Το τηλέφωνο του σωματέμπορου

Συνεχίζοντας το χθεσινό άρθρο για νεαρή γυναίκα από την Κίνα με το ψευδώνυμο «Λούση», σύζυγο Κυπρίου, που κατηγορήθηκε για σωματεμπόριο και τέθηκε την περασμένη Πέμπτη (4 Αυγούστου 2016), σε 8ημερη κράτηση με ένταλμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επανέρχομαι στο κρίσιμο ζήτημα της συστηματικής και χρόνιας επιστράτευσης από την Αστυνομία, παράνομων μέσων για... επιβολή του νόμου, ιδιαίτερα σε υποθέσεις εμπορίας προσώπων!


Αναφέρομαι βέβαια στη χρησιμοποίηση αντρών συνεργατών, που με βάση σχεδιασμό και συντονισμένη επιχείρηση από το Αρχηγείο Αστυνομίας, παρουσιάζονται στο κύκλωμα του trafficking ως πελάτες και κάνουν σεξ με γυναίκες πιθανά θύματα σωματεμπορίου, για να στοιχειοθετήσουν και τεκμηριώσουν στο δικαστήριο το έγκλημα και για να στείλουν στη φυλακή, τους εγκληματίες.


Εφαρμόζουν έτσι στην πράξη, τη βασική αξία κάθε αυθαίρετης εξουσίας, ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, παραβιάζοντας πέρα για πέρα τον σχετικό νόμο του 2014, που ποινικοποιεί τον πελάτη της πορνείας, στην περίπτωση που εύλογα μπορεί να υποθέσει ότι οι σεξουαλικές υπηρεσίες που του προσφέρονται είναι προϊόν καταναγκασμού.


Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η «Λούση» συνελήφθη και κατηγορήθηκε στο δικαστήριο, μετά που πιάστηκε επ’ αυτοφώρω σε σεξουαλικό τρίγωνο με άλλη Κινέζα και με συνεργάτη της Αστυνομίας που παρουσιάστηκε ως πελάτης, κάνοντας σεξ με τις δύο γυναίκες, αφού είχε προπληρώσει τις υπηρεσίες τους με σημαδεμένα χαρτονομίσματα. Η δεύτερη νεαρή Κινέζα, με το ψευδώνυμο «Τρούλη», οδηγήθηκε στο κρατικό καταφύγιο θυμάτων, ως πιθανό θύμα εμπορίας προσώπων και, όπως έγινε γνωστό, θα αποτελέσει τον κυριότερο μάρτυρα κατηγορίας στην υπόθεση και ήδη έδωσε κατάθεση που ενοχοποιεί τη συλληφθείσα και μιαν άλλη καταζητούμενη Κινέζα, με το ψευδώνυμο «Άννα».


Όπως υπενθύμισα και χθες, η Έλενα Πισσαρίδου, Πρόεδρος της μη κυβερνητικής οργάνωσης ΣΤΙΓΜΑ, για προστασία θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης, έθιξε τον Μάρτιο 2015, σε δημόσια συζήτηση στη Λευκωσία, το θέμα της χρησιμοποίησης πελατών συνεργατών της Αστυνομίας, σε επιχειρήσεις διερεύνησης υποθέσεων σωματεμπορίου. Μίλησε για παρανομία της Αστυνομίας και ρώτησε τον παρευρισκόμενο Ανώτερο Αστυνόμο Χριστάκη Μαυρή, Αστυνομικό Διευθυντή του Τμήματος Γ ́ του Αρχηγείου Αστυνομίας, όπου υπάγεται το Γραφείο της Αστυνομίας για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Προσώπων, γιατί συνεχίζει η Αστυνομία αυτήν την τακτική.


Ο Αστυνόμος Μαυρής δεν απάντησε στην κυρία Πισσαρίδου, όμως η ερώτησή της είχε ήδη απαντηθεί από την Υπαστυνόμο Ρίτα Σούπερμαν, Υπεύθυνη του Γραφείου της Αστυνομίας για Καταπολέμηση Εμπορίας Προσώπων, από τις 9 Απριλίου 2012. Εκείνη την ημέρα, η Υπαστυνόμος παρευρισκόταν σε εκδήλωση για την εμπορία προσώπων, που είχε οργανώσει στη Λευκωσία το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Κύπρο και το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου και αναφέρθηκε σε παρέμβασή της, σε τρία θεμελιώδη προβλήματα στη νομοθεσία και στο δικαστικό σύστημα, που συμβάλλουν στην ατιμωρησία των σωματεμπόρων και των εκμεταλλευτών γυναικών.


Κατονόμασε ως ένα από αυτά τα προβλήματα, τους συνταγματικούς περιορισμούς που εμποδίζουν τις διωκτικές Αρχές της Κύπρου να χρησιμοποιούν τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, για να καταπολεμούν το οργανωμένο έγκλημα. «Το Σύνταγμά μας απαγορεύει την παρακολούθηση τηλεφώνων, πράγμα που δεν μας βοηθά να βελτιώσουμε τη διερεύνηση», είπε η κυρία Σούπερμαν. «Δεν μπορείς», συνέχισε, «να διερευνάς κυκλώματα, χωρίς να παρακολουθείς τα τηλέφωνα και δεν μπορείς να φτάσεις έτσι στον διακινητή, στη χώρα προέλευσης των θυμάτων, στο κύκλωμα».


Άφησε έτσι να εννοηθεί ότι η επιστράτευση των αντρών συνεργατών που κάνουν σεξ ως πελάτες με τις γυναίκες των κυκλωμάτων είναι, υπό τις συνθήκες, αναγκαίο κακό, για καταστολή του σωματεμπορίου...


Η Ρίτα Σούπερμαν είχε κάνει την παρέμβασή της αυτή σχολιάζοντας δήλωση της Κυπρίας Συντονίστριας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Εμπορίας Προσώπων, Δρος Μύριας Βασιλειάδου, ότι η εμπορία προσώπων θα μπορεί να περιοριστεί, μόνο με την υιοθέτηση και σωστή εφαρμογή της οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Υπαστυνόμος επεσήμανε ως πρώτο πρόβλημα ότι, «ακόμα και με την εφαρμογή της οδηγίας από την Κυπριακή Δημοκρατία, δυστυχώς το νομοθετικό μας πλαίσιο απαιτεί την παρουσία του παραπονούμενου στο δικαστήριο, για όλες τις υποθέσεις. Αυτό επηρεάζει αρνητικά, γιατί εμείς έχουμε να κάνουμε με θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας. Αυτά είναι συνήθως άτομα ευάλωτα, που δεν μπορούν να υποστηρίξουν πειστικά την υπόθεσή τους. Αποτέλεσμα είναι ότι το δικαστήριο τις κηρύττει αναξιόπιστες και χάνουμε τις δίκες, δηλαδή δεν καταδικάζονται οι ένοχοι».


Δεύτερο πρόβλημα, η κ. Σούπερμαν ανέφερε «τις τεράστιες καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων». Τόνισε ότι «δεν μπορεί ένα θύμα εμπορίας να καταγγέλλει σήμερα το έγκλημα σε βάρος του και να του ζητούμε να μείνει στην Κύπρο 3, 4 ή και 5 χρόνια, μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή του για να μαρτυρήσει ενώπιον του δικαστηρίου. Τους κρατούμε με τα δόντια, γιατί θέλουν να φύγουν να πάνε πίσω στην πατρίδα τους και στις οικογένειές τους, ενώ τα δικαστήρια αναβάλλουν συνεχώς την εκδίκαση».


Έφερε ως παράδειγμα, υπόθεση του 2007, που εκδικάστηκε το 2012, με την κοπέλα μάρτυρα να είναι αναγκασμένη να βρίσκεται στην Κύπρο και να περιμένει τη δίκη, για 5 ολόκληρα χρόνια... Όπως αποκάλυψε η Ρίτα Σούπερμαν, «η ποινή που επιβλήθηκε στους κατηγορουμένους, οι οποίοι παραδέχτηκαν ενοχή, είναι οκτώ μήνες φυλακή με αναστολή! Κι αυτή η μικρή ποινή έχει άμεση σχέση με τα πέντε χρόνια που πέρασαν από τη διάπραξη του αδικήματος. Η χρονική καθυστέρηση στην εκδίκαση οδηγεί συχνά στην αναστολή των υποθέσεων, στη μη ανεύρεση των μαρτύρων ή στην εγκατάλειψη της Κύπρου από τα θύματα».