Από τους S300 στους S400

Η παραγγελία από την Τουρκία του ρωσικού αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S400, που αποτελεί ένα από τα πλέον, αν όχι το πλέον σύγχρονο αντιαεροπορικό σύστημα στον κόσμο, μας υπενθυμίζει αναγκαστικά τη δραματική εξέλιξη της ιστορίας των S300 στην Κύπρο το 1998, όταν Αθήνα και Λευκωσία, θα λέγαμε περισσότερο Λευκωσία, κατόπιν πιέσεων της τότε ελληνικής Κυβέρνησης, αναγκάστηκε να πράξει το αδιανόητο για σοβαρό κράτος σε σχέση με παραγγελία οπλικών συστημάτων, δηλαδή να υποχρεωθεί φοβούμενη αυτούς για τους οποίους υποτίθεται έγινε η παραγγελία προκειμένου να την προστατεύσουν, δηλαδή την Άγκυρα, να τους μεταφέρει εκτός Κύπρου, στην Κρήτη, αντί να τους εγκαταστήσει στην Μεγαλόνησο, ως όφειλε.


Η Άγκυρα έρχεται σήμερα και δείχνει μιαν αποφασιστικότητα και μια θέληση σοβαρού κράτους, που υπερασπίζεται αυτό που θεωρεί συμφέρον της χώρας, παραγγέλλει τους S400 στη Μόσχα και πρόκειται να τους εγκαταστήσει στην Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα και ενώ συμβαίνει αυτή η εξέλιξη, ουδείς διαμαρτύρεται, ούτε καν η Αθήνα. Αυτό δείχνει πως έχουμε απέναντί μας μια χώρα που ξέρει τι θέλει, έχει δηλαδή στρατηγική, σχεδιάζει και αποφασίζει με βάση αυτό που κρίνει η ηγεσία της ως συμφέρον της χώρας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τι θα ήθελαν ή τι δεν θα ήθελαν οι τρίτοι, μικροί και μεγάλοι, εχθροί ή φίλοι.


Είναι μάλιστα ενδιαφέρον το γεγονός ότι έχει καταφέρει η Τουρκία να κερδίσει σε τέτοιο βαθμό την αυτονομία της διεθνώς, που εν προκειμένω οι ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ δεν τολμούν καν να την πιέσουν για το αντίθετο.


Η Αθήνα, πολύ περισσότερο μάλιστα η Λευκωσία, δεν θα διενοούντο να κάνουν τέτοια κίνηση, χωρίς να υπολογίσουν τις μετά βεβαιότητος αναμενόμενες αντιδράσεις του διεθνούς παράγοντα και εν προκειμένω των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας εξέλιξης εξαιρετικά δύσκολης για Αθήνα και Λευκωσία, η οποία αφενός μεν υπογραμμίζει μια επερχόμενη ανατροπή ισορροπίας ισχύος στην περιοχή και αφετέρου διαδηλώνει τη διαφορετικότητα τής συμπεριφοράς και εν προκειμένω της επιθετικής στάσης που ακολουθεί η Τουρκία στην παρουσία και τη δραστηριοποίησή της στο διεθνές σύστημα, σε αντίθεση με την Ελλάδα.


Όπως ήδη ανωτέρω αναφέραμε, η Τουρκία κινείται με βάση αυτό που θεωρεί εθνικό της συμφέρον αυτονόμως και ανεξαρτήτως άλλων παραγόντων που επηρεάζουν τις εξελίξεις στην περιοχή. Η περίπτωση των S400 τυγχάνει μιας διπλής ανάγνωσης. Πρώτον, δείχνει κατά τρόπο εξαιρετικά διαυγή το γεγονός ότι η Τουρκία αποφασίζει χωρίς να εξαρτά την θέλησή της από τον διεθνή παράγοντα, δηλαδή οποιοδήποτε τρίτο. Στην περίπτωση των S400 η ανατροπή του συσχετισμού ισχύος στην περιοχή δημιουργεί πρόσθετο πονοκέφαλο στην Αθήνα και στην Λευκωσία, που είναι υποχρεωμένες πλέον οι δύο χώρες του Ελληνισμού να σκεφθούν πώς θα αντιμετωπίσουν αυτήν τη νέα κατάσταση που δημιουργείται και πώς εξισορροπούν το νέο τουρκικό εξοπλιστικό πρόγραμμα.


Αυτό μετατρέπει την Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη, η οποία διεκδικεί την εμπέδωση της ηγεμονικής παρουσίας της στον ευρύτερο μεσογειακό και μεσανατολικό χώρο. Από την άλλη, οι επιλογές που έχουν πλέον η Αθήνα και η Λευκωσία είναι περιορισμένες, αφού έδειξαν πως όταν έπρεπε να το κάνουν δεν είχαν την απαιτούμενη αποφασιστικότητα, πράγμα που απομειώνει τη στρατηγική υπεραξία των δύο κρατών του Ελληνισμού. Τώρα πρέπει να βρουν έξυπνους τρόπους εξισορρόπησης της τουρκικής στρατηγικής παρουσίας και επιβουλής, χωρίς να φανούν πως ακολουθούν την Τουρκία στις επιλογές της, καλλιεργώντας την αίσθηση της «ουράς».


Αυτό το οποίο εσυνέβη με την Τουρκία τώρα πρέπει πέραν των άλλων να αποτελέσει μάθημα για τον Ελληνισμό, ο οποίος πρέπει να αντιληφθεί επιτέλους πως οι στρατηγικές επιλογές υπεράσπισης του εθνικού χώρου Αθήνας - Λευκωσίας είναι ευθύνη των δύο κρατών και των κυβερνήσεών τους, τα οποία πρέπει να αποφασίζουν χωρίς τον φόβο της αρνητικής στάσης τρίτων, αλλά με γνώμονα αποκλειστικά το συμφέρον του Ελληνισμού.


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία,
Πάντειο Πανεπιστήμιο