Πολιτισμός

«Ένας κόσμος που χάθηκε»

Το απόσταγμα της αφήγησής της είναι η πίκρα για τον ξεριζωμό από τη Μόρφου, την πόλη όπου μεγάλωσε και έζησε μαζί με την οικογένειά της τα καλύτερά της χρόνια. Με μια μαεστρία που πιθανώς εκλύεται από την φιλολογική της υπόσταση, καταφέρνει με λόγο λιτό και μη επιτηδευμένο, με υφή λογοτεχνική, να ξεδιπλώσει εν είδει ημερολογίου όλους τους χαρακτήρες που συνέθεσαν το φιλμ της δικής της ζωής

Ξεκίνησα να διαβάζω με κάποια καχυποψία (χωρίς σοβαρή αιτία) τις «γλυκόπικρες αναμνήσεις από την Κύπρο του χθες» της Τούλας Χατζηκωστή, συγγραφέως του βιβλίου «Ένας κόσμος που χάθηκε» (εκδ. Γερμανός, 2018). Το τελείωσα ενθουσιασμένος.


Είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο αναμνήσεων όπου η βιογραφία, η ηθογραφία, η τοπογραφία και η Ιστορία του νησιού της Αφροδίτης συναντώνται και η ζώσα κυπριακή τραγωδία ξεδιπλώνεται με ματιά όχι τόσο πολιτική, όσο ανθρώπινη.


Η Τούλα Χατζηκωστή, σύζυγος του Κώστα Ν. Χατζηκωστή (που στις 3 Φεβρουαρίου 1976 ίδρυσε το εκδοτικό συγκρότημα ΔΙΑΣ με την κυκλοφορία της καθημερινής πρωινής εφημερίδας «Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ »), κατάφερε ένα αφήγημα με 38 «αυτοτελή επεισόδια» που συνδέονται μεταξύ τους με ένα λεπτό και ευαίσθητο νήμα: την αγάπη για την πατρίδα Κύπρο, για τη γη της λεμονιάς και της ελιάς, τον τόπο που η ίδια γεννήθηκε και μεγάλωσε, τον τόπο που ρίζωσε και ξεριζώθηκε. Επεισόδια που ξεκινούν από την άφιξή της ως παιδί στην πόλη της Μόρφου και κλείνουν με το κυπριακό «σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις» του ξεριζωμού που προκάλεσε ο Αττίλας το ’74: «Ο Θεός δε θα μας αφήσει να χαθούμε. Στο τέλος θα γυρίσουμε πίσω στο σπίτι μας. Η Μόρφου μας είναι εκεί και μας περιμένει. Θα γυρίσουμε... θα το δεις».
Πολιτικοποιημένο άτομο η ίδια, έζησε από κοντά όλες τις φάσεις που συνθέτουν την τραγωδία της Κύπρου, από τον ενθουσιασμό του αντάρτικου κατά της Αγγλοκρατίας με την ΕΟΚΑ Α την 1η Απριλίου 1955 μέχρι τους προβληματισμούς για την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Κύπρου τον Αύγουστο 1960 και τις θηριωδίες του Αττίλα 1 και 2 το καλοκαίρι του 1974. Με τη σοφία της εμπειρίας που διαθέτει πλέον, χωρίς να απαρνείται όσα έζησε όπως τα έζησε, βάζει έναν αστερίσκο (πιθανώς αυτοκριτικό) με τρόπο που αρμόζει σε μυθιστορηματική γραφή: η γιαγιά της ως προάγγελος των κακών που τότε έμελλε να συμβούν, επαναλαμβάνει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους με διαφορά ετών, ως προτροπή-συμβουλή απέναντι στον γνήσιο πατριωτικό ενθουσιασμό: «Εγώ σας το είπα. Θα διώξετε τους Εγγλέζους και θα φέρετε τους Τούρκους. Θα το δείτε».
Το απόσταγμα της αφήγησής της είναι η πίκρα για τον ξεριζωμό από τη Μόρφου, την πόλη όπου μεγάλωσε και έζησε μαζί με την οικογένειά της τα καλύτερά της χρόνια. Με μια μαεστρία που πιθανώς εκλύεται από τη φιλολογική της υπόσταση, καταφέρνει με λόγο λιτό και μη επιτηδευμένο, με υφή λογοτεχνική, να ξεδιπλώσει εν είδει ημερολογίου όλους τους χαρακτήρες που συνέθεσαν το φιλμ της δικής της ζωής: τους παππούδες, τους θείους, την οικογένεια, τους φίλους, τον «θρύλο» στρατηγό Γρίβα που έγινε ίνδαλμα εκείνη την εποχή για πολλούς νέους στην Κύπρο, τον Μακάριο που αποτέλεσε μορφή για τον κυπριακό λαό στις κρίσιμες δεκαετίες, τους συναδέλφους της στον καιρό της προσφυγιάς.


Στήνει και το σκηνικό συστήνοντάς μας τους τόπους και τους χρόνους που τη διαμόρφωσαν και, μαζί με αυτήν, χιλιάδες νέους της μεγαλονήσου: από το πατρικό σπίτι και τις μαγειρικές της μητέρας της, τη γειτονιά της Μόρφου και τα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα, την υποδοχή του Γρίβα στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1959, τις συνθήκες του Λονδίνου, το «μεγαλύτερο πάρτι» της ζωής της -τον γάμο της με τον Κωστή, τον διχασμό του κόσμου σε Γριβικούς και Μακαριακούς («...δίχαζαν οικογένειες, αποξένωναν φίλους, δημιουργούσαν μίση και αντιπαραθέσεις»), το πραξικόπημα, τη διπλή τουρκική εισβολή (από τις κορυφώσεις της αφήγησης είναι η μαρτυρία της αμίλητης Χριστίνας, του όμορφου κοριτσιού με τα καστανόξανθα μαλλιά, που σε μια έκθεση στο σχολείο έγραψε για τους βιασμούς που υφίσταντο μαζί με τις αδελφές της μέχρις ότου έλθει ο Ερυθρός Σταυρός και τις γλιτώσει από το καθημερινό μαρτύριο και από τους Τούρκους στρατιώτες).
Το βιβλίο της Τούλας Χατζηκωστή δεν είναι ένα πολιτικό αφήγημα. Δεν αναλύει τα γεγονότα από πολιτικής σκοπιάς, δεν αποκαλύπτει παρασκήνια. Προσεγγίζει τα γεγονότα με τη ματιά ενός απλού ανθρώπου, εστιάζοντας στις συνέπειες της πολιτικής επάνω στις ζωές των ανθρώπων («Ο τόπος που πηγαίναμε και κολυμπούσαμε έγινε τόπος καταστροφής ολόκληρης της Κύπρου» γράφει για τον όρφο Πέντε Μίλι της Κερύνειας). Εστιάζοντας στον άνθρωπο που ακόμη κι αν νιώθει δυνατός, νιώθει τελικά ανήμπορος να αντιδράσει απέναντι στον ρου της Ιστορίας («...Άλλοι αποφασίζουν για σένα κι εσύ, σαν ένα πιόνι, κινείσαι άβουλος και φοβισμένος»). Και το κάνει με ένα τρανό παράδειγμα: την κυπριακή τραγωδία. Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο «Ένας κόσμος που χάθηκε» έχει αξία υπέρτερη ενός απλού και εφήμερου αναγνώσματος.
Ο κόσμος της Τούλας Χατζηκωστή ο οποίος χάθηκε, είναι μεταξύ άλλων ένας κόσμος αρχών που ποτέ δεν υπεστάλησαν. Δεν είναι τα χρόνια που πέρασαν αλλά οι ζωές που επηρεάστηκαν από τα γεγονότα. Το βιβλίο «Ένας κόσμος που χάθηκε» μας θυμίζει πόσο αδύναμος είναι ο άνθρωπος ενώπιον της συλλογικής μοίρας. Και ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι οι οποίοι συγκλονίζονται από αξίες και ιδανικά, όπως η αγάπη για την πατρίδα, τα οποία για πολλούς δεν έχουν καμία αξία μπροστά στα ποικίλα οικονομικά συμφέροντα («Ζήσαμε τη δυστυχία σε όλο της το μέγεθος. Άνθρωποι νοικοκυραίοι, οικογενειάρχες με τα παιδιά τους, τους γονείς, θείους, ξαδέλφια, όλοι στοιβαγμένοι σε μια τάξη του σχολείου. Χωρίς μπάνιο, χωρίς τουαλέτες, χωρίς κουζίνα, τίποτα, μια άδεια αίθουσα με τα θρανία στοιβαγμένα σε μια γωνιά φιλοξενούσε ολόκληρες οικογένειες»).
Το εν λόγω βιβλίο αξίζει μια θέση στις βιβλιοθήκες των σχολείων μας, αν μη τι άλλο μια θέση στα αναγνώσματα των νέων παιδιών. Ως ελάχιστη συμβολή αντίστασης στη σκληρότητα και την αμεριμνησία της εποχής μας.