Τοπικά

Το θρυμματισμένο τοπίο του άστεως

Λευκωσία: Όχι ένας κοινωνικός χώρος ζωής, αλλά ένας μαίανδρος συνεχών μεταβάσεων

Κάνοντας μιαν αναγκαστική παύση από την ατέρμονα περιστροφή των μεταβάσεων στην ασύδοτη πολεοδομία της πρωτεύουσας μού ήρθε στο μυαλό το καίριο, γι’ αυτό επίκαιρο, πάντοτε, κείμενο του Κώστα Αξελού, «Η πόλη-πρόβλημα». «Πρόκειται για την πόλη. Πρόκειται για το πρόβλημα. Πρόκειται πριν απ’ όλα για ένα ενωτικό σημείο που συνδέει την πόλη και το πρόβλημα. Πρόκειται για την πόλη-πρόβλημα», έγραφε ο μεγάλος φιλόσοφος.


Την πόλη ως πρόβλημα ιστορικό, ως πρόβλημα πολιτικό, κοινωνικό, αισθητικό, ανθρωπογεωγραφικό, χωροταξικό, ως πρόβλημα ζωής και κυριαρχίας, καθώς, πάντα, η πόλη, είναι πόλη «του χώρου και του χρόνου», τη διασχίζουν πολλαπλές χρονικότητες, γεννά τους χώρους, «ριζώνει μέσα στον ‘κόσμο της ζωής’», «διανοίγει και προσφέρει τόπους -χρονικούς πάντα- που, θεσμιζόμενοι, θεσμιζόμενοι οι ίδιοι, ελευθερώνουν και γεννούν χώρους ζωής”», συνδέει το κοντινό με το απόμακρο, περικλείει την αναγέννηση και την καταστροφή... Μες στη ζωή της πόλης, «η επιθυμία για ζωή και η θέληση για ζωή τέμνονται με την επιθυμία του θανάτου και τη θέληση του θανάτου, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου ξεχύνονται οι δυνάμεις της λήθης».


Η Λευκωσία, μέσα στην πολύμορφη και αντιφατική συνθετότητά της, τα περικλείει όλα τούτα. Στο βαθύτερο και, παράδοξα, πιο ακραίο σημείο αυτής της τομής, εκεί που μετεωρίζεται ο χρόνος και ο χώρος περι-κλείεται, η πόλη ορθώνεται σχεδόν ανείπωτη. Κι αν αντέχεις να τη βλέπεις σαν κάτι που παραπαίει και εκφυλίζεται στον χρόνο, είναι γιατί την κοιτάς μ’ εκείνο το βλέμμα που σώζει τη μεγαλοπρέπεια των πραγμάτων μες στη φθορά. Ένα πρώτο σημείο προσήλωσης: το αναφαίρετο του τόπου. Ένα δεύτερο σημείο προσήλωσης, υπαγμένο στο πρώτο, η ευθύνη των ανθρώπων: Οι άνθρωποι, οι χώροι, οι χρονικότητες...


Η Λευκωσία κοντά στη διαχωριστική γραμμή φαντάζει βουβή και απρόσωπη. Το βίαιο πέρασμα της ιστορίας άφησε, θαρρείς, παντού, την αλλόκοτη διαύγεια του ανεπανόρθωτου. Κατεστραμμένα κτίσματα, ξεφλουδισμένοι σουβάδες, επίφοβες, χορταριασμένες επικράτειες, ξεθωριασμένα γκράφιτι, σαν αποκηρυγμένα απομνημονεύματα στους τοίχους. Μια σκοτεινή πλευρά, στο απειλητικό ημίφως, πέρα από τους αμήχανους συνωστισμούς των βηματισμών μας.


Όπως στις φωτογραφίες του Θοδωρή Τζαλαβρά - «Nicosia in Dark & White». Η Λευκωσία στο μαύρο και το άσπρο. Αλλά δεν είναι, απλώς, μια περαστική επίσκεψη. Είναι η προσήλωση της μνήμης, μέσα από τις κερματισμένες εικόνες του παρόντος, σ’ αυτό που μπορεί να επέλθει ως η αποκατεστημένη ευγένεια μιας ζωντανής ομιλίας των πραγμάτων, όπου το νόημα της εγκατάλειψης δεν θα είναι πια ο θάνατος, η συντριμμένη φυγή, η ανήμπορη καρτερία. Αλλά, η αναζήτηση μιας απροσδιόριστης διαύγειας, που αχνοφέγγει στο ζοφερό ανάβλυσμα των πραγμάτων, για να μεταφέρει, σαν ένα ανέλπιστο φωτεινό οδόσημο σε σκοτεινό δρόμο, στην αθέατη πλευρά του ιδίου μας του εαυτού.


Από την άλλην, η εκτός των τειχών πόλη, «ξεχειλωμένη», σύμφωνα με την έκφραση του αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Ανδρέα Σαββίδη, σε μια σχεδόν περιαστική άναρχη διασπορά, που ανακατανέμει, υπέρ της αγοράς και της εμπορευματοποίησης, τις κυριαρχίες και τις κυριότητες. Βορά στον Μολώχ μιας ανοικονόμητης ανάπτυξης, που έχει σαρώσει στο πέρασμά της τις υλικές υποθήκες των πραγμάτων και των χώρων, χρεώνοντάς μας μακάβριους λογαριασμούς, αυξάνοντας τις παρεμβάσεις, τις ρυθμίσεις, τις απαγορεύσεις.


Έχει πάψει, πια, να είναι εκείνος ο ανεξίκακος τόπος της ευμένειας που ήταν κάποτε η πόλη, με τα ευπροσήγορα βλέμματα των περαστικών, τη μετρημένη αρχιτεκτονική καλαισθησία, την ευπρέπεια των τρόπων και στην πιο ταπεινή, ακόμη, χειρονομία, τους φιλόξενους δρόμους με την πλημμύρα μιας ανόθευτης ανθρώπινης ύλης να τους διασχίζει, τις μοσχομύριστες αυλές με τα γιασεμιά και τους λεμονανθούς, τις υπερώες μουσικές να βγαίνουν από τα παράθυρα και τις αυλόπορτες, τις φωνές των ντελάληδων και των πωλητών με τη φιλική όψη της λίγδας στα ρούχα και στα χέρια.


Γιατί η πόλη, «τόπος της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής όσο και τόπος της συλλογικής ζωής και πεδίο χειραφέτησης και ανατροπής», «ακούγεται σαν μουσική, όπως και διαβάζεται σαν έλλογη γραφή» έγραφε ο Ανρί Λεφέβρ στο «Δικαίωμα στην πόλη», μιλώντας, ουσιαστικά, για την «πόλη ως δικαίωμα».
Μια πόλη για τα αυτοκίνητα, όχι για τους ανθρώπους...


Πώς είναι, λοιπόν, να ζεις σε μια πόλη, που είναι ήδη, μέσα στο μυαλό σου και έξω από αυτό, ένα πρόβλημα και, ως δικαίωμα, έχει απεμποληθεί, σχεδόν, διά παντός; Μια πόλη που φθίνει καρτερικά, παίρνοντας, θαρρείς, τη χροιά του ομοιώματος, σε μια «φλύαρη» νεκροφάνεια; Τότε, σε βοήθεια της πόλης, σπεύδει, όπως λέει πάλι ο Αξελός, η πολεοδομία, αυτή «η θεωρία και η πρακτική των πόλεων», οι διάφορες πολεοδομίες «που πολλαπλασιάζονται σαν καρκίνοι» στο σώμα της πόλης, αυτού του «καρκίνου που υγιαίνει», κατά τον Λε Κορμπυζιέ.


Ή, η πολεοδομία ως προβληματισμός για την «πόλη-πρόβλημα»,


που πολλαπλασιάζεται σε -ισμούς, συγχρονισμένα με τις όψεις και τις ψηφίδες της ανομοιομορφίας της.


Ως αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, σημειώνει ο Ανδρέας Σαββίδης, μπορώ να εκφέρω μερικούς προβληματισμούς για τη Λευκωσία και με αφορμή αυτήν, τις πόλεις μας, μέσα στην αμήχανη μετα-νεωτερική συνθήκη.


«Η εντός των τειχών και η εκτός των τειχών πόλη... Η πρώτη, με την ανθεκτική, ακόμη, δόμηση και τη συμπαγία της, η δεύτερη με την άναρχη εξάπλωσή της στον χώρο, σαν ξεχειλωμένο δίκτυ, που μοιάζει, περισσότερο, με περιαστική διασπορά, παρά με αστική συγκέντρωση και που υφαρπάζει όλον τον δυναμισμό του παρόντος. Η δυναμική της πρωτεύουσας διοχετεύεται, σήμερα, σχεδόν ολόκληρη στα Mall και στις άλλες συγκεντρώσεις της αγοράς και όχι στο ιστορικό κέντρο, που άλλοτε έσφυζε από ζωή».


Είναι το φάντασμα της μοιρασμένης πόλης, που, δυστυχώς, μας έμαθε «να σκεπτόμαστε τη Λευκωσία διαιρεμένη και όχι ως ενιαίο σύνολο», σαν μια ανεπανόρθωτη ραγισματιά στο σώμα της ιστορίας.


Κι όμως, τονίζει, «επιβάλλεται να τη συλλάβουμε ενιαία, με όλο το αξόδευτο, ακόμα, ιστορικό απόθεμά της», που υπερχειλίζει στα μνημεία, στους δρόμους και τις υλικές αναφορές της.


Άλλη μια ασυμμετρία, ανάμεσα σ’ ένα παρελθόν που εκβάλλει αργόσυρτα σ’ ένα διαμελισμένο παρόν και σ’ ένα παρόν που ξεχύνεται με ασυλλόγιστη ορμή στο μέλλον.


Το κύριο πρόβλημα της πρωτεύουσας, όπως και των υπόλοιπων πόλεών μας, επισημαίνει, «είναι η έλλειψη κοινωνικής ζωής, η απουσία ζωντανών χώρων που να ελκύουν τους ανθρώπους στην πόλη, τις οποίες χρησιμοποιούμε, απλώς, ως σημεία μετάβασης. Διάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από την πλήρη κυριαρχία του αυτοκινήτου και την έλλειψη εναλλακτικών τρόπων μεταφοράς. Ακόμη και στα πεζοδρόμια, που προορίζονται για τους πεζούς, τοποθετούμε αυτοκίνητα, ενώ σχεδόν όλοι οι ‘κενοί’ χώροι στην πόλη χρησιμοποιούνται για στάθμευση».


Αυτό έχει ως συνέπεια να «μη ζούμε, πραγματικά, τους χώρους και ό,τι τους συνέχει -την επαφή, την επικοινωνία, την περιδιάβαση, την κοινωνικότητα, την αλληλόδραση-, καθώς προέχει η αυτοκινητική κίνηση, η οποία καλύπτει τα πάντα».


Εδώ, υπογραμμίζει, εγείρεται το μείζον ζήτημα της κινητικότητας στην πόλη, που, «κατά τη γνώμη μου, μπορεί να αντιμετωπιστεί κυρίως μέσα από τις συνέργειες ανάμεσα σε χρήσεις και ζώνες, και τον καθορισμό κυριοτήτων χρήσεων. Κυριότητες χρήσης θα μπορούσαν, λ.χ., να είναι οι θεματικές συγκεντρώσεις στον χώρο θεάτρων, πολιτιστικών κέντρων, αιθουσών τέχνης, αντί της διασποράς τους, όπως συμβαίνει τώρα. Δυστυχώς, και στην εντός των τειχών πόλη, πέρα από τη Λήδρας και την Ονασαγόρου και, ενδεχομένως, την περιοχή της Πύλης Αμμοχώστου, δεν μπορέσαμε να αναδείξουμε μια παραγωγική ανάμειξη χρήσεων, ούτε δημιουργήσαμε κίνητρα γι’ αυτές».


Ως εκ τούτου, «οι συνέργειες μεταξύ των διαφόρων θεσμών, που εδράζονται, μάλιστα, στα δημοτικά όρια, όπως το Τμήμα Αρχαιοτήτων, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, ο Δήμος κ.ά., με φόντο το μεγάλο ιστορικό απόθεμα της πόλης, είναι αναγκαίες για την αναζωογόνηση της πρωτεύουσας. Επιβάλλεται, λοιπόν, ένα σύγχρονο αρχιτεκτονικό πλάνο, που να ανακατανέμει και να ενισχύει τις κυριότητες της πόλης, εξισορροπώντας τις διάφορες αναπτύξεις».
Ένα πολεοδομικό έμφραγμα στην καρδιά της πόλης


Μια πόλη ενσωματώνει και, ταυτόχρονα, ανοίγεται στον χρόνο, «οι τόποι (της) δεν είναι απλά χωρικοί: προδιαθέτουν για τον χώρο, που διέπεται από τον χρόνο. Η πόλη, συνεπώς, υπάρχει κι αυτή μέσα στις διαστάσεις του χρόνου».


Η νέα κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας, στο σχέδιο της διάσημης αρχιτέκτονος Ζάχα Χαντίντ, εξέφραζε την επιθυμία, η πόλη, εκεί ακριβώς στο σημείο διατομής του παλιού με το σύγχρονο, να μπορέσει να εκφράσει, με τρόπο δραστικά παραστατικό, τη σχέση με το μέλλον, με ένα έργο εξαιρετικής «κινητικότητας» που να απεικονίζει τις αναδυόμενες κινητικότητες της κυπριακής κοινωνίας. Φιλοδοξία, ωστόσο, που, λόγω της αβελτηρίας των αρμοδίων, εξέπεσε, κωμικοτραγικά, στην... οξύμωρή της διάψευση, καθιστάμενη «σύμβολο» αδήριτα κληροδοτημένων αγκυλώσεων και μιας αγκίστρωσης στο παρελθόν, που ακυρώνει τον χρόνο. Με αποτέλεσμα, να αποτελεί, σήμερα, ένα πραγματικό πολεοδομικό... έμφραγμα στην καρδιά της πόλης (!), και μια δεύτερη γραμμή διαίρεσης στο πολύπαθό της σώμα.


Ο πολεοδόμος-αρχιτέκτονας Σωκράτης Στρατής, προεκτείνοντας τον προβληματισμό για την ανολοκλήρωτη, ακόμη, πλατεία, επισημαίνει πως ήδη εμφανίζεται μια «ασυμμετρία» ανάμεσα στη διαδικασία και το αποτέλεσμα, καθώς «αυτό που θα προκύψει, δεν είναι απλώς το σχέδιο της Χαντίντ, αλλά ένα έργο κατάστικτο από τους ποικιλώνυμους περιορισμούς του Δήμου, που αφορούν, κυρίως, τις χρήσεις».


Επιπρόσθετα, τονίζει, «η κλίμακα του χώρου αλλάζει δραστικά», με... θύμα τα ιστορικά ενετικά τείχη, ό,τι, σημαντικότερο, από αρχαιολογική άποψη, έχει να παρουσιάσει η πρωτεύουσα, αφού «τα τείχη, αντί να αναδεικνύονται, καλύπτονται».


Προσδίδεται, ταυτόχρονα, σημειώνει, «υπερβολική λεπτομέρεια στα υλικά (μάρμαρο), γεγονός που αντικατοπτρίζει, μ’ έναν τρόπο μονοδιάστατο, τη δημόσια χρήση του χώρου».
Το βίωμα του χώρου


Ένα από τα προβλήματα στη στάση μας έναντι της αρχιτεκτονικής είναι ότι αντικρίζουμε τα κτίρια μονοσήμαντα, σαν αντικείμενα, και όχι ως χώρους που έχουν μια δημόσια παρουσία και επηρεάζουν τη ζωή της πόλης, επισημαίνει η ιστορικός/αρχιτέκτονας Παναγιώτα Πύλα, για να προσθέσει. «Υπερεκτιμούμε τον συμβολισμό που θα έχει, λ.χ., ένα ψηλό κτήριο, αλλά δεν κατανοούμε το βίωμα του χώρου, που είναι, εν τέλει, αυτό που μένει ως εντύπωση. Δεν μας ενδιαφέρει, δηλαδή, πώς βιώνεται και χρησιμοποιείται ο χώρος, και, δυστυχώς, αυτό το πνεύμα διαπνέει και όλους τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς που κάνουμε και, συνακόλουθα, το πώς δομούμε και οικοδομούμε τις πόλεις μας».


Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που αναδεικνύεται μέσα σε μια... περίοπτη προβληματικότητα στη Λευκωσία αλλά και γενικά στην Κύπρο είναι η σχέση και η συνύπαρξη του παλιού με το νέο, «ένα πρόβλημα, βεβαίως, που υπάρχει σχεδόν παντού... Το θέμα, ωστόσο, είναι πώς αρθρώνεις αυτήν τη σχέση, πώς κάνεις να διαπλέκονται ο παλιός και ο νέος πολεοδομικός ιστός», τονίζει.


«Είναι, γεγονός, ασφαλώς, ότι κληρονομήσαμε πολλά προβλήματα στην πρωτεύουσα, λόγω της διαίρεσης, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τη διαχείριση που επιβάλαμε στα πράγματα. Το παραδοσιακό, πρέπει να αντικρίζεται ολικά, πέρα από την αισθητική του σημασία, ως βιωματική ένταξη στον χώρο. Σημασία έχει η κοινωνική υπόσταση του χώρου και πώς επιδρά στην κοινωνική ζωή», προσθέτει, «άρα, σημασία έχει πώς ένα κτήριο δένει με τη ζωή και τις διάφορες δραστηριότητες της πόλης - κοινωνικές, οικονομικές, εμπορικές, πολιτιστικές».


Ένα σύγχρονο φαινόμενο των κυπριακών πόλεων είναι αυτό της ανέγερσης ουρανοξυστών -με τη Λεμεσό και τη Λευκωσία να έχουν τα πρωτεία-, γεγονός που, αναπόφευκτα, αλλάζει την όψη του αστικού χώρου, δημιουργώντας οικοδομικές «επεκτάσεις» εις ύψος.


Το θέμα δεν αφορά την κλίμακα, επισημαίνει η κ. Πύλα, αλλά τι ένα κτήριο δίνει και προσφέρει στην πόλη. Για παράδειγμα, «στη Νέα Υόρκη οι ουρανοξύστες δεν έγιναν για τη... λατρεία του ύψους, ούτε για να εντυπωσιάζουν, αλλά για να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής και της καθημερινότητας. Ικανοποίησαν, με τον τρόπο αυτό, τον αναγκαίο διάλογο ανάμεσα στο ιδιωτικό συμφέρον και τον δημόσιο χώρο, σεβόμενοι τη σημασία αυτού του τελευταίου. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πώς τα ιδιωτικά κτήρια δεν θα διαβρώνουν τον δημόσιο χώρο και όχι η κλίμακά τους. Αυτό το κριτήριο θεωρώ ότι πρέπει να αποτελεί και τον γνώμονα των δικών μας επιλογών και αποφάσεων».