Περί «επανένωσης» ο λόγος

Η λέξη επανένωση έγινε ο υπέρτατος όρος, που για πολλούς αποτελεί τον κύριο στόχο των προσπαθειών για λύση. Ο στόχος «επανένωση» έχει μια επικίνδυνη ανάλυση. Επανενώνεται κάτι, που έχει διαχωριστεί για κάποιο λόγο ή ως αποτέλεσμα κάποιας διαφοράς και καταβάλλεται προσπάθεια για συναίνεση και επανένωση των δυο ή περισσοτέρων μερών, στα οποία έχει διασπασθεί το σύνολο. Στην περίπτωση όμως της Κύπρου δεν συμβαίνει αυτό. Ο διαχωρισμός δεν ήταν αποτέλεσμα διαφοράς απόψεων και θέσεων, που επέφεραν τον διαχωρισμό.


Αν θεωρήσουμε ότι ο διαχωρισμός έγινε το 1964, αυτός είναι αποτέλεσμα της τουρκικής ανταρσίας προς το κράτος, της εθελοντικής αποχώρησης της μιας κοινότητας από το ενιαίο κράτος και της προσπάθειας δημιουργίας δικού της κράτους και διαμελισμού της Κύπρου. Συνομιλίες για επανένωση των δυο κοινοτήτων διεξάγονταν για χρόνια ώς το 1974. Δεν έφταναν σε αποτέλεσμα, επειδή η ελληνική κοινότητα ήθελε ένα ενιαίο κράτος, που θα άφηνε ανοικτό παράθυρο για εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, εφόσον αποτελούσε την πλειοψηφία.


Η τουρκοκυπριακή κοινότητα εφάρμοζε την πολιτική της Άγκυρας, που είχε καθοριστεί το 1956 από τον Νιχάτ Ερίμ, και ήθελε να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μελλοντική κατάργηση της Κ.Δ. και επανάκτηση της Κύπρου. Η επανένωση αποτελούσε στόχο για τα χρόνια πριν από το 1974, που ώς τότε οι δυο κοινότητες ζούσαν χωριστά.


Το 1974 η Τουρκία με την εισβολή της κατέκτησε ένα τμήμα του εδάφους της Κ.Δ., έκαμε εθνοκάθαρση εκδιώκοντας τους Έλληνες κατοίκους και ιδιοκτήτες της γης και συγκέντρωσε στο κατεχόμενο μέρος του νησιού όλη την τουρκοκυπριακή κοινότητα και μεγαλύτερο αριθμό εποίκων. Η νέα κατάσταση και οι αλλαγές που προξένησε η τουρκική εισβολή αποτελούν ένα πρόβλημα, που δεν μπορεί να λυθεί απλά με επανένωση. Ποια μέρη θα πρέπει να επανενωθούν;


Για να γίνει επανένωση των δυο κοινοτήτων, ακόμα και με τη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, πρέπει να προηγηθεί η απελευθέρωση του κατεχόμενου τμήματος της Κ.Δ. και η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων. Τότε θα μπορεί να γίνει η επανένωση των δύο κοινοτήτων. Θα μπορεί η τουρκοκυπριακή κοινότητα να ενταχθεί στην Κ.Δ., η οποία θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε Δ.Δ.Ο.


Έτσι η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα αναλάβει τη διοίκηση απελευθερωμένου τμήματος της Κ.Δ. και θα ενταχθεί στην Κ.Δ. ως συνιστώσα πολιτεία. Το ελεύθερο τμήμα της Κ.Δ. θα διοικείται από την ελληνοκυπριακή κοινότητα και θα αποτελεί την άλλη συνιστώσα πολιτεία. Η Κ.Δ. θα μετεξελιχθεί σε ομόσπονδο κράτος και οι δυο συνιστώσες πολιτείες θα μετέχουν στην κεντρική κυβέρνηση και τους άλλους θεσμούς της ομοσπονδίας.


Επομένως, η λύση δεν μπορεί να περιγράφεται απλά ως επανένωση. Είναι κάτι πιο σύνθετο και, κυρίως, προϋποθέτει την απελευθέρωση, την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων. Και φυσικά την Κυπριακή Ομοσπονδία, ως πλήρες μέρος της Ε.Ε., δεν μπορεί να την εγγυάται οποιαδήποτε άλλη χώρα και μάλιστα χώρα που δεν ανήκει στην Ε.Ε.


Οι πολιτικοί ηγέτες που μιλούν για επανένωση και «κολλούν τα σιείλη τους» αυτήν την επανένωση εννοούν; Ή, μήπως, ανέχονται την ένωση των ελεύθερων περιοχών με το εξαρτώμενο από την Τουρκία παράνομο κράτος, αφού πρώτα καταργηθεί η Κ.Δ.; Και κατανοούν ότι αυτού του είδους η επανένωση ισοδυναμεί με υποθήκευση του Ελληνισμού της Κύπρου στην Τουρκία και δημιουργεί τις προϋποθέσεις πρώτα για έλεγχο της Κύπρου από την Τουρκία και αργότερα για μεθοδική επανάκτηση της Κύπρου, σύμφωνα με τα σχέδια που κατήρτισε το 1956 ο Νιχάτ Ερίμ;


Ο όρος «επανένωση» είναι παραπλανητικός και επικίνδυνος, επειδή αποκρύβει την εισβολή, την κατοχή, τον εποικισμό και την επιδίωξη για διάλυση και κατάργηση της Κ.Δ. Η απελευθέρωση μήπως θεωρείται εθνικιστικός όρος;