Η Βουλή - Το Υπουργείο Παιδείας και ο κ. Ακιντζί

Η Βουλή αποφάσισε, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, για το ιστορικό γεγονός του ενωτικού δημοψηφίσματος. Τούτο ενόχλησε κάποιους. Ο κ. Ακιντζί και η ίδια η Τουρκία, για να εμφανιστούν ως ο κυρίαρχος της κατάστασης, ως πρόφαση δημιουργίας νέας κατάστασης αντιδικίας, θεώρησε αυθαίρετα ότι η απόφαση αποτελεί δήθεν επαναφορά απόψεων για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Άλλοι κομματικοί και μη από την ελληνοκυπριακή πλευρά, ήγειραν θέμα, δήθεν, ανάμειξης της Βουλής στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Παιδείας.


Προφανώς τους διέφυγε το γεγονός ότι, η Ελλάδα από χρόνια και η Κυπριακή Δημοκρατία από το 2004 ανήκουν στην ίδια ευρύτερη οικογένεια της Ενωμένης Ευρώπης, ενώ πρόσθετα, παραγνώρισαν ότι το Υπουργείο Παιδείας υπάρχει γιατί η Βουλή αποφάσισε κατά το δίκαιο της ανάγκης, τη δημιουργία ενός μη προβλεπομένου από το Σύνταγμα Υπουργείου.


Το αποφάσισε δε τούτο η Βουλή αφού προηγήθηκε το πολιτικό στίγμα και δίδαγμα της ομόφωνης απόφασης της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης (31.3.1965) για αυτοδιάλυσή της. Προηγήθηκε, όπως όλοι γνωρίζουμε, η καθοδηγούμενη από την Τουρκία (στο πλαίσιο της Έκθεσης Νιχάτ Ερίμ) Τουρκανταρσία του Δεκέμβρη του 1963, που στόχο είχε τότε όπως και σήμερα, την κατάρρευση του κράτους και των θεσμικών οργάνων του (Κυβέρνηση, Βουλή και Δικαιοσύνη).


Αυτή η απόφαση αυτοδιάλυσης, που παραμένει ξεχασμένη, ήταν το πρώτο συνειδητό βήμα προς κατάργηση διατάξεων του δοτού Συντάγματος που καθιέρωσαν τη δικοινοτική διάκριση. Ανέδειξε, έκτοτε, τον προβληματικό και αντιδημοκρατικό διαχωρισμό των πολιτών του κράτους με βάση την εθνοτική τους καταγωγή κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. Η δε αιτιολογία, επίκαιρη όσο ποτέ, πρέπει να προβληματίζει και σήμερα:


«...Επειδή παρά τα υπό της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως εις το διάστημα των τεσσάρων ετών επιτευχθέντα η συνέχισης της λειτουργίας αυτής ως ανεξαρτήτου κρατικής εξουσίας, θίγει την ενότητα του κράτους, ής μη υπαρχούσης δημιουργούνται δυσεπίλυτα εκπαιδευτικά, οικονομικά, κοινωνικά και διοικητικά προβλήματα, και το δημόσιον συμφέρον επιβάλλει όπως αι ανήκουσαι εις την Ελληνικήν Κοινοτικήν Συνέλευσιν αρμοδιότητες περιέλθουν εις την ενιαία νομοθετική και εκτελεστικήν εξουσία της Δημοκρατίας».
Ήταν ένα βήμα προς κατάργηση του διαχωρισμού των πολιτών, του ενός και μόνου Κράτους, που διαμόρφωσε κατά τρόπο ανελεύθερο, απαράδεκτο και ρατσιστικό, το δοτό Σύνταγμα. Απόφαση που βρήκε δικαίωση μετά από πολλά χρόνια, με την απόφαση του ΕΔΑΔ σε προσφυγή του Τουρκοκύπριου συμπολίτη Αζίζ, ο οποίος αφού παρέμεινε μόνιμα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία ελεύθερες περιοχές, ζήτησε να έχει το ίσο εκλογικό δικαίωμα να ανήκει σε έναν και μόνο εκλογικό κατάλογο, στον οποίον να περιέχονται, ανεξαρτήτως εθνότητας, όλοι οι νόμιμοι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας.


Παράλληλα ήταν η απόφαση αυτή της Ε.Κ.Σ. και πρέπει μέχρι σήμερα να θεωρείται, ως ένα βήμα διεκδίκησης και μια μορφή συνειδητής αποποίησης δημόσιων αξιωμάτων, χάριν ενός ευρύτερου στόχου που συνίστατο στη σαφή εγκατάλειψη και κατάργηση προνοιών του Δικοινοτισμού. Μια διαφωνία κατά του Συντάγματος που καθιέρωσε άδικα και μη λειτουργικά υπερπρονόμια στη μειοψηφία, που τώρα πλέον προωθείται και ως αριθμητική ισότητα σε ένα νέο, συνεταιρικό εκ παρθενογένεσης, κράτος. Αυτοδιάλυση, ως ύψιστη αξία καταγγελίας και εγκατάλειψης συνταγματικών προνοιών, οι οποίες διέκριναν και διαχωρίζουν ρατσιστικά τον λαό και τη συμμετοχή του στις λειτουργίες του κράτους.


Όμως, δυστυχώς, βρισκόμαστε πολύ μακριά από την τότε αποφασιστική αυτή ομόγνωμη πολιτική απόφαση, η οποία είναι άξιον απορίας γιατί εγκαταλείφθηκε. Η ίδια απορία παραμένει και για το γεγονός ότι, παρά την καταδίκη της τουρκικής στρατιωτικής κατοχής και του μεθοδευμένου παράνομου εποικισμού και ενώ πετύχαμε την πλήρη ένταξη στην Ε.Ε., εντούτοις συνεχίζουμε μια πορεία αυτοδέσμευσης σε συμφωνίες του 1977 και 1979, τις οποίες ουδέποτε τίμησε η Τουρκία.


Αντίθετα η Τουρκία προώθησε, στήριξε και αναγνώρισε μόνη αυτή το 1983, την παράνομη «ανακήρυξη του ψευδοκράτους», το οποίο σήμερα το επέβαλε ως «ισότιμο πέμπτο μέρος» στη διάσκεψη της Γενεύης. Γι’ αυτό και συνέχιζε να ισχυρίζεται ότι στην Κύπρο υπάρχουν, δήθεν, δύο γλώσσες, δύο κράτη, δύο λαοί, δύο διοικήσεις, που από κοινού και ως ίσες οντότητες θα δημιουργήσουν ένα νέο κρατικό, θνησιγενές όμως, μόρφωμα.


Άλλωστε διακηρύσσει απροκάλυπτα ως στοιχείο της όλης μεθόδευσής της ότι είναι δήθεν εκλιπούσα η Κυπριακή Δημοκρατία. Προβάλλει δε και την πρόσθετη αξίωση, να μην έχουμε ιστορική μνήμη και παράλληλα να παραχωρήσουμε στους πολίτες της Τουρκίας δικαίωμα να απολαμβάνουν στην Κύπρο τις τέσσερεις ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Η Τουρκία επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι προχωρεί με στόχο την πλήρη επικυριαρχία. Συνεπώς είναι επιβεβλημένη και αναγκαία η συνένωσης εκείνων των δυνάμεων που διαφωνούν με την αποδοχή μιας λύσης με ρατσιστικά στοιχεία ή πρόνοιες, που θα επιτρέψουν στην Τουρκία να βρίσκει αφορμές για προώθηση των σε βάρος της Κύπρου επεκτατικών σχεδίων της.


Ας αποτελέσει παράδειγμα η τότε ομόφωνη απόφαση της Κοινοτικής Συνέλευσης για την αυτοδιάλυσή της. Όσοι δεν διακατέχονται από ψευδαισθήσεις περί την τουρκική μεθοδικότητα στην προώθηση των στόχων της, όσοι θυμούνται την Τένεδο και την Ίμβρο, τη συνθήκη της Λωζάννης, τις σημερινές υποχρεώσεις που δεν τηρεί η Τουρκία έναντι της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα έχουν καθήκον, ως μνήμη θυσιών και αγώνων και ως ζήτημα αξιοπρέπειας: να συστρατευθούν παραμερίζοντας κομματικές ή προσωπικές φιλοδοξίες για μια νέα πορεία δικαίωσης.
ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
Δικηγόρος