Και πάλι το ΓΕΣΥ

Έχω αναφερθεί και προηγουμένως στις ταλαιπωρίες που υφίσταται η εισαγωγή του Γενικού Σχεδίου Υγείας εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ακούοντας τελευταία από επίσημα χείλη τις θέσεις τους για το ΓΕΣΥ, σχημάτισα την εντύπωση ότι κανένας δεν βιάζεται να προχωρήσει. Ενώ η εισαγωγή του κρίθηκε αναγκαία για σοβαρότατους λόγους, τόσο ιατρικούς όσο και οικονομικούς, η κωλυσιεργία συντείνει όλο και περισσότερο στην επιδείνωση της κατάστασης και στα δυο πεδία.


Για χρόνια τώρα παρατηρούμε να αναφύονται συνεχώς προβλήματα στη λειτουργία των δημόσιων νοσηλευτηρίων, ενώ το Κράτος συνεχίζει να επιβαρύνεται με ένα τεράστιο κόστος για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του έναντι των δικαιουμένων δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Τούτο έκαμε ακόμη και την Τρόικα να ζητήσει να επισπευστεί η εισαγωγή του ΓΕΣΥ, κι ασφαλώς όχι η εξύψωση του επιπέδου υγείας των συμπατριωτών μας!


Μόνο που δεν επέμενε μέχρι τέλους, όπως για παράδειγμα στην πώληση των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων, για να συγκατανεύσει στην καταβολή της επόμενης δόσης. Όσον αφορά, τέλος, την καταπάτηση των συμβατικών υποχρεώσεων από μέρους του Κράτους έναντι των δικαιούχων, με την επιβολή ειδικού χαρατσιού για απλές επισκέψεις είτε σε δημόσιο γιατρό είτε σε φαρμακείο, αυτή είναι ψιλά γράμματα τόσο για την Κυβέρνηση όσο και την Τρόικα.
Όταν εγείραμε το 1972, με εμπεριστατωμένη μελέτη, το θέμα της αλλαγής του συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για τους πιο πάνω λόγους, οι πρώτοι που αντέδρασαν αρνητικά ή τουλάχιστον δεν το στήριξαν ήταν οι κύκλοι του Υπουργείου Οικονομικών, όπως έκαμαν και στο θέμα του αναλογικού σχεδίου κοινωνικών ασφαλίσεων αργότερα. Κι όμως ήταν τα αποθεματικά του ΤΚΑ που διαχρονικά βοήθησαν την κατάσταση με τη χαίνουσα πληγή των δημόσιων οικονομικών για πολλά τώρα χρόνια.


Προσωπικά θα ανέμενα το Υπουργείο να πιέζει και να διευκολύνει την εισαγωγή του θεσμού το συντομότερο. Ήδη από την ίδρυση του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ) το 2001, με αποκλειστικό έργο την εφαρμογή του ΓΕΣΥ, έχουν διατεθεί αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Οι δαπάνες του ΟΑΥ, καθώς και οι δαπάνες του ΓΕΣΥ, θα καλύπτονται από τις εισφορές των ασφαλιζομένων/εργοδοτών και σε μικρότερο βαθμό από τον Προϋπολογισμό, όπως γίνεται με το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.


Ο Υπουργός Οικονομικών δεν θα πρέπει να ανησυχεί για τη βιωσιμότητα του σχεδίου. Θα υπάρχει κι εδώ πρόνοια για αναπροσαρμογή των συνεισφορών των τριών Μερών, ανάλογα με την κατάσταση του Ταμείου, πέραν των προνοιών για καλή διαχείριση του Σχεδίου από τον ΟΑΥ. Επιπλέον τα οικονομικά του Κράτους θα έχουν κοντά τους ακόμη ένα Ταμείο, από το οποίο θα μπορούν να διευκολύνονται. Γι’ αυτό από την αρχή υποστήριξα την ανάληψη της διαχείρισής του από την Κυβέρνηση.
Πέραν της οικονομικής πτυχής, το άλλο κώλυμα που προβάλλεται είναι η μη «αυτονόμηση» μέχρι τώρα των δημόσιων νοσηλευτηρίων, ένα επιχείρημα που προβάλλεται χωρίς να έχει καταρτισθεί κανένα σχέδιο γι’ αυτό. Υποστήριξα κι άλλοτε ότι εφόσον κυρίαρχος του παιχνιδιού θα είναι βασικά ο ασθενής, ο οποίος θα στηρίξει εκείνα τα ιδρύματα κι εκείνους τους γιατρούς που διακρίνονται, όλοι θα κινηθούν να προσαρμοστούν στις καλές απαιτήσεις του. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς κάνει η Κυβέρνηση για το θέμα αυτό.


Τον περασμένο Ιούλιο είχαν δημοσιοποιηθεί οι λόγοι γιατί χρειάζεται η αυτονόμηση, αλλά και κάποιες αποφάσεις για αντιμετώπισή τους. Χωρίς να αμφισβητώ την ανάγκη αλλαγών στη διοίκηση και οικονομική διαχείριση των νοσοκομείων για να λειτουργούν ως βιώσιμες οντότητες, ιδιαίτερα ενόψει της εισδοχής των ιδιωτικών στο σύστημα, πρόκειται περί διαχειρίσιμων αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας τους. Εφόσον η Τρόικα δεν έθεσε θέμα ιδιωτικοποίησης των νοσοκομείων αυτών, η Κυβέρνηση το μόνο που θα πρέπει να διασφαλίσει είναι ότι θα λειτουργούν απρόσκοπτα, χωρίς κρατικές ενισχύσεις, καλύπτοντας τα έξοδά τους από τα έσοδά τους. Κι αυτό ασφαλώς μπορεί να καταστεί δυνατό μέσα σε κάποιο χρονικό πλαίσιο.
Προσωπικά θάβλεπα τη μετάβαση στο νέο σύστημα περίπου ως εξής: Η συμβολή του Υπουργείου Υγείας και άλλων κυβερνητικών Τμημάτων στη διοικητική, οικονομική και τεχνική διαχείριση των νοσοκομείων να συνεχίσει όπως σήμερα. Απλά το σχέδιο να προβλέπει την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη μεταπήδησή τους στη νέα κατάσταση, της βέλτιστης διαχείρισης.


Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για αλλαγές στην οργάνωση κι εκχώρηση εξουσιών προς τα δημόσια νοσοκομεία άγγιζε την ουσία των πραγμάτων (δημιουργία υγειονομικών περιφερειών, που σταδιακά θα μετεξελιχθούν σε αυτο-διοικούμενες υγειονομικές περιφέρειες, ενιαία διοίκηση σε κάθε νοσοκομείο, όπου θα υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι σε αυτό, ενίσχυση και ανάπτυξη μηχανισμών εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου σε θέματα προσωπικού, ποιότητας, πόρων και δαπανών και σταδιακή εκχώρηση διοικητικής, οικονομικής και λειτουργικής αυτονομίας προς τα δημόσια νοσοκομεία, προκειμένου να καταστούν πιο ευέλικτα και πιο αποδοτικά και να επιβιώσουν σε καθεστώς ανταγωνισμού στο πλαίσιο του ΓεΣΥ).


Το μόνο που θα πρέπει να προσεχθεί είναι να μη δημιουργηθούν περισσότερα στεγανά με την «αυτονόμηση», όπως στη Δημόσια Υπηρεσία. Π.χ. η πυραμίδα συνεργασίας μεταξύ των κρατικών νοσηλευτηρίων (Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, Επαρχιακά Νοσοκομεία, Αγροτικά Υγειονομικά Κέντρα) θα πρέπει να διατηρηθεί. Όσον αφορά το επίμαχο θέμα του προσωπικού, θα συνεχίσει η εργοδότησή του με τους υφιστάμενους όρους, ενώ θα ετοιμαστούν νέα σχέδια υπηρεσίας για νεοπροσλαμβανόμενους. Επειδή δεν υπάρχει ένα μοντέλο αυτόνομης λειτουργίας ενός εκάστου, το Υπουργείο Υγείας θα πρέπει να αναλάβει τον συντονισμό και την επίβλεψη των αλλαγών τους στο πλαίσιο λειτουργίας του ΓΕΣΥ.
ΔΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Πρώην Υπουργός
Πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού,
www.iacovosaristidou.com.