς, δεν έχει τεθεί ακόμη- ενώπιον της ΕΕ, των ΗΠΑ αλλά και του ΟΗΕ. Ότι δηλαδή ως βάση λύσης του Κυπριακού δεν ζητούμε τίποτε λιγότερο τίποτε περισσότερο από αυτά που η Διεθνής Κοινότητα αξιώνει από τη Ρωσία να πράξει στην περίπτωση της Ουκρανίας, όπως:

  1. Πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων.
  2. Σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή ειδικώς η θέση καθόλου δεν συνάδει με την όποια πολιτειακή μορφή των δύο ισότιμων συνιστώντων κρατών στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας ή στην πρακτική εφαρμογή των δύο χωριστών κρατών, καθότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση, αντί να ανατρέπονται τα τετελεσμένα της εισβολής, το αντίθετο συμβαίνει. Οδηγούμαστε στη νομιμοποίηση του γεωγραφικού εδαφικού και πληθυσμιακού διαχωρισμού, που ήταν αποτέλεσμα της εισβολής και της κατοχής. Καταργούνται δηλαδή τα ψηφίσματα 541 και 550 του Σ. Ασφαλείας, που καθιστούν σαφές ότι το ψευδοκράτος δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Και, ως εκ τούτου, εμείς οι ίδιοι ερχόμαστε να τα καταργήσουμε και να το αναγνωρίσουμε ως ισότιμο συνιστών κράτος ή ως χωριστό κράτος. Διχοτομικές αποχρώσεις. Αυτά προκύπτουν και μέσω των συγκλίσεων, τις οποίες επικαλούνται οι τρεις κύριοι υποψήφιοι, όπως είναι για παράδειγμα το κατάλοιπο εξουσίας, που σημαίνει ότι: Όσες εξουσίες δεν ανήκουν στην όποια κεντρική κυβέρνηση, θα ασκούνται από τα κρατίδια. Άρα έχουμε στα κρατίδια προσφορά πρωτογενούς δικαίου, δηλαδή χωριστής κυριαρχίας, είτε το σύστημα είναι κατ’ επίφασιν ομοσπονδιακό είτε είναι καθαρά συνομοσπονδιακό. Ακόμη και αν το πολιτειακό σύστημα ονομαστεί ως ομοσπονδιακό θα είναι συνομοσπονδιακό, δηλαδή διχοτομικό. Η εναλλακτική επιλογή θα μπορούσε να ήταν στο πλαίσιο της σύγκλησης μιας Συνέλευσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, η οποία θα τελεί υπό την εποπτεία της ΕΕ και θα προχωρήσει στην αναθεώρηση του υφιστάμενου συστήματος του ενιαίου κράτους με στόχο όχι την κατάργηση του συντάγματος, αλλά την αναθεώρησή του έτσι ώστε να είναι πλήρως εναρμονισμένο με την ΕΕ, απαλείφοντας τα κακώς έχοντα, αποκλείοντας τα οποιαδήποτε διχοτομικά δυσλειτουργικά στοιχεία. Αυτή η διαδικασία μπορεί να χαρακτηριστεί ως bottom up και όχι ως top down. Επί τη βάσει αυτής της νομικής δημοκρατικής λογικής, η λύση θα είναι προϊόν των Κυπρίων και όχι οποιουδήποτε άλλου. Έτσι δε, κατοχυρώνεται η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι διάλυσή της σε δύο συνιστώντα ισότιμα κράτη με πολιτική ισότητα ή σε δύο χωριστά κράτη με ισότιμη κυριαρχία, που αποτελούν τις δύο συνώνυμες πολιτειακές μορφές διευθέτησης του προβλήματος που εισηγείται η Τουρκία. Εάν η Άγκυρα αρνηθεί μια τέτοια δημοκρατική διαδικασία, τότε αποδεικνύει ότι δεν επιθυμεί πραγματικά την επίλυση του Κυπριακού, αλλά τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία προτεκτοράτου. Αποδεικνύεται, όμως, ότι και οι ημέτεροι εμπλέκονται ήδη σε λύση τουρκικών προδιαγραφών.
  3. Καμία αποδοχή και νομιμοποίηση της αναβίωσης παλαιών αυτοκρατοριών, όπως της οθωμανικής και της ρωσικής, ή οποιασδήποτε άλλης. Η λογική της ομοσπονδίας των δύο ισότιμων συνιστώντων κρατών ή των δύο κρατών συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής και του νεο-οθωμανισμού. Συνεπώς, υπάρχει πλήρης αντίφαση όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι αντίθετος με τον νεο-οθωμανισμό από τη μια, αλλά υιοθετεί, από την άλλη, ως λύση του Κυπριακού, τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, που είναι τμήμα της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής. Γι’ αυτό και επανερχόμαστε στην ήδη αναφερθείσα διαδικασία (βλέπε σημείο 2) του bottom up. Προσθέτουμε σε αυτήν τη διαδικασία τα εξής: Η βάση της λύσης δεν θα είναι οι πραγματικότητες, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί από την εισβολή και επιβάλλουν τον διοικητικό, γεωγραφικό και πληθυσμιακό διαχωρισμό στο πλαίσιο της ομοσπονδίας, αλλά οι αρχές και αξίες της ΕΕ, που θα καταργούν τα τετελεσμένα της εισβολής και οδηγούν σε ένα σύγχρονο, κανονικό ευρωπαϊκό κράτος.
  4. Η αλλαγή του συστήματος ασφαλείας και εγγυήσεων του ’60 θα ήταν δυνατό να προκύψει μέσω του ΝΑΤΟ υπό την έννοια ότι ούτως ή άλλως η Κύπρος ανήκει de facto στη Συμμαχία. Γιατί; Διότι τόσο η ΕΛΔΥΚ όσο και η ΤΟΥΡΔΥΚ καθώς και οι Βρετανικές Βάσεις, είναι ΝΑΤΟ. Όλοι έχουν οφέλη από το ΝΑΤΟ, πλην του ιδιοκτήτη της νήσου, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οποίας η ηγεσία επιμένει σε αναχρονιστικές πρακτικές χωρίς να μπορεί να δει ρεαλιστικά τα νέα δεδομένα. Ούτε τα Ην. Έθνη ούτε η ΕΕ έχουν μηχανισμούς για να εγγυηθούν τη λύση. Η εγγύηση μπορεί να προκύψει εφόσον με τη διευθέτηση του προβλήματος Κύπρος, Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία συνυπάρξουν σε ενιαίο σύστημα ασφαλείας, δηλαδή σε αυτό του ΝΑΤΟ υπό την εποπτεία των ΗΠΑ και της ΕΕ, της οποίας το σύστημα ασφαλείας είναι από θεσμικής και ουσιαστικής πλευράς άμεσα συνδεδεμένο με τη Συμμαχία. Θα ήταν, όμως, ατυχές και εγκληματικό εάν η ένταξη στο ΝΑΤΟ ενταχθεί στο πλαίσιο της τουρκικής λύσης της ομοσπονδίας ή της συνομοσπονδίας. Διότι έτσι ευνουχίζεται. Για να έχει ουσία η επιλογή του ΝΑΤΟ ως εργαλείου διαδικασίας λύσης, θα πρέπει να συνδεθεί με τη δημοκρατική λύση και την αναθεώρηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας επί τη βάσει των αρχών και αξιών της ΕΕ και όχι επί τη βάσει της διχοτόμησης, είτε αυτή είναι η ομοσπονδία είτε είναι συνομοσπονδία. Μέσω του ΝΑΤΟ εξουδετερώνεται οποιοδήποτε τουρκικό επιχείρημα ότι οι Τουρκοκύπριοι μπορούν να κινδυνεύουν από την πλειοψηφούσα ελληνοκυπριακή Κοινότητα. Ή από οποιονδήποτε άλλο. Συνεπώς, ο τουρκικός στρατός δεν έχει λόγο να βρίσκεται στην Κύπρο. Εάν η Τουρκία ασκήσει βέτο, τότε εμείς δικαιολογούμαστε να ασκήσουμε χίλια βέτο σε άλλα επίπεδα που θα της προκαλέσουν κόστος. Ταυτοχρόνως, αποδεικνύεται ότι η Άγκυρα δεν επιθυμεί λύση στο Κυπριακό, αλλά τη μετατροπή μας σε δικό της βιλαέτι. Συνεπώς αποκαλύπτεται ότι η υφιστάμενη φόρμουλα της ομοσπονδίας ή της συνομοσπονδίας, για να «επιτύχει» και να καταστεί από ανέφικτη σε εφικτή, θα πρέπει να γίνουμε τούρκικο προτεκτοράτο. Άρα, το δίλημμα πλέον δεν είναι, «ομοσπονδία ή διχοτόμηση», διότι η ομοσπονδία η συνομοσπονδία είναι διχοτόμηση, αλλά αν θα αποτρέψουμε τη διχοτόμηση μέσα από τα εργαλεία που μας προσφέρει η ΕΕ, οι διεθνείς συγκυρίες, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, εφόσον έχουμε συγκροτημένη στρατηγική με στόχους, που: 1) θα αποκαλύπτουν την τουρκική πολιτική και θα της προκαλούν κόστος και όχι όφελος. 2) θα προσφέρουν τις επιλογές εναλλακτικής και δημοκρατικής πολιτειακής λύσης επί τη βάσει των αρχών της ΕΕ και θα συνδέουν τα γεωπολιτικά μας συμφέροντα με εκείνα των ισχυρών, όπως θα ήταν δυνατό να συμβεί με το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου: Α) Ως υποσύστημα ασφάλειας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, που θα απεγκλωβίζει τη Δύση από την αυθάδεια της Άγκυρας. Β) Ως στρατηγική ασφαλούς διαδικασίας εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου.

Παγίδευση…

Αυτά και πολλά άλλα θα μπορούσαν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης όχι μόνο ενόψει του προεκλογικού, αλλά και μετά από αυτόν. Δυστυχώς, για πολλοστή φορά είμαστε παγιδευμένοι στις μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Και εκείνο που εύχεται κάθε νουνεχής πολίτης είναι αυτές οι μικροπολιτικές να μην πληρωθούν, μάλιστα, ακριβά μετά τις εκλογές….

*Δρ των Διεθνών Σχέσεων