Απαξίωση κομμάτων, η αποχή και η σημασία μιας νέας στρατηγικ

Αποτελεί επιβεβαιωμένο γεγονός, που προκύπτει από τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, ότι μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος απέχουν από την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν. Πολλοί ορίζουν την αποχή αυτή ως κόπωση και απογοήτευση του κυρίαρχου λαού έναντι της διαρκούς αντιπαλότητας, της πελατειακής από τα κόμματα σχέσης, στην επιθυμία διατήρησης των αξιωμάτων κ.λπ. Άλλοι θεωρούν την αποχή ως πολιτική έκφραση της έκδηλης απαξίωσης προς τα κόμματα και γενικά την πολιτική ως έχει διαμορφωθεί.


Ήδη βρισκόμαστε σε μια αφετηριακή δράση και μεθόδευση όλων των κομμάτων ενόψει εκλογών του 2018, που καταφαίνεται, αφ’ ενός, από εκείνους που επιθυμούν τη συνέχιση της πολιτικής που ουσιαστικά ακολούθησε και ακολουθεί η εκτελεστική εξουσία των δύο τελευταίων κυβερνήσεων και, αφ’ ετέρου, αυτών που διαφωνούν γενικά με τη στρατηγική που εφαρμόζεται στο Κυπριακό, στην οικονομία στην κοινωνική πολιτική, στον εκσυγχρονισμό, στη σχέση με τους δανειστές, αλλά και σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία.


Η εκλογή Προέδρου, που είναι προφανώς τόσο καθοριστική για την περαιτέρω πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, πρέπει να εξαρτηθεί από τη σαφή προδιαγραφή της εξαγγελίας της στρατηγικής που θα ακολουθήσει κάθε υποψήφιος, εάν εκλέγει Πρόεδρος. Τούτη η προϋπόθεση, ανεξάρτητα εάν μετεκλογικά τηρούνται τα υποσχεθέντα, απαιτεί συμμαχίες, γιατί είναι ξεκάθαρο, με βάση την κομματική σύνθεση και τις δυνάμεις που υπάρχουν στην Κυπριακή Δημοκρατία, ότι είναι αδύνατη η εκλογή Προέδρου από την πρώτη Κυριακή από ένα και μόνο κόμμα.


Έτσι καθιερώθηκε να προϋπάρχει, εάν είναι δυνατόν πριν από την πρώτη Κυριακή, συμφωνία μεταξύ ενός τουλάχιστον μεγάλου κόμματος με δύο τουλάχιστο μικρότερων. Για τη δεύτερη Κυριακή, εάν δεν έγινε από πριν συμφωνία, συνήθως αναδεικνύεται Πρόεδρος εκείνος ο οποίος θα επιτύχει συμφωνία με το κόμμα ή τα κόμματα που υποστήριξαν την πρώτη Κυριακή τον «μεγάλο» χαμένο αυτής.


Υπάρχει καθιερωμένη πάγια, δυστυχώς, τακτική για μια διαδικασία υπό σπουδή λίγο πριν από τη δεύτερη Κυριακή, που διεύρυνε τη λαϊκή πεποίθηση ότι μόνη αντίδραση σ’ αυτή την προχειρότητα αποτελούσε η αποχή. Αποχή, ως σαφέστατο πολιτικό μήνυμα, το οποίο δεν κατανόησε η πολιτική κομματική δράση. Απαξίωση ως πολιτική επιλογή, έναντι ενός ευκαιριακού κομματικού τρόπου διεκδίκησης της ψήφου.


Επιτέλους ας υπάρξει αλλαγή. Ας γίνει αποδεκτό ότι δεν είναι η ώρα για υποθέσεις ή συλλογισμούς ποίος θα μείνει εκτός της εκλογής της δεύτερης Κυριακής και άρα θα έχει υποστήριξη ο ένας από τους δύο τελικούς διεκδικητές, από τους ψηφοφόρους του «χαμένου». Είναι η ώρα για υπεύθυνο και έγκαιρο καθορισμό της νέας πορείας προς διάσωση του τόπου. Δεν μας παίρνει ο χρόνος. Πρέπει όσοι πιστεύουν στην ανάγκη αλλαγής στρατηγικής, να προσυμφωνήσουν και να δεσμευτούν στην υλοποίηση αυτής της στρατηγικής από κοινού τώρα, έγκαιρα. Δεν αρκεί να συνενωθούν ευκαιριακά, γιατί απλώς «συμφώνησαν» ποίος θα ηγηθεί.


Αντίθετα, με δεδομένη, συμφωνημένη και προκαθορισμένη τη νέα στρατηγική, θα μπορούν να απευθυνθούν από κοινού οι συναινούντες και συνδιαμορφωτές της προς την κοινωνία, και να ζητήσουν τη συμμετοχή της για υλοποίηση. Ο απλός πολίτης ανησυχεί δικαίως για το μέλλον. Προφανώς δεν αποσκοπεί στην επιλογή για αποχή. Επιθυμεί να έχει ενώπιόν του έγκαιρα, υπεύθυνα και δεσμευτικά μια συγκεκριμένη, σαφή νέα στρατηγική, που εάν γίνει τελικά αποδεκτή με βάση και τη δική του θετική ψήφο, να δώσει μια νέα διάσταση στην αντιμετώπιση της τουρκικής βουλιμίας.


Αυτή η από κοινού παραγωγή και παρουσίαση της νέας στρατηγικής, εάν προηγηθεί και υπάρξει, θα προβληματίσει και άλλους πολίτες πέραν και έξω από το πλαίσιο των παραδοσιακών ψηφοφόρων των πέντε κομμάτων και θα την υιοθετήσουν. Αυτή η νέα δυναμική θα συντελέσει και θα επιτρέψει την αναζήτηση και επιλογή του καταλληλότερου για τα καθήκοντα και ευθύνες του Προέδρου όχι απλώς σαν μια αποδεκτή υποψηφιότητα νίκης, αλλά ως εκείνου που θα εφαρμόσει, από κοινού με τους άλλους που συμφώνησαν, τη νέα στρατηγική. Την αλλαγή την επιθυμεί αποδεδειγμένα η κοινωνία, άσχετα προς κομματικές διασυνδέσεις και/ή προτίμηση. Συνεπώς, προηγείται της όποιας αναζήτησης συμμαχιών και της επιλογής της όποιας προσωπικότητας για να αναλάβει ως υποψήφιος, η καθιέρωση κοινής στρατηγικής για να προωθηθεί ως αλλαγή.
Αφού καθοριστεί, με όσους κομματικούς σχηματισμούς πιστεύουν στην ανάγκη, αυτή η νέα στρατηγική, τότε όσοι συμφώνησαν μ’ αυτήν ας «αναλωθούν» στην προσπάθεια εξεύρεσης εκείνου στον οποίο θα ανατεθεί η πρώτη, ίση μεταξύ ίσων, θέση, για την από κοινού εφαρμογή της νέας στρατηγικής και του αντίστοιχου νέου κυβερνητικού προγράμματος. Νέα στρατηγική την οποία θα πρέπει να στηρίξουν όλοι όσοι θα τη συνδιαμορφώσουν, είτε καταστούν κυβέρνηση είτε παραμείνουν αντιπολίτευση.


Μάλιστα, ας μην περιοριστεί το έργο της νέας στρατηγικής σε επιλογή μόνο του υποψήφιου Προέδρου, αλλά ας προαναγγελθούν και ποία θα είναι (για να έχει πλήρη εικόνα ο κυρίαρχος λαός) τα πρόσωπα που θα οριστούν ως οι κύριοι συνεργάτες του υποψήφιου Προέδρου της αλλαγής και συγκεκριμένα ως οι Υπουργοί και, γιατί όχι, ας αποτελέσει το σχήμα αυτό προσπάθεια σωτηρίας του τόπου, με προδιαγεγραμμένη μία και μόνη θητεία. Τούτο θα αποτελεί μια προδέσμευση συνεργασίας προς υλοποίηση από κοινού της νέας στρατηγικής.


Προδέσμευση η οποία είναι βέβαιο ότι θα κριθεί θετικά από τους ψηφοφόρους, γιατί γνωρίζουν καλά πως η δύναμη της όποιας στρατηγικής εξαρτάται από τη συνένωση δυνάμεων και δυνατοτήτων με βάση αρχές και θέσεις, και όχι συναλλαγές. Σε μια τέτοια κοινή προσπάθεια ευελπιστεί ο τόπος. Σ’ αυτήν προφανώς έχουν θέση όσοι επιθυμούν εντός και εκτός κομμάτων την αλλαγή.


Ας μη διαφεύγει της προσοχής ότι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του απλού πολίτη στον τρόπο συμπεριφοράς, δράσης ή παραλείψεων της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, στο πλαίσιο της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι το χείριστο πάθημα που δυνατό να επισυμβεί στο ηθικό και ήθος ενός λαού, που αγωνίζεται για εθνική επιβίωση και δίκαιη λύση για το κυπριακό πρόβλημα.


ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
Δικηγόρος