Άφιξη Αρχηγού…

Στις 6 Οκτωβρίου 1954 ο Α. Αζίνας συναντήθηκε στην Αθήνα με τον Αρχηγό και πήρε τις τελευταίες οδηγίες για τη άφιξή του στην Κύπρο και την παραλαβή του από μυημένους αγωνιστές

Κλείνουν σήμερα 65 ολόκληρα χρόνια από κείνο το ιστορικό βράδυ, που ο Διγενής αποβιβάστηκε μυστικά στην ακτή της Χλώρακας για να ηγηθεί του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Ήταν γύρω στις οκτώ η ώρα της 10ης Νοεμβρίου, όταν ο κυπριακής καταγωγής απόστρατος συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού Γεώργιος Θεοδώρου Γρίβας πάτησε τα ιερά χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας του, έχοντας έναν και μοναδικό σκοπό: Με τη βοήθεια του Θεού και τη συμπαράσταση του απανταχού Ελληνισμού ν’ αναλάβει την ηγεσία του ιερού αγώνα για την αποτίναξη του βρετανικού ζυγού, έχοντας επίγνωση των δυσχερειών και των κινδύνων που θ΄αντιμετώπιζε.

Προτού πάρει τη μεγάλη απόφαση να έρθει στην Κύπρο, ο Διγενής γνώριζε ότι η κυβέρνηση Παπάγου ήταν αντίθετη με τη διεξαγωγή ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, ο Υφυπουργός Ασφάλειας, στρατηγός Βασίλης Βραχνός, παλαιός συμπολεμιστής του Διγενή στην Πίνδο, τον κάλεσε στο γραφείο του και του συνέστησε να πάψει να «ενοχλεί» αξιωματικούς, ζητώντας τους όπλα και πυρομαχικά για τον κυπριακό αγώνα. Και δεν έμεινε στις συστάσεις και προτροπές ο Βραχνός. Προχώρησε και απείλησε τον Διγενή ότι θα διέτασσε τη σύλληψή του, αν εξακολουθούσε να «ενοχλεί» αξιωματικούς. Βέβαια, ο Διγενής δεν ορρώδησε στις απειλές του πρώην συμπολεμιστή του στρατηγού. Εξακολούθησε με τους άλλους συνεργάτες του να συγκεντρώνουν οπλισμό και να θέτουν σ’ εφαρμογή την απόφαση για ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα στη σκλαβωμένη ελληνική Κύπρο.

Παράλληλα με το κλιμάκιο της Αθήνας και στην Κύπρο διεξάγονταν μυστικά προετοιμασίες για τον Αγώνα που θ’ άρχιζε σε λίγο. Ο εντολοδόχος του Αρχηγού στην Κύπρο Αντρέας Αζίνας άρχισε να διανέμει οπλισμό, που ερχόταν κρυφά από την Αθήνα, σε διάφορες περιοχές που του είχε ορίσει ο Διγενής. Οι περιοχές αυτές ήταν: Λευκωσία, Λεμεσός, Άγιος Μάμας, Κακοπετριά και Λεύκα. Παράλληλα, ο Αζίνας με τον φλογερό Παπασταύρο και τον Νικόλα Αβραάμ από τον Αϊ-Μάμα όρκιζαν αγωνιστές, για να είναι έτοιμοι όταν ο Αρχηγός θα έδινε το πρόσταγμα της έναρξης του Αγώνα.

Στις 6 Οκτωβρίου 1954 ο Αζίνας συναντήθηκε στην Αθήνα με τον Αρχηγό και πήρε τις τελευταίες οδηγίες για την άφιξή του στην Κύπρο και την παραλαβή του από μυημένους αγωνιστές. Μόλις γύρισε ο Αζίνας πήγε στη γενέτειρά του, τη Χλώρακα, όπου συναντήθηκε με τον αδελφό τού πατέρα του, Νικόλα Αζίνα και τον φίλο του Κώστα Λεωνίδα, πρώτο ομαδάρχη της Χλώρακας, και τους μετέφερε το χαρμόσυνο μήνυμα:

«Έρχεται ο Αρχηγός με τους βοηθούς του». Τους υπέδειξε ότι χρειαζόταν πολύ προσεχτική, σοβαρή και υπεύθυνη προετοιμασία. Έπρεπε ο Αρχηγός να παραληφθεί με απόλυτη μυστικότητα κάτω από συνθήκες πλήρους ασφάλειας. Τους είπε ότι τον Αρχηγό θα συνόδευαν πέντε πρόσωπα, αλλά τελικά ήρθαν μόνον τρία. Ο Διγενής, ο Σωκράτης Λοϊζίδης και ο Νότης Πετροπουλέας. Στον Κώστα Λεωνίδα παρήγγειλε να έχει έτοιμη και την πρώτη ομάδα της Χλώρακας για εκπαίδευση μόλις έφθανε ο Αρχηγός.

Στις 26 Οκτωβρίου ο Αζίνας πήρε από την Αθήνα το ιστορικό μήνυμα: «Η μυστική απoστολή έχει αναχωρήσει από την Αθήνα». Έμπλεος χαράς ο Αζίνας σπεύδει στην Πάφο για να παραστεί, δήθεν, στους εθνικούς εοτρτασμούς, που θα γίνονταν εκεί για να τιμηθεί η 28η Οκτωβρίου 1940. Στην πραγματικότητα, όμως, σκοπός του ήταν να μεταβεί στη Χλώρακα, χωρίς να προκαλέσει καμιά υποψία στους πράκτορες των Βρετανών. Μόλις έφθασε στο χωριό του κάλεσε τους πρώτους αγωνιστές για να καταρτίσουν το σχέδιο της παραλαβής του Αρχηγού.

Στο μεταξύ, ο Αρχηγός έπλεε στη Ρόδο με το επιβατηγό σκάφος «Αιγαίον». Προτού φθάσει στο νησί, ξέσπασε τρικυμία και το ιστιοφόρο «Σειρήν», με καπετάνιο τον Θεόφιλο Ξανθόπουλο, που θα τον παραλάμβανε, παρασύρθηκε από τα κύματα και πήγε στη Λίνδο. Ο αρχικελευστής Βασίλης Παπαθεοδώρου, που ήταν μυημένος και περίμενε το ιστιοφόρο για να παραλάβει τον Διγενή και τους συνοδούς του, ανησύχησε, διότι καθυστερούσε το σκάφος και άρχισε να το αναζητεί. Μια βδομάδα κράτησε η αναζήτηση και τελικά το ιστιοφόρο εντοπίστηκε και οδηγήθηκε αρχικά στο λιμάνι Μανδρακίου κι από εκεί στο λιμάνι Καλλιθέας, όπου επιβιβάστηκε ο Διγενής με τους Σωκράτη Λοϊζίδη και Νότη Πετροπουλέα. Κατά την αναζήτηση του πλοιαρίου, πράκτορες της Ασφάλειας στάλθηκαν μυστικά στη Ρόδο, διότι είχαν αντιληφθεί οι άντρες του Βραχνού ότι ο Γρίβας εξαφανίστηκε και ήταν πια πεπεισμένοι ότι θα έφευγε για την Κύπρο. Πλησίασαν τον αρχικελευστή Παπαθεοδώρου και τον ρώτησαν, αν έπεσε στην αντίληψή του κάποιος Γρίβας, Συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, αλλά ο πατριώτης αρχικελευστής τούς ανέφερε ότι δεν πέρασε από την είσοδο του λιμανιού κανένας με αυτό το όνομα.

Το ταξίδι από τη Ρόδο στην Κύπρο ήταν επεισοδιακό. Νέα σφοδρή τρικυμία, που ξέσπασε μισοπέλαγα, κλυδώνιζε το πλοίο ως καρυδότσουφλο. Κάποια στιγμή ο καπετάνιος Ξανθόπουλος εισηγήθηκε στον Αρχηγό να οδηγήσει το ιστιοφόρο σε ερημικό ορμίσκο της Μικράς Ασίας μέχρι να κοπάσει η τρικυμία, πράγμα που ο Αρχηγός αρνήθηκε. Τότε ο Ξανθόπουλος, παρά τον μεγάλο κίνδυνο καταποντισμού του ιστιοφόρου, συνέχισε τη ρότα του με προορισμό τις ακτές της Χλώρακας, όπου τελικά έφθασαν στις οκτώ περίπου η ώρα το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου 1954. Ο αείμνηστος Λεωνίδας Παπακώστας θα γράψει αργότερα για την ιστορική εκείνη νύχτα:

«Γύρω στις οκτώ ήρθε το καΐκι. Είπα τότε στον Νικόλα (Μαυρονικόλα) και τον Μιχαλάκη (Παπαντωνίου): ‘Εδώ δεν μπορούμε να τους βγάλουμε. Θα πάω στην Αλυκή -500 μέτρα δυτικότερα- και ελάτε κι εσείς’. Πήγαμε τρέχοντας στην Αλυκή και, κουνώντας κυκλικά το κλεφτοφάναρο, έδωσα τα σήματα και ήρθε εκεί το καΐκι. Έριξαν βάρκα στη θάλασσα και άρχισε να έρχεται προς την ακτή… Όταν η βάρκα πλησίασε, ρώτησα: ‘Ποιος είναι;’. Κάποιος από τη βάρκα απάντησε: ‘Εδώ Διγενής’, ‘Εδώ Ακρίτας’. Κι εγώ απάντησα: ‘Ελάτε, είναι εντάξει’. Η βάρκα έφτασε στην ακτή, μπήκαμε στο νερό και τους βοηθήσαμε να αποβιβαστούν. Ήταν τέσσερα άτομα στη βάρκα, άγνωστα σ’ εμάς εκτός από ένα, τον Σωκράτη Λοϊζίδη, που ήταν γνωστός μας από την ΠΕΚ. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, τους καλωσορίσαμε, κατεβάσαμε από τη βάρκα και τις βαλίτσες τους... Την ώρα που κατέβαινε από τη βάρκα ο Σωκράτης έκοψε λίγο το χέρι του και έτρεξε λίγο αίμα. Γύρισε και μας είπε: ‘Παιδιά, το πρώτο αίμα για την ελευθερία της Κύπρου μας’».

Νερό από την Ελλάδα

Όταν οι αγωνιστές πήραν τις βαλίτσες και τα πράγματα του Διγενή και των συνοδών του, ξεκίνησαν με κάθε προφύλαξη για το χωριό. Πέρασαν από τα χωράφια για να μη γίνουν αντιληπτοί και, όταν έφθασαν στο περβόλι του Γιωρκίτση, κάθισαν να ξαποστάσουν. Εκεί ο Αρχηγός έβγαλε το παγούρι του, ήπιε νερό να ξεδιψάσει και είπε στους τρεις αγωνιστές: «Παιδιά, όποιος διψά, μπορεί να πιει νερό από την Ελλάδα». Πήραν τότε ένας-ένας το παγούρι και ήπιαν νερό. «Νιώσαμε τότε μέσα μας ότι δεν πίναμε φυσικό νερό. Η στιγμή ήταν συγκλονιστική για τους τρεις αγωνιστές, που πρώτη φορά έπιναν νερό από την Ελλάδα, που τόσο αγαπούσαν». Θα πουν αργότερα ο Κώστας Λεωνίδα και ο Νικόλας Μαυρονικόλας για την εθνική εκείνη μυσταγωγία: «Ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν κάτι σαν Θεία Μετάληψη. Έμοιαζε σαν τον Μυστικό Δείπνο. Αυτό που νιώσαμε να ξεδιψάει ήταν ο πόθος μας για λευτεριά, για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα».

Αφού ξεκουράστηκαν για δέκα λεπτά, συνέχισαν την πορεία τους και σε λίγο έφτασαν στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Τον διέσχισαν βιαστικά και κατευθύνθηκαν στο σπίτι του Νικόλα Αζίνα, που ήταν ο τελικός προορισμός τους. Εκεί ο Νικόλας Αζίνας με τη γυναίκα του Παναγιωτού τούς υποδέχθηκαν εγκάρδια. Ο Νικόλας έδωσε οδηγίες στη γυναίκα του να ετοιμάσει το τραπέζι. Πήγε στο διπλανό σπίτι της κόρης της Στασούς (Αναστασίας) Πενταρά, που ήταν συνεννοημένη και είχε ετοιμάσει όρνιθα βραστή και σούπα τραχανά. Οι τρεις που παρέλαβαν τον Διγενή -Παπακώστας, Μαυρονικόλας και Παπαϊωάννου- δεν κάθισαν στο τραπέζι. Παρόλο που τους είπαν να μείνουν, σηκώθηκαν και καληνύχτισαν. Ενώ πήγαιναν προς την έξοδο, ο Αρχηγός τούς είπε: «Αύριο, την ίδια ώρα εδώ, όλη η ομάδα». Και την άλλη μέρα, ο Νότης Πετροπουλέας, υπό την προσωπική επίβλεψη του Αρχηγού, άρχισε την εκπαίδευση της πρώτης ομάδας της ΕΟΚΑ στον χειρισμό των όπλων και των εκρηκτικών υλών.

Έχουν περάσει από τότε 65 χρόνια και ο επικός απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ παραμένει αδικαίωτος. Λανθασμένοι χειρισμοί και ολέθρια λάθη Αθήνας και Λευκωσίας, αντί να οδηγήσουν την Κύπρο στις μητρικές αγκάλες, ενταφίασαν την Ένωση και έδωσαν στους Τούρκους δικαίωμα στρατιωτικής παρουσίας και επέμβασης στο νησί μας. Αποτέλεσμα αυτών των λαθών είναι η σημερινή τραγική κατάσταση του εθνικού μας θέματος. Ο τουρκικός Αττίλας έχει στην κατοχή του τα βόρεια εδάφη μας, οργώνει τις θάλασσές μας, μας ζητεί πλήρη υποταγή κι εμείς «αγρόν ηγοράσαμεν». Η πολιτική ηγεσία, αντί να δώσει τα χέρια και να ενώσει τον λαό, αλληλοκατηγορείται, χωρίς να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τους πολλούς και σοβαρούς κινδύνους που διατρέχουμε. Κλείνει τ’ αφτιά στις ιταμές απειλές του νεοσουλτάνου Ερντογάν για νέα εισβολή, αν δεν δεχτούμε την πλήρη αποδοχή των απαράδεκτων αξιώσεών του. Και τα βασανιστικά ερωτήματα που εγείρονται είναι: Πότε η πολιτική ηγεσία θα δώσει τα χέρια και θα ενώσει τον λαό; Δεν αντιλαμβάνεται πού οδηγούν οι Τούρκοι τα πράγματα; Πότε τα παθήματα του πρόσφατου παρελθόντος θα της γίνουν μαθήματα; Και η εγγυήτρια Μητέρα Πατρίδα, γιατί παρακολουθεί αδιάφορη τα κακά μας χάλια; Γιατί δεν καλεί την ηγεσία μας να βάλει νερό στο κρασί της, να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, να ενώσει τον λαό, για ν’αποτρέψουμε την τουρκοποίηση της Κύπρου μας; Πότε θ’ ακροαστούν το ιστορικό αξίωμα που βοά, ότι λαός που δεν σέβεται την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να χαθεί από προσώπου της Γης;