Τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει

Άκουσα για πρώτη φορά το όνομα του ταλαντούχου προπολεμικού ρεμπέτη στην Αθήνα Βαγγέλη Παπάζογλου (1897-1943) την περασμένη Κυριακή (5 Ιουνίου 2016), στην τηλεοπτική εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, που ήταν αφιερωμένη στο ρεμπέτικο - αυτό το καταδιωγμένο και απαγορευμένο, από τη δικτατορία του Μεταξά, μουσικό είδος, το φυτρωμένο και καλλιεργημένο στις υποβαθμισμένες αστικές περιοχές των μεγάλων ελληνικών πόλεων που, όπως διάβασα κάπου, «αναπτύχθηκε παράνομα, μέσα στους τεκέδες και κάτω από τη βαριά μυ­ρωδιά του χασίς».
Δεν ήξερα τον Βαγγέλη Παπάζογλου, ήξερα όμως -όπως υποθέτω και εσείς- το τραγούδι του: «Κάτω στα λεμονάδικα γίνηκε φασαρία, δυο λαχανάδες πιάσανε και κάναν την κυρία. Τα σίδερα τούς φόρεσαν και στη στενή τούς πάνε κι αν δε βρεθούν τα λάχανα, το ξύλο που θα φάνε».


Στη μάγκικη, καταπληκτικά όμορφη αργκό των ρεμπέτηδων, «λαχανάδες» ήταν οι κλέφτες πορτοφολιών, «λάχανα» ήταν τα πράσινα σαν λάχανα, προπολεμικά χαρτονομίσματα και «παντόφλες» ήταν τα πορτοφόλια...Ήξερα επίσης το άλλο τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου:


«Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ, από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον αργιλέ. Φύσα, ρούφα, τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε. Φύλα τσίλιες για τους βλάχους, κείνους τους δεσμοφυλάκους». Αυτό νομίζω το καταλαβαίνετε χωρίς επεξηγήσεις - όπου Γεντί Κουλέ, είναι ένα φρούριο στη Θεσσαλονίκη που χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια, μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, ως μια πολύ κακόφημη και σκληρή φυλακή.
Λοιπόν αυτός ο περιθωριακός ρεμπέτης από τη Σμύρνη, που βρέθηκε στην Ελλάδα μετά την καταστροφή του 1922, πρόσφυγας στην Κοκκινιά (σήμερα Νίκαια) της Αθήνας, ήταν τότε γνωστός με το ψευδώνυμο Αγγούρης, επειδή ήταν πεισματάρης, ασυμβίβαστος και ξεροκέφαλος και δεν παράβαινε με τίποτε τις αρχές του.
Ήταν καθοριστικοί δύο σταθμοί στη σύντομη ζωή του. Ο πρώτος σταθμός ήταν η λογοκρισία στα ρεμπέτικα τραγούδια, που η δικτατορία Μεταξά επέβαλε από τον Αύγουστο 1936, στην προσπάθεια να τα «καθαρίσει» από το «βρόμικο» λεξιλόγιο των χασισοποτών, όπως «λουλάς», «πρέζα», «χασίσι» κ.λπ.


Λοιπόν, ο «Αγγούρης», σε ένδειξη διαμαρτυρίας, σταμάτησε να ηχογραφεί τραγούδια, μετά που οι λογοκριτές του Μεταξά επενέβησαν στον «επικίνδυνο» στίχο του, «πάσχω να βρω την τύχη μου για να την αρωτήσω, αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω» και πρότειναν ν’ αντικατασταθεί το «ελεύθερος» με το «χαρούμενος». Ο Παπάζογλου αρνήθηκε και τους απάντησε ότι «χαρούμενος είναι μόνον ο ελεύθερος».
Ο δεύτερος σταθμός ήταν όταν κατέλαβαν οι Γερμανοί την Αθήνα το 1941. Τότε ο Αγγούρης αποφάσισε να μην ξαναδουλέψει σε πάλκο, γιατί, όπως έλεγε, «δεν ήθελε να τραγουδά για να χορεύουν οι μαυραγορίτες», αφού τότε μόνον οι μαυραγορίτες είχαν χρήματα και διασκέδαζαν. Έλεγε ακόμα, ότι «τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει...», αναφερόμενος στην Κατοχή της Ελλάδας από τους Χιτλερικούς.
Για να επιβιώσει αυτός και η γυναίκα του, μέσα σε εκείνες τις συνθήκες λιμοκτονίας, έγινε παλιατζής. Πούλησε όλα τα έπιπλα του σπιτιού του, για λίγο φαγητό. Εξακολουθούσε να γράφει, αλλά τα τραγούδια του τα χάριζε σε φίλους και συναδέλφους του, μουσικούς.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου προσβλήθηκε από φυματίωση, έκανε συχνές αιμοπτύσεις και πέθανε από την πείνα τον Ιούνη 1943. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Πέθανε από την πείνα, για να υποστηρίξει την άποψή του, ενώ θα μπορούσε να καλοπερνά και να ζήσει τα διπλάσια χρόνια, αν άφηνε την άποψή του στην άκρη... Η γυναίκα του δανείστηκε δύο καρέκλες για να ακουμπήσουν το φέρετρο και τον έθαψαν χωρίς παπά, αφού ο παπάς είχε πάει στη μαύρη αγορά...
Αυτό τον Ιούνη, συμπληρώνονται λοιπόν 73 χρόνια από τον μαρτυρικό θάνατο του Αγγούρη - αυτής της ευγενικής ψυχής που αναδύθηκε μέσα από το ντουμάνι του χασισοποτείου και στάθηκε όρθια μέσα στο μαύρο σκοτάδι της ανθρώπινης κτηνωδίας.