Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις και οι συστημικές προεκτάσεις τους

ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, Η ΠΛΗΡΗΣ ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΕΥΚΟΛΗ ΚΑΙ ΑΝΩΔΥΝΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ, ΔΙΟΤΙ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΡΩΣΟΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟ, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝ. ΜΕΣΟΓΕΙΟ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΟΥ «ΔΡΟΜΟΥ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ», ΘΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΟ ΜΙΑ ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΝΑΚΑΤΑΝΟΜΗ ΙΣΧΥΟΣ ΜΕ ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ
*Οι περιορισμένες αντοχές της τουρκικής οικονομίας στενεύουν σημαντικά τα περιθώρια της Άγκυρας να πολιτεύεται ανεξαρτήτως του αμερικανικού παράγοντα
*Την ίδια στιγμή, όμως, υποβόσκει ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης των αντιδυτικών αισθημάτων στην Τουρκία

Στο προβληματικότερο σημείο τους, εδώ και δεκαετίες, βρίσκονται οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις, για μια σειρά λόγους.


Ο πάλαι ποτέ κύριος «συστημικός» σύμμαχος των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, η Τουρκία, η χώρα με τον δεύτερο μεγαλύτερο και ισχυρότερο στρατό στην ευρωατλαντική συμμαχία και με τη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία στην περιοχή, παρουσιάζει, εδώ και καιρό, συμπτώματα... συμμαχικού ασυγχρονισμού, επιδιώκοντας μια περισσότερο αυτόνομη διόδευση στις διεθνείς σχέσεις.


Τάση «ανεξαρτητοποίησης», που συνδυαζόμενη με τις φιλοδοξίες περιφερειακού ηγεμονισμού της τουρκικής ηγεσίας, έχει πονοκεφαλιάσει την Ουάσιγκτον, που επιχειρεί, ματαίως, προσώρας, να επανευθυγραμμίσει την πορεία του «σημαντικότερου συμμάχου» της στην τροχιά των δυτικών συμφερόντων.


Ιδία, το εντεινόμενο φλερτ του Ρ. Τ. Ερντογάν με τον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, που με αφετηρία τη συριακή κρίση προεκτείνεται ραγδαίως και σε σειρά άλλων «κοινών ενδιαφερόντων», όπως η ενέργεια, η οικονομική και αμυντική συνεργασία κ.ά., με χαρακτηριστικά «σταθερής σύγκλισης», έχει σημάνει κόκκινο συναγερμό στον Λευκό Οίκο, που αντικρίζει σαν εφιάλτη το ενδεχόμενο εξόδου της Τουρκίας από το δυτικό συμμαχικό στρατόπεδο.


Αυτό που περισσότερο ανησυχεί τους Αμερικανούς είναι, αφενός, το γεγονός ότι η διαφαινόμενη γεωπολιτική μετατόπιση της Τουρκίας συντελείται με ομόρρυθμες και ομότροπες μετατοπίσεις στο εσωτερικό της χώρας, με την πάλαι ποτέ κυρίαρχη κεμαλική ιδεολογία να βρίσκεται σε διαρκή υποχώρηση, δίνοντας τη θέση της σ’ έναν ολοένα εντεινόμενο αντιδυτικό πολιτισμικό ισλαμισμό και, αφετέρου, η εκτίμηση ότι η προσέγγιση ανάμεσα σε Άγκυρα και Μόσχα τείνει να διαλάβει περισσότερο μόνιμα χαρακτηριστικά, με ακρογωνιαίο παρονομαστή την ενεργειακή συνεργασία.


Για το σύνθετο και εν κρίση ευρισκόμενο πλέγμα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μιλά στη «Σημερινή» της Κυριακής, ο δρ Μιχάλης Κοντός, επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, επισημαίνοντας ότι η «ρήξη» στις σχέσεις Άγκυρας - Ουάσιγκτον έχει συστημικές προεκτάσεις για ολόκληρη την περιοχή, καθώς οι εν λόγω αποτέλεσαν και αποτελούν τις βασικές προκείμενες του δυτικού συστήματος ασφάλειας στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Περιφερειακό κενό ισχύος


Πώς διαβλέπετε να εξελίσσονται οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις, υπό το φως και της ρωσοτουρκικής προσέγγισης, η οποία φαίνεται να εδράζεται σε περισσότερο εδραία, παρά συγκυριακά, θεμέλια, όπως η ενεργειακή συνεργασία;


Πρέπει, κατ’ αρχήν, να πούμε ότι η μερική υποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την περιοχή της Μ. Ανατολής δημιούργησε αντιλήψεις περί της ύπαρξης ενός περιφερειακού κενού ισχύος. Οι αντιλήψεις αυτές ενήργησαν ενισχυτικά υπέρ των τουρκικών περιφερειακών σχεδιασμών, έδωσαν ώθηση στον περιφερειακό ηγεμονισμό του Ιράν, ενώ παρείχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στη Ρωσία να εισέλθει στον συριακό εμφύλιο και να καθορίσει την έκβασή του, καθιστώντας ταυτόχρονα τη Μόσχα παίκτη-κλειδί στην ευρύτερη περιοχή.
Πώς προσδιορίζονται και πού αποσκοπούν οι τουρκικές επιδιώξεις;


Υπό την ηγεσία του κ. Ερντογάν, κυρίως από το 2010 και εντεύθεν, η Τουρκία ανέπτυξε μια ιδιαιτέρως φιλόδοξη περιφερειακή ατζέντα η οποία αποσκοπούσε κατά το ελάχιστο σε αύξηση της επιρροής της χώρας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και κατά το μέγιστο να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας και δύναμη με παγκόσμιο εκτόπισμα. Η κινητήριος δύναμη των φιλοδοξιών της Άγκυρας και ο βασικός συντελεστής (μαλακής) ισχύος τον οποίο επιχείρησε να κινητοποιήσει προς αυτή την κατεύθυνση ήταν ο μουσουλμανικός χαρακτήρας της χώρας και η συγκεκριμένη διάσταση του πολιτικού Ισλάμ την οποία ενστερνίζεται το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.


Μέσω του θρησκευτικού στοιχείου και της ιδεολογικοποίησής του, η Άγκυρα φιλοδοξούσε να αυξήσει την αποδοχή της μεταξύ των μουσουλμανικών πληθυσμών της περιοχής, καλλιεργώντας την εικόνα της χώρας-προστάτιδάς τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτισμική (και όχι αυστηρά θρησκευτική) οπτική περί Ισλάμ την οποία ενστερνίζεται ο Ερντογάν (αλλά και ο πάλαι ποτέ μέντορας και στενός συνεργάτης του, Νταβούτογλου) καθιστούσε τη σύγκρουση με τον δυτικό πολιτισμό αναπόφευκτη, προκειμένου να προωθηθεί η εναλλακτική κοσμοθεωρία του Ισλάμ.
Αναδιατάξεις και ρήξεις


Πώς, η εξέλιξη αυτή, επηρέασε το πλέγμα των περιφερειακών σχέσεων, αλλά και τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση γενικότερα;


Η δυναμική αυτή επηρέασε καταλυτικά μια σειρά από σύνθετες αλληλεξαρτήσεις, όπως οι σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την ΕΕ, το Ισραήλ και άλλες περιφερειακές δυνάμεις (π.χ. Ιράν και Σαουδική Αραβία). Επιπλέον, οδήγησε σε ρήξεις με κυβερνήσεις μουσουλμανικών χωρών με διαφορετικά πολιτικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά, όπως το καθεστώς Άσαντ στη Συρία και η Κυβέρνηση Αλ Σίσι στην Αίγυπτο.
Όσο αυτή η δομική εξέλιξη στις περιφερειακές σχέσεις της Τουρκίας ελάμβανε χώρα, η μερική υποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την περιοχή (η οποία εκδηλώθηκε κυρίως με τη μαζική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ το 2011 και με την αποτυχία του Προέδρου Ομπάμα να πραγματοποιήσει την απειλή του για στρατιωτική επέμβαση κατά του καθεστώτος Άσαντ σε περίπτωση χρήσης χημικών όπλων, το 2013) δημιούργησε αντιλήψεις περί της ύπαρξης ενός περιφερειακού κενού ισχύος.


Οι αντιλήψεις αυτές ενήργησαν ενισχυτικά υπέρ των τουρκικών περιφερειακών σχεδιασμών, έδωσαν ώθηση στον περιφερειακό ηγεμονισμό του Ιράν, ενώ παρείχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στη Ρωσία να εισέλθει στον συριακό εμφύλιο και να καθορίσει την έκβασή του, καθιστώντας ταυτόχρονα τη Μόσχα παίκτη-κλειδί στην ευρύτερη περιοχή.


Μέσα σε αυτό το σύνθετο περιφερειακό σκηνικό, μεσολαβούσης της «Αραβικής Άνοιξης» και της ανόδου του ισλαμικού φονταμενταλισμού με τα αποσταθεροποιητικά αποτελέσματά τους, άρχισε να εξελίσσεται ένα σύμπλεγμα αναδιατάξεων και ανταγωνισμών προς αναζήτηση μιας νέας περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων.


Ως εκ τούτου, παρά τις αρχικές τριβές στις σχέσεις τους, εξαιτίας των συγκρουόμενων αντιλήψεών τους για το μέλλον του καθεστώτος Άσαντ και, κυρίως, λόγω της κατάρριψης του ρωσικού μαχητικού SU-24 το 2015, η Μόσχα και η Άγκυρα ανέπτυξαν μια αξιοσημείωτη σύγκλιση συμφερόντων η οποία βασιζόταν εν πολλοίς στην αλληλεξάρτηση των δύο χωρών στον ενεργειακό τομέα.
Στρατηγική ασφάλεια


Πώς διαβλέπετε να αναπτύσσεται η ρωσοτουρκική σύγκλιση και πόσο «ακραία» μπορεί να είναι η αμερικανική αντίδραση;


Εν μέσω της παράλληλης και ταυτόχρονης ανάπτυξης της έντασης στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως, όμως, εν μέσω της εντατικοποίησης του στρατηγικού ανταγωνισμού της Μόσχας με το ΝΑΤΟ στην ευρωπαϊκή περίμετρο της Ρωσίας, η ρωσοτουρκική σύγκλιση αντιμετωπίστηκε με μεγάλη καχυποψία από την Ουάσιγκτον. Η παραγγελία του συστήματος S-400 από την Άγκυρα αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τη στρατηγική ασφαλείας του ΝΑΤΟ και θέτει ερωτηματικά για τον βαθμό δέσμευσης της Τουρκίας έναντι της συμμαχίας.


Την ίδια στιγμή, η ρήξη στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, η οποία έχει τις ρίζες της στο στρατηγικό επίπεδο και στις τεκτονικές περιφερειακές και διεθνείς αναδιατάξεις τις οποίες σκιαγραφήσαμε πιο πάνω, τροφοδοτείται διαρκώς από διπλωματικά επεισόδια, όπως η δίωξη του Τούρκου τραπεζίτη Μεχμέτ Χακάν Ατίλα στις Ηνωμένες Πολιτείες και του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον στην Τουρκία.
Η πολιτική των κυρώσεων


Θεωρείτε ότι, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, θα αποβεί αποδοτική η πολιτική των κυρώσεων κατά της Τουρκίας;


Οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας εντάσσονται στο πλαίσιο μιας στρατηγικής καρότου και μαστιγίου από πλευράς Ουάσιγκτον, η οποία αποσκοπεί στο να επαναφέρει την Άγκυρα διά του πειθαναγκασμού σε ευθυγράμμιση με τα αμερικανικά συμφέροντα. Προς αυτή την κατεύθυνση καταλυτική είναι και η πίεση την οποία δέχεται η τουρκική λίρα και η τουρκική οικονομία γενικότερα. Την ίδια στιγμή, όμως, υποβόσκει ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης των αντιδυτικών αισθημάτων στην Τουρκία.


Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης ρήξη με την Άγκυρα δεν είναι καθόλου εύκολη και ανώδυνη επιλογή για την Ουάσιγκτον, διότι σε περίπτωση μετουσίωσης της ρωσοτουρκικής προσέγγισης σε πλήρη στρατηγικό συνεταιρισμό, σε συνδυασμό με την άνοδο της κινεζικής επιρροής στην Αν. Μεσόγειο μέσω της προσπάθειας επαναφοράς του «Δρόμου του Μεταξιού», θα προκαλείτο μια μείζονα παγκόσμια ανακατανομή ισχύος με πολύ σοβαρές συνέπειες για τα αμερικανικά συμφέροντα. Από την άλλη, οι περιορισμένες αντοχές της τουρκικής οικονομίας στενεύουν σημαντικά τα περιθώρια της Άγκυρας να πολιτεύεται ανεξαρτήτως του αμερικανικού παράγοντα.