Παραπολιτικά

Τουρκικό ερντογανικό μέλλον

Ο Ελληνισμός πρέπει να προετοιμαστεί για αντιμετώπιση των κινδύνων και απειλών του σήμερα και του αύριο, που μετά βεβαιότητος επέρχονται, έτσι ώστε μόνοι και μετά συμμάχων να είμαστε έτοιμοι και αποτρεπτικά ισχυροί να υπερασπιστούμε ένα δύσκολο μέλλον, που μας επιφυλάσσει η περιοχή, αλλά και οι τουρκικές επεκτατικές βλέψεις που είναι απολύτως προβλέψιμες
Κατά τη γνωστή έκφραση «Ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς», μπορεί κανείς και σήμερα ενόψει της νέας εποχής που ανατέλλει στην Τουρκία, να αναφωνήσει σε διαφορετικά συμφραζόμενα «Ο Κεμαλισμός απέθανε, ο Ερντογανισμός κυριαρχεί». Το τουρκικό κράτος οικοδομήθηκε από το 1923 και εντεύθεν στη θεμελιακή αντίληψη του Κεμαλισμού, που ήταν διαρθρωμένη κρατική ιδεολογία ως κυριαρχούσα δομή του πολιτικού συστήματος. Αυτό σημαίνει πως ο Κεμαλισμός αποτελούσε την παραγωγική διάσταση πολιτικής και πολιτισμού, ιδεολογίας και κοινωνικοποίησης των ανθρώπων από την οικοδόμηση του τουρκικού κράτους μέχρι και την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία.


Ο Φρανζ Ρονεμπέργκερ, σε μια διαχρονικά δοκιμασμένη προσέγγιση του τουρκικού φαινομένου, συνήθιζε να υπογραμμίζει πως «ο Κεμάλ κυβερνά από το μαυσωλείο». Αυτό σήμαινε την ταύτιση του νεοπαγούς τουρκικού πολιτικού συστήματος με το πρόσωπο και την πολιτική φυσιογνωμία του ιδρυτή του, του οποίου η προσωπικότητα διαχέετο σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα από ιδρύσεως και εντεύθεν. Το μαυσωλείο ήταν ο χώρος όπου επισήμως ενταφιάστηκε ο Κεμάλ και, σύμφωνα με την προσέγγιση του Ρονεμπέργκερ, η επιρροή που ασκούσε στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας διαχρονικά ήταν τόσο ισχυρή που έδινε την αίσθηση της οιονεί παρουσίας του, δηλαδή ασκούσε εξουσία ωσάν να ήταν εν ζωή.


Ο Κεμαλισμός σηματοδότησε την ολοκληρωτική απομάκρυνση της τουρκικής κοινωνίας, λαού, έθνους και κράτους από την οθωμανική και ισλαμική παράδοση και τον εναγκαλισμό του πολιτικού συστήματος με τις αξίες και τις πολιτικές προδιαγραφές του δυτικόστροφου κοσμικού κράτους. Αυτή η αντίληψη, η οποία διήλθε διαφόρων κρίσεων σύγκρουσης με τις πραγματικότητες της τουρκικής, μουσουλμανοκρατούμενης κοινωνίας, σήμερα περνά κρίση ως προς τη θορυβώδη και επιθετική παρέμβαση της ηγετικής φυσιογνωμίας του Ερντογάν. Οι μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις του Τούρκου Προέδρου, που είχαν ως επιστέγασμα το νέο σύνταγμα, λειτουργούν επιθετικά στην κοινωνία, διαμορφώνοντας ένα ιδιότυπο ισλαμοκοσμικό μοντέλο μιας sui generis πορείας της Τουρκίας στη νέα περίοδο της ιστορίας της, όπου επιχειρείται η συμφιλίωση του νεοοθωμανισμού με τον ερντογανικό εθνικισμό.


Ο Κεμαλισμός θέλησε να αποσυνδεθεί πλήρως και ολοκληρωτικά η Τουρκία, που ο ίδιος ο Κεμάλ ίδρυσε και της οποίας το μέλλον δρομολόγησε, από το οθωμανικό και ισλαμικό κοινωνικοπολιστικό παρελθόν της. Μετά την άνοδο του Ταγίπ Ερντογάν στην ηγεσία της χώρας εμπεδώθηκε κατά τρόπο ταχύτατο και ιδιαιτέρως δυναμικό η αντίληψη μιας κυρίαρχης πολιτικής δομής, που αναπτύσσει, διαρθρώνει ένα μονοκρατικό, απολυταρχικά αυταρχικό μέλλον για την γείτονα.


Αυτό σημαίνει μια διακυβέρνηση, που όχι μόνο δεν προσομοιάζει διόλου προς τα ευρωπαϊκά και τα δυτικά πολιτικά θέσμια και πρότυπα, αλλά παραπέμπει σε μορφές σουλτανικής διοίκησης παρελθόντων αιώνων. Πρέπει να υπογραμμίσει κανείς πως εν αντιθέσει προς τις παραδόσεις και τις κρατούσες θεσμικές και πολιτικές αντιλήψεις του τουρκικού κράτους ως προς τον ρόλο του στρατεύματος, το οποίο αποτελούσε από γενέσεως του κράτους τον θεματοφύλακα της χώρας και του πολιτικού συστήματος, η σημερινή ηγεσία έχει θέσει το στράτευμα εκτός πολιτικού χώρου, έχει δημιουργήσει το δικό της σύστημα ασφάλειας και στρατογραφειοκρατίας, το οποίο λειτουργεί, όχι ως ξεχωριστό τμήμα του πολιτικού συστήματος, αλλά ως παράρτημα της ερντογανικής εξουσίας.


Ενώ λοιπόν το τουρκικό μέλλον προδιαγράφεται με σαφήνεια και προβλεψιμότητα ως κατά τα ανωτέρω, το ζήτημα που τίθεται κατά τρόπο επιτακτικά άμεσο είναι: Τι μέλλει κατόπιν τούτου γενέσθαι με την Ελλάδα και την Κύπρο; Δεν είναι εν προκειμένω λίγοι εκείνοι που αναπνέουν ανακουφισμένοι, διατηρώντας την ψευδαίσθηση πως ο Ταγίπ Ερντογάν τώρα ως απόλυτος ηγέτης της Τουρκίας, θα αντιμετωπίσει τις χώρες του Ελληνισμού, Κύπρο και Ελλάδα, με την μεγαλοσύνη και τη φιλευσπλαχνία ενός μεγάθυμου αδιαμφισβήτητου ηγέτη! Οποία επικίνδυνη ψευδαίσθηση.


Υπομνηματίζεται εν προκειμένω πως η αναθεωρητική τουρκική πολιτική ήταν πάντοτε μέρος της στρατηγικής της Άγκυρας ήδη από την εποχή του Κεμάλ, έστω και εάν διακηρυσσόταν το γνωστό «Ειρήνη στον κόσμο, ειρήνη στην Τουρκία». Στην πραγματικότητα σχέδια, όπως το «Αττίλας» ή ο εποικισμός και η κατάργηση του αυτοδιοίκητου της Ίμβρου και της Τενέδου, αποτελούσαν σταθερά και αναπόσπαστα τμήματα της τουρκικής εθνικής στρατηγικής. Η τουρκική εθνική στρατηγική πηγάζει από τη θέληση της τουρκικής ηγεσίας που ακολούθησε τον Κεμάλ να προχωρήσει σε εφαρμογή σχεδίου ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια νέα μορφή, πράγμα που εκδηλώνεται σήμερα σε διάφορες διαστάσεις και κατευθύνσεις.


Η κατευναστική πολιτική που εφαρμόστηκε κατά περιόδους από κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου, όχι μόνο δεν έφερε την ειρήνη, αλλά αποθράσυνε το «θηρίο», δηλαδή η Τουρκία έγινε επιθετικότερη. Είναι καιρός, αναθεωρώντας την πολιτική μας εκ βάθρων, να επιστρέψουμε στο δόγμα της εφαρμογής της αποτρεπτικής εθνικής ισχύος, αντίληψη πολιτικής που κατανόησε σε βάθος και εφάρμοσε ο Ανδρέας Παπανδρέου τη δεκαετία του 1980 και αρχές του 1990, διασφαλίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ειρήνη στο Αιγαίο και την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της χώρας.


Ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε συγκυριών και εξελίξεων, τοπικών και διεθνών, οφείλουμε να κατανοήσουμε το γεγονός ότι ο Ερντογάν, δηλαδή το σημερινό καθεστώς της Άγκυρας, είναι αποφασισμένο να προχωρήσει σε ενέργειες που να οδηγούν σε αναθεώρηση των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάννης και των Παρισίων. Επομένως, η ερντογανική Τουρκία, όχι μόνο δεν προσομοιάζει ουδόλως προς αυτό που ξέραμε ως Τουρκία μέχρι σήμερα, αλλά πρόκειται για μια εξόχως αναθεωρητική και επεκτατική δύναμη, όχι μόνο έναντι της Κύπρου και της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής.


Αυτό σημαίνει για εμάς ως Ελληνισμό την υποχρέωση της προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των κινδύνων και απειλών τού σήμερα και τού αύριο, που μετά βεβαιότητος επέρχονται, έτσι ώστε μόνοι και μετά συμμάχων να είμαστε έτοιμοι και αποτρεπτικά ισχυροί να υπερασπιστούμε ένα δύσκολο μέλλον, που μας επιφυλάσσει η περιοχή, αλλά και οι τουρκικές επεκτατικές βλέψεις που είναι απολύτως προβλέψιμες. Αυτό θα μας επιτρέψει να υπερασπιστούμε την εθνική μας ελευθερία, την ανεξαρτησία, την υπόσταση και τον πολιτισμό μας.


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία,
Πάντειο Πανεπιστήμιο