Ειδήσεις

Η ζωή στη «νεκρή ζώνη»

Από τη Δένεια ως τη Δερύνεια οι προκλήσεις του κατοχικού στρατού

Η εύφορη γη των Κοκκινοχωρίων, αλλά και η ανάγκη των κατοίκων για άσκηση του γεωργικού επαγγέλματος, έχει οδηγήσει στην αξιοποίηση ακόμα και των τελευταίων εκατοστών καλλιεργήσιμων εκτάσεων
Λίγες ημέρες μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων Λεύκας και Δερύνειας, που πραγματοποιήθηκαν στις 12 του μήνα εν μέσω πανηγυρισμών από το ψευδοκράτος, η προκλητικότητα των Τούρκων μετατράπηκε σε απύθμενο θράσος. Ο κατοχικός στρατός παρεμπόδισε Ελληνοκύπριους γεωργούς να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους στην κοινότητα της Δένειας, δήθεν ως αντίποινα στη μη παραχώρηση άδειας από την ΟΥΝΦΙΚΥΠ για επίσκεψη Τουρκοκυπρίων για προσκύνημα σε τζαμί της κοινότητας, μετά από απόφαση που έλαβε το ψευδο-υπουργείο εξωτερικών στις 9 Νοεμβρίου.


Η στάση του κατοχικού στρατού, βέβαια, δεν είναι διόλου τυχαία. Συχνές είναι οι προκλήσεις, αλλά και οι επεμβάσεις του εντός της γραμμής κατάπαυσης του πυρός ("νεκρής ζώνης", όπως επικράτησε να λέγεται) όπως και οι παρενοχλήσεις Ελληνοκυπρίων που καλλιεργούν τα χωράφια τους σε τέτοιες περιοχές.
Ναρκοπέδιο και πυροβολισμοί


Μεγάλος, πάντως, είναι ο αριθμός των γεωργών στην επαρχία Αμμοχώστου, οι οποίοι καλλιεργούν τις αγροτικές εκτάσεις που διατηρούν εντός της "νεκρής ζώνης" ή και σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ κοντά στα φυλάκια του κατοχικού στρατού. Η εύφορη γη των Κοκκινοχωρίων, αλλά και η ανάγκη των κατοίκων για άσκηση του γεωργικού επαγγέλματος, που αποτελεί την κύρια πηγή εσόδων, έχει οδηγήσει στην αξιοποίηση ακόμα και των τελευταίων εκατοστών καλλιεργήσιμων εκτάσεων.


Οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις απαντώνται στην περιοχή των Βρυσούλων, της Άχνας, της Δερύνειας και του Κάππαρη στο Παραλίμνι. Δέκα, περίπου, γεωργοί από Δερύνεια και Παραλίμνι καλλιεργούν, σήμερα, τις γεωργικές τους εκτάσεις εντός της νεκρής ζώνης που βρίσκεται ανατολικά του οδοφράγματος της Δερύνειας, μέχρι και την περιοχή του Κάππαρη.


Πολλοί γεωργοί καταγγέλλουν ότι τα περισσότερα προβλήματα στην περιοχή δεν έχουν να κάνουν με τον κατοχικό στρατό αλλά με την παρανομία που ανθεί εντός "νεκρής ζώνης", όπως η λαθροθηρία αλλά και οι κλοπές. Χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα της αγρότισσας Φωτεινής Παντελή, η οποία καλλιεργεί 15 εκτάρια εντός νεκρής ζώνης με πατάτες και σπαρτά, και που πρόσφατα έπεσε θύμα κλοπής φορτηγού οχήματος, ενώ συχνότερα είναι τα περιστατικά κλοπών στις περιοχές. Ο Γεώργιος Παύλου, από τη Δερύνεια, διατηρεί εκατό, περίπου, δεκάρια με εποχικές καλλιέργειες.


Για την πρόσβαση στην περιοχή της "νεκρής ζώνης" είναι, όπως ανέφερε στη “Σ”, υποχρεωτική η ετήσια συνάντηση με τα Ηνωμένα Έθνη, στα οποία προσκομίζονται τοπογραφικό της περιοχής, καθώς και αίτηση των εκταρικών επιδοτήσεων. Παρά το γεγονός ότι οι εκτάσεις του κ. Παύλου βρίσκονται σε απόσταση 150 μέτρων από το συρματόπλεγμα που χωρίζει τη "νεκρή ζώνη" με την κατεχόμενη περιοχή του Αγίου Μέμνονα, δεν υπήρξε, όπως δηλώνει, οποιοδήποτε περιστατικό με τον κατοχικό στρατό, καθώς η "νεκρή ζώνη", το πλάτος της οποίας σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνά το 1,3 χιλιόμετρο, βρίσκεται υπό τον έλεγχο της ΟΥΝΦΙΚΥΠ.


Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρει, υπάρχει συγκεκριμένη λωρίδα, πλάτους περίπου 50 μέτρων, η οποία, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, είναι ναρκοθετημένη και αποφεύγεται η οποιαδήποτε επέμβαση.
Δίπλα από τον κατοχικό στρατό


Παρόμοια, αλλά σε μερικές περιπτώσεις εντελώς διαφορετική, είναι η κατάσταση σε Άχνα και Βρυσούλες. Ο παλιός δρόμος Λάρνακας-Αμμοχώστου, που ενώνει την Άχνα με τις Βρυσούλες και τον προσφυγικό συνοικισμό της Αχερίτου, αποτελεί ουσιαστικά μία λωρίδα μήκους δέκα, περίπου, χιλιομέτρων και πλάτους που δεν ξεπερνά τα εκατό μέτρα και συνενώνει την ανατολική περιοχή των Βρετανικών Βάσεων, Δεκέλειας και Αγίου Νικολάου.


Λίγα μέτρα από τον δρόμο και σε απόσταση που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ξεπερνά ούτε τα 20 μέτρα βρίσκεται η γραμμή αντιπαράταξης, ενώ σε πολύ κοντινή απόσταση βρίσκονται εγκατεστημένες κατοχικές σκοπιές στις κατεχόμενες, σήμερα, περιοχές της Μακράσυκας, της Καλοψίδας και της Αχερίτου. Παρά την πολύ κοντινή απόσταση, πολλοί είναι οι γεωργοί από τις γύρω περιοχές, από Άχνα, Αχερίτου και Αυγόρου, οι οποίοι καλλιεργούν όση έκταση έχει απομείνει μέχρι το συρματόπλεγμα, βορείως του δρόμου.
Παρενοχλήσεις και απειλές


Αν και υπάρχουν περιπτώσεις γεωργών, όπως ο Λάμπρος Κωνσταντή από την Άχνα, που αναφέρουν ότι δεν είχαν ποτέ κανένα πρόβλημα, εκτός από τις κλοπές και τους λαθροθήρες, ο Νίκος Βάσιλας, γεωργός και πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Άχνας, ανέφερε στη “Σ” πως στο παρελθόν αντιμετώπισε πάρα πολλές φορές τις παρενοχλήσεις του τουρκικού στρατού. Σε εκτάσεις που καλλιεργεί βορείως του δρόμου Άχνας-Βρυσούλων, ο ίδιος ανέσκαψε το 1987 δύο γεωτρήσεις πολύ κοντά στο συρματόπλεγμα. Αποτέλεσμα ήταν να δεχθεί επίθεση από Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι με τις απειλές, όπως ανάφερε, των όπλων απαίτησαν το σφράγισμα των γεωτρήσεων, μετά και από παρότρυνση των Ηνωμένων Εθνών.


Λίγα χρόνια μετά, το 1994, δέχτηκε απειλή για πυροβολισμό από Τούρκους στρατιώτες, εξαιτίας μικρής εστίας πυρκαγιάς που ξέσπασε κοντά στο αγροτεμάχιό του και θεωρήθηκε υπαίτιος. Υπάρχουν εξάλλου και άλλες περιπτώσεις με προβλήματα που αντιμετωπίζουν γεωργοί, όπως περιοχές που θεωρούνται ναρκοθετημένες και καλλιεργούν σε πολύ κοντινή απόσταση, όμως, λόγω του μικρού αριθμού τους, οι περισσότεροι εξ αυτών δεν θέλησαν να εκφράσουν επώνυμα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, φοβούμενοι ενδεχόμενη μελλοντική παρενόχληση από τον τουρκικό στρατό.
Τον δολοφόνησαν για μια χούφτα σαλιγκάρια
Οι τουρκικές επιθέσεις εναντίον Ελληνοκυπρίων έφθασαν στο αποκορύφωμα το 1996, με τη δολοφονία των Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού στις 11 και 14 Αυγούστου αντίστοιχα, μετά την οργανωμένη πορεία των μοτοσυκλετιστών. Παρ’ όλα αυτά, την ίδια χρονιά, στις ίδιες περιοχές όπου καλλιεργούν τα χωράφια τους οι Αχνιώτες και Βρυσουλιώτες αγρότες, θύμα της τουρκικής θηριωδίας έπεσε ο Πέτρος Κακουλλής, από το Αυγόρου, πρόσφυγας από το κατεχόμενο Λευκόνοικο.


Στις 3 Οκτωβρίου 1996, ο 58 χρονών Κακουλλής μετέβη στην περιοχή της Άχνας βορείως του δρόμου, κοντά στο συρματόπλεγμα, για να μαζέψει σαλιγκάρια. Σε μαρτυρία του ο γαμπρός του, Πανίκος Χατζηαθανασίου, είχε δηλώσει στην εφημερίδα μας, στις 14 Οκτωβρίου 1996, ότι τον είδε από απόσταση 200 μέτρων να στέκεται με τα χέρια ψηλά, αφού προηγουμένως αντιλήφθηκε τις προειδοποιήσεις των κατοχικών στρατευμάτων. Παρ’ όλα αυτά, δύο στρατιώτες του Αττίλα τον πυροβόλησαν από κοντινή απόσταση.


Αργότερα, η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταδίκασε, διά βοής, τη δολοφονία του Πέτρου Κακουλλή από τις τουρκικές δυνάμεις κατοχής, ενώ ζήτησε τον εντοπισμό των υπαιτίων και την προσαγωγή τους ενώπιον της Δικαιοσύνης. Στις 22 Νοεμβρίου 2005, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέδωσε καταδικαστική απόφαση εναντίον της Τουρκίας, στην οποία αναφέρεται ότι ο Κακουλλής σκοτώθηκε από Τούρκους στρατιώτες, ενέργεια που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο χαρακτηρίζει αδικαιολόγητη, και επισημαίνει πως δεν έγινε απολύτως καμία διερεύνηση μετά την εν ψυχρώ δολοφονία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε ποσό 30.500 ευρώ ως αποζημίωση στην οικογένεια του Κακουλλή και ποσό 20.000 ευρώ ως έξοδα.