Αναλύσεις

Επίκειται μείωση των επιτοκίων

Η απόφαση θα εξαρτηθεί και από τα στοιχεία που αφορούν τον πληθωρισμό Μαΐου

Σχεδόν βέβαιη πρέπει να θεωρείται η μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά την επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού της Συμβουλίου. Η απόφαση θα εξαρτηθεί και από τα στοιχεία που αφορούν τον πληθωρισμό Μαΐου, χωρίς όμως να διαφαίνεται αλλαγή της τάσης που τον φέρνει ως ποσοστό κοντά στο 2%, ποσοστό στόχο της ΕΚΤ.

Ένα σημαντικό στατιστικό στοιχείο που ανακοινώθηκε τελευταία για την Ευρωζώνη αφορούσε τον μέσο όρο των μισθών, οι οποίοι αυξήθηκαν πέραν του 5% (στην Κύπρο ενδεχομένως αυτό να συνέβη για συγκεκριμένες κατηγορίες εργοδοτουμένων που εμπίπτουν στην Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή), με τους οικονομολόγους της ΕΚΤ να αναφέρουν ότι η αύξηση αυτή ενσωματώθηκε ομαλά στις τιμές και δεν αναμένεται να αλλάξει, σημαντικά τουλάχιστον, την πορεία του πληθωρισμού.

Οι εκτιμήσεις

Οι εκτιμήσεις συνηγορούν σε μια πρώτη μείωση της τάξεως του 0,25%, ενώ οποιεσδήποτε μελλοντικές μειώσεις θα εξαρτηθούν από τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στον πληθωρισμό και την πορεία των οικονομιών της Ευρωζώνης (πολλοί αναλυτές κάνουν αναφορά για συνολική μείωση των επιτοκίων μέσα στο 2024 της τάξεως του 0,75%).

Είναι ξεκάθαρο ότι οι μειώσεις των επιτοκίων δεν θα έχουν την ίδια ταχύτητα που είχαν οι αυξήσεις εφόσον σε καμιά περίπτωση οι κεντρικές τράπεζες δεν θα ήθελαν να δουν ανάφλεξη του πληθωρισμού. Υπενθυμίζεται ότι τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόστηκαν από την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης και διατηρήθηκαν λόγω του κορωνοϊού, με τα μηδενικά επιτόκια και την αστόχευτη ρευστότητα, ευθύνονται εν πολλοίς για τις σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις που είχαν δημιουργηθεί.

Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής και η αφαίρεση σημαντικής ρευστότητας από τις αγορές οδηγούν αναπόφευκτα στη μείωση της κατανάλωσης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οπότε, αν η πορεία των οικονομιών είναι χειρότερη από την αναμενόμενη ή υπάρξουν γεγονότα που να οδηγούν σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενδεχομένως να δούμε τις μειώσεις των επιτοκίων γρηγορότερα.

Ενδεχόμενη απότομη συρρίκνωση της επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας θα οδηγήσει σε γρηγορότερες αποφάσεις σε ό,τι αφορά τις μειώσεις των επιτοκίων, όπως είχε γίνει, για παράδειγμα, στις αρχές της χρηματοπιστωτικής κρίσης και κατά τη διάρκεια της εξάπλωσης του κορωνοϊού, όταν είχαν υιοθετηθεί και ενισχυθεί προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.

Η αύξηση των τιμών και γενικότερα ο καθορισμός των τιμών είναι αποτέλεσμα των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης. Με την αύξηση των επιτοκίων υπήρξε μείωση στη ζήτηση των προϊόντων και υπηρεσιών, με διαφορετικό ρυθμό για το κάθε αγαθό και υπηρεσία, ανάλογα με την ελαστικότητα της ζήτησης. Δηλαδή, προϊόντα τα οποία είναι πρώτης ανάγκης είναι λιγότερο ελαστικά από τα άλλα, εφόσον είναι απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση μιας οικογένειας.

Συνεπώς, με την αύξηση των επιτοκίων και με τη διατήρηση της ακρίβειας, τα νοικοκυριά προχώρησαν σε αναδιάρθρωση των οικογενειακών προϋπολογισμών. Το ίδιο συνέβη και με τις επιχειρήσεις, οι οποίες προχώρησαν σε αναστολές έργων λόγω της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης. Με τη μείωση των επιτοκίων σταδιακά θα ενισχύονται οι επενδύσεις, με το ιδεατό σενάριο να είναι, η προσφορά να καλύπτει τις αυξημένες ανάγκες της ζήτησης πιέζοντας τις τιμές προς τα κάτω.

Φυσικά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά των προϊόντων, όπως τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και οι φυσικές καταστροφές που οδηγούν σε ελλείψεις αγαθών, όπως για παράδειγμα σιτηρών.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι οικονομίες αντέδρασαν ικανοποιητικά στις αυξήσεις των επιτοκίων, με εξαίρεση ίσως την Ευρώπη (το 2023 ήταν δύσκολη χρονιά με οικονομίες όπως της Γερμανίας να παρουσιάζουν σημαντική συρρίκνωση, ενώ η Ιταλία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις), εφόσον δεν υπήρξαν έντονες υφεσιογενείς πιέσεις. Τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, για παράδειγμα, που αφορούν στην οικονομία των ΗΠΑ καταδεικνύουν τη διατήρηση των θετικών ρυθμών ανάπτυξης.

Όσον αφορά το νέο έτος, οι ευρωπαϊκές οικονομίες φαίνεται να καταγράφουν καλύτερη πορεία. Βοηθητικά ενεργεί το Ταμείο Ανασυγκρότησης εφόσον χρηματοδοτεί αρκετά έργα και μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας έμμεσα τις κρατικές δαπάνες και ενισχύοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Μπορεί η ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα λόγω του υψηλού κόστους δανεισμού να είναι μικρότερη, εντούτοις δίνει τη δυνατότητα περιορισμού της οικονομικής επιβράδυνσης. Αυτό αναμένεται να συμβεί και στην Κύπρο, η οποία σταδιακά αρχίζει να αντλεί τα κεφάλαια που δικαιούται.

Οι αυξήσεις των επιτοκίων βελτίωσαν σημαντικά τις αποδόσεις των κεφαλαίων των τραπεζικών ιδρυμάτων και αυτό φαίνεται τόσο στα αποτελέσματα που ανακοινώνουν όσο και στα στοιχεία των ΕΚΤ. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στα τραπεζικά ιδρύματα να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις δανείων εκεί και όπου απαιτείται, εφόσον μπορούν να απορροφήσουν μέρος της αύξησης των επιτοκίων. Σημαντικό ζητούμενο είναι το πώς θα ενεργήσουν τα τραπεζικά ιδρύματα μετά τις αναμενόμενες αποφάσεις από την ΕΚΤ.

Την ίδια στιγμή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν αυξάνονται σημαντικά για δύο ενδεχομένως λόγους: πρώτο, οι δανειολήπτες αντιλαμβανόμενοι την πορεία των επιτοκίων προχώρησαν σε αναδιαρθρώσεις / αναδιαπραγμάτευση των όρων των δανείων και φυσικά σε αναπροσαρμογή του οικογενειακού και επιχειρηματικού προϋπολογισμού και, δεύτερο, χρησιμοποιήθηκε η συσσωρευμένη ρευστότητα από την περίοδο «αδράνειας» του κορωνοϊού για περιορισμό των δανειακών υποχρεώσεων.

Γεωπολιτική αστάθεια

Οποιαδήποτε σύγκρουση - πολιτική, οικονομική και ακόμη χειρότερα στρατιωτική - εντείνει τη μεταβλητότητα στις οικονομίες και τις διεθνείς αγορές. Έχουμε δει με ποιον τρόπο ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Γάζα έχει επηρεάσει αρνητικά τις τιμές της ενέργειας αλλά και άλλων προϊόντων, με τα πολλά προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Η γεωπολιτική αστάθεια και οι συνέπειές της όσον αφορά γενικά την παγκόσμια αλλά και τις εθνικές οικονομίες σίγουρα είναι από τις παραμέτρους που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη οι Κεντρικές Τράπεζες στις αποφάσεις τους.

Ήδη οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών για τις μειώσεις των επιτοκίων, εφόσον παρουσιάζονται θετικές αποδόσεις. Είναι σημαντικό να δούμε πώς θα αντιδράσουν όταν θα υπάρχει επιβεβαίωση των αποφάσεων. Σίγουρα η μείωση των επιτοκίων σε γενικές γραμμές ενεργεί θετικά στις οικονομίες, όμως δεν πρέπει να αναμένουμε μεγάλες μεταβολές, εφόσον η ενδεχόμενη απόφαση της ΕΚΤ θα έχει σημειολογική σημασία παρά ουσιαστική, αφού μια μείωση του 0,25% δεν θα μεταβάλει ιδιαίτερα τις συνθήκες της αγοράς.