Να απαντήσει η Ε.Ε.

Η Τουρκία έχει εγείρει στη Γενεύη κατά τον πλέον επίσημο και θρασύ τρόπο δύο αξιώσεις, που έχουν άμεση σχέση με τους θεσμούς και τις συνθήκες της Ε.Ε. Διά του Υπουργού Εξωτερικών Τσαβούσογλου και στη συνέχεια με δηλώσεις του Τούρκου Αντιπροέδρου Τουρκές.


Πρώτον, την κήρυξη μιας πιθανής λύσης στο Κυπριακό ως Πρωτογενούς Δικαίου με προφανή στόχο να επιτραπούν μόνιμες παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό. Και, δεύτερον, την απόδοση των τεσσάρων ελευθεριών της Ε.Ε. στους Τούρκους πολίτες στην Κυπριακή Δημοκρατία μετά τη λύση.
Και τα δύο αυτά αιτήματα αφορούν στην πραγματικότητα την Ε.Ε. και όχι την Κυπριακή Δημοκρατία.


Ως προς την αξίωση να κηρυχθεί η λύση ως Πρωτογενές Δίκαιο, η απάντηση βρίσκεται στο πρωτόκολλο -10- της Συνθήκης Προσχώρησης που συνομολογήθηκε το 2003 μεταξύ Κύπρου και Ε.Ε. Με βάση αυτό το Πρωτόκολλο, ολόκληρη η Κυπριακή Δημοκρατία -πληθυσμός και γεωγραφική επικράτεια- εντάσσεται (προσχωρεί) στην Ένωση. Ωστόσο, το ευρωπαϊκό κεκτημένο θα εφαρμοστεί στις περιοχές που δεν ελέγχονται σήμερα από την Κυπριακή Δημοκρατία, με την επίτευξη λύσης, χωρίς νέα διαπραγμάτευση.


Δηλαδή, με βάση τη Συνθήκη Προσχώρησης αυτούσιο και ακέραιο το κεκτημένο της Ένωσης, χωρίς παρεκκλίσεις και χωρίς οποιαδήποτε νέα ενταξιακή διαπραγμάτευση, θα επεκταθεί στις σήμερα κατεχόμενες περιοχές, με τη λύση του Κυπριακού. Η κήρυξη συνεπώς της λύσης σε Πρωτογενές Δίκαιο, αντιμάχεται και συγκρούεται με τη Συνθήκη Προσχώρησης και τις ρητές πρόνοιες του Πρωτοκόλλου -10- της Συνθήκης.


Ως προς την απόλαυση των τεσσάρων ελευθεριών της Ε.Ε., αυτή κατοχυρώθηκε με τη δημιουργία αρχικά της κοινής αγοράς (common market) με βάση τη Συνθήκη της Ρώμης και τη συνακόλουθη μετεξέλιξή της σε ενιαία εσωτερική αγορά (single market/internal market) με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (single European Act 1987). Είναι, δηλαδή, η απόδοση και απόλαυση των τεσσάρων ελευθεριών, αναπόσπαστο τμήμα των Συνθηκών της Ένωσης και αφορά εσωτερικό Δίκαιο, υπό την έννοια ότι αφορά πρόσωπα και θεσμούς εντός της Ε.Ε.


Ειδικότερα όσον αφορά την ελεύθερη διακίνηση προσώπων δεν διασφαλιζόταν αρχικά κατά γενικό τρόπο στη Συνθήκη της Ρώμης, παρά μόνο ως ένα δικαίωμα διακίνησης προσώπων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα (εργοδοτούμενοι, αυτο-εργοδοτούμενοι, παροχείς υπηρεσιών). Εξελικτικά, μέσα από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, κατοχυρώθηκε το δικαίωμα εργαζομένων στο Άρθρο 45 ΣΛΕΕ (πρώην Άρθρο 39 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας).


Η ελευθερία αυτή εμπερικλείει το δικαίωμα ενός προσώπου να διακινείται ελεύθερα, να διαμένει και να εργάζεται σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος, ενώ η ελευθερία αυτή έχει επεκταθεί περαιτέρω και σε χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού χώρου (ΕΟΧ), δηλαδή στην Ισλανδία, στο Λίχτενσταϊν και στη Νορβηγία. Η εφαρμογή του σχετικού δικαιώματος περιλαμβάνει την χωρίς διακρίσεις αντιμετώπιση των εργαζομένων που εργοδοτούνται νόμιμα σε κράτος διαφορετικό από το κράτος καταγωγής τους.


Αυτό συνεπάγεται ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση στη βάση της εθνικότητας, του τόπου διαμονής, της γλώσσας κ.λπ. Περαιτέρω, το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης επεκτείνεται ώστε να περιλαμβάνει τις βασικές συνθήκες απασχόλησης, την αποζημίωση, την εφαρμογή κανόνων σε περίπτωση απόλυσης, την παροχή κοινωνικών ωφελημάτων και συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, ενώ επίσης αναγνωρίζονται συγκεκριμένα δικαιώματα και στην οικογένεια του εργαζόμενου προσώπου.


Επισημαίνεται, συναφώς, ότι το Άρθρο 45 ΣΛΕΕ επιτρέπει περιορισμούς (εξαιρέσεις) στην κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Ε.Ε. μόνο για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία (παράγραφος 3 του άρθρου) ή προκειμένου περί απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση (παράγραφος 4 του άρθρου).


Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ), οι κατηγορίες εξαιρέσεων έχουν ερμηνευθεί συσταλτικά από το Δικαστήριο, ώστε να διασφαλισθεί ότι η ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων εντός της Ε.Ε. δεν περιορίζεται προσχηματικά για άλλους λόγους (Υπόθεση 441/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας). Καθορίστηκε επιπλέον ο κανόνας ότι τα σχετικά εθνικά μέτρα θα πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (Υπόθεση C 352/85 Bond Van Adverteerders and Others).


Αξίζει περαιτέρω να σημειωθεί ότι το βάρος απόδειξης ότι συντρέχουν οι λόγοι περιορισμού ανήκει στα κράτη μέλη, τα οποία είναι υποχρεωμένα να παρέχουν επαρκή και συγκεκριμένη απόδειξη ότι υπάρχει πραγματική αναγκαιότητα λήψης περιοριστικών μέτρων για την προστασία συμφερόντων που άπτονται της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας και ότι δεν υπάρχουν άλλου είδους μέτρα που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τη σχετική ανάγκη (Υπόθεση C 265/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας). Αντίθετα, μια γενική και αφηρημένη επίκληση λόγων προστασίας της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας για τον περιορισμό της ελεύθερης κινητικότητας των προσώπων δεν είναι επαρκής ως αιτιολογία (Υπόθεση C 161/07, Επιτροπή κατά Αυστρίας).


Είναι πρόδηλον και μη επιδεχόμενο οιασδήποτε αμφισβήτησης, ότι οι αξιώσεις της Τουρκίας για κήρυξη της λύσης σε Πρωτογενές Δίκαιο, και για απόδοση των τεσσάρων ελευθεριών σε φυσικά και νομικά πρόσωπα της Τουρκίας, δεν είναι δυνατό να τύχουν ικανοποίησης, δεδομένης της ευθείας σύγκρουσής τους με Ευρωπαϊκές Συνθήκες και την έννομη τάξη της Ένωσης.


Άρα το θέμα αφορά κατ’ αποκλειστικότητα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα Ευρωπαϊκά Συλλογικά Θεσμικά Όργανα και οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ως εντολοδόχοι των Συνθηκών, οφείλουν να τοποθετηθούν με σαφήνεια. Να απαντήσουν στις αίολες απαιτήσεις της Τουρκίας. Η μέχρι τώρα σιωπή τους είναι τουλάχιστον απαράδεκτη.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Λ. ΟΜΗΡΟΥ
Τέως Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων