Διεθνή

Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι στο αέναο παιχνίδι της συριακής κρίσης

Η Μόσχα έθεσε σε τέτοια θέση τα πιόνια της γεωπολιτικής σκακιέρας της Συρίας, ώστε δύσκολα μπορούν να προχωρήσουν σε κάποια κίνηση χωρίς την έγκρισή της

Δυο μήνες πέρασαν από τη βάρβαρη εισβολή της Τουρκίας στη βόρεια Συρία. Αν και η βάναυση επίθεση κράτησε μόνο μερικές ημέρες, τα αποτελέσματά της είναι ορατά ακόμα και σήμερα. Από πλευράς Τουρκίας, ακόμα και μετά τη σύναψη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Έτσι κι αλλιώς, στόχος είναι η εκκαθάριση του κουρδικού στοιχείου από τα σύνορά της. Από πλευράς Κούρδων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι οι μεγάλοι χαμένοι της υπόθεσης, αφού η συνθηκολόγηση με το καθεστώς Άσαντ εξανέμισε τις ελπίδες για αυτονομία στις περιοχές που είχαν καταλάβει στη βόρεια και στην ανατολική Συρία. Ήδη από τον Αύγουστο η συριακή κυβέρνηση ζητούσε να της παραδοθούν αυτά τα εδάφη, έτσι αυτή η κατάληξη έμοιαζε μονόδρομος. Όσον αφορά τις ΗΠΑ και Ρωσία, η πρώτη μετά την εισβολή προχώρησε σε ανακατάταξη των στρατιωτικών της δυνάμεων, χωρίς όμως να εγκαταλείπει τη χώρα, ενώ η δεύτερη, κυρίαρχος σε μεγάλο βαθμό του παιχνιδιού, επέκτεινε ακόμα περισσότερο την επιρροή της. Σε κάθε περίπτωση το κεφάλαιο του συριακού ζητήματος δεν μοιάζει - τουλάχιστον στο παρόν στάδιο - να φτάνει σε μια οριστική κατάληξη.

Δίχως τέλος η «πηγή της ειρήνης»

Δύο μήνες μετά την εισβολή της στη Συρία, την οποία βάπτισε ως «πηγή της ειρήνης», η Τουρκία δηλώνει με κάθε ευκαιρία την ετοιμότητά της να συνεχίσει τις επιχειρήσεις της μέχρι να εκπληρώσει τους στόχους της. Φυσικά, στόχος της «αντιτρομοκρατικής», όπως τη χαρακτηρίζει η Άγκυρα, στρατιωτικής επιχείρησης στη βόρεια Συρία δεν είναι άλλος από την εκκαθάριση των Κούρδων από τα σύνορά της με τη Συρία. Να σημειωθεί ότι εβδομάδες μετά την συμφωνία εκεχειρίας, οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (ΣΔΔ) κατηγορούσαν την Άγκυρα ότι παραβίαζε συστηματικά την εκεχειρία, προσφεύγοντας σε σφοδρές επιθέσεις εναντίον συγκεκριμένων περιοχών, ενώ κατήγγειλαν ότι οι δυνάμεις της Τουρκίας έχουν καταλάβει 1.100 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους μετά τη συμφωνία. Πάντως, όπως όλα δείχνουν, αυτή η προσπάθεια δεν θα τελειώσει σύντομα, αφού διά στόματος Ερντογάν η Άγκυρα διατείνεται ότι θα συνεχίσει το έργο της, καλώντας μάλιστα τη διεθνή κοινότητα να τη στηρίξει. Αρχικά, ο νεοσουλτάνος κούνησε το δάκτυλο σε ΗΠΑ και Ρωσία, απαιτώντας από αυτές να τηρήσουν τις συμφωνίες στις οποίες κατέληξαν με την Άγκυρα «εκκαθαρίζοντας περιοχές από τρομοκράτες» το ταχύτερο δυνατό στη βόρεια Συρία. Παράλληλα, κατά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ, αν και δεν έκανε πράξη τις απειλές να θέσει βέτο στο αμυντικό σχέδιο του ΝΑΤΟ για τις βαλτικές χώρες και την Πολωνία, δύο ημέρες μετά επανήλθε δριμύτερη απειλώντας ότι θα μπλοκάρει την τελική έκδοση του εν λόγω σχεδίου. Συγκεκριμένα, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, δήλωσε ότι «η Άγκυρα θα μπλοκάρει την τελική έκδοση του αμυντικού σχεδίου του ΝΑΤΟ μέχρις ότου τα κράτη μέλη της Συμμαχίας συμφωνήσουν να χαρακτηρίσουν τρομοκρατική οργάνωση την κουρδική πολιτοφυλακή Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG)», εκβιάζοντας ωμά ότι θα δώσει την τελική έγκρισή της μόνο εάν ικανοποιηθούν τα αιτήματά της.

«Οι Κούρδοι δεν έχουν

φίλους παρά μόνο τα βουνά»

Δίχως αμφιβολία, οι μεγάλοι χαμένοι της τουρκικής εισβολής ήταν οι Κούρδοι της Συρίας. Η καταστροφή που επήλθε μετά την απόφαση του Τραμπ να ανάψει το πράσινο φως στην Άγκυρα να μπει στη Συρία επιβεβαίωσε την παροιμία που λέει ότι «οι Κούρδοι δεν έχουν φίλους, παρά μόνο τα βουνά». Τέσσερεις ημέρες μετά την επίθεση του Ερντογάν οι Κούρδοι, μη έχοντας άλλη επιλογή, έτρεξαν στην «πρόθυμη» αγκαλιά της κυβέρνησης του Μπασάρ αλ Άσαντ, ανοίγοντας παράλληλα την πόρτα στην ανάπτυξη των συριακών στρατευμάτων στα βόρεια της Συρίας για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Στις 17 Οκτωβρίου οι ΗΠΑ «κατεύνασαν» τον Ερντογάν με κήρυξη εκεχειρίας, ώστε να «επιτευχθεί η αποχώρηση των δυνάμεων του YPG από τη ζώνη ασφαλείας της Τουρκίας». Η εκεχειρία διατηρήθηκε σε ελάχιστο βαθμό, ενώ λίγο πριν από την εκπνοή της στις 22 Οκτωβρίου Πούτιν και Ερντογάν ανακοίνωσαν το σχέδιό τους που θα έθετε -σε θεωρητικό επίπεδο τουλάχιστον- τέρμα στην επιθετικότητα. Το σχέδιο προνοούσε μεταξύ άλλων απομάκρυνση των Κούρδων μαχητών με τον εξοπλισμό τους σε βάθος 30 χιλιομέτρων από τα τουρκικά σύνορα, καθώς επίσης κοινές περιπολίες ρωσικών και τουρκικών δυνάμεων σε μια στενότερη λωρίδα, πλάτους 10 χιλιομέτρων, στη «ζώνη ασφαλείας», την οποία επιδιώκει να δημιουργήσει η Τουρκία στη βορειοανατολική Συρία. Πάντως, μετά από δύο μήνες παραμένει ασαφές τόσο το χρονικό διάστημα που προβλέπεται να παραμείνουν οι τουρκικές δυνάμεις εντός της Συρίας, όσο και το τι θα απογίνουν οι δεκάδες χιλιάδες πρώην μαχητές του ISIS που κρατούνται αιχμάλωτοι σε αυτές τις περιοχές. Πάντως, την ώρα που οι καταγγελίες θέλουν τους Τούρκους στρατιώτες να συνεχίζουν τις επιθέσεις τους, περισσότεροι από 160.000 Κούρδοι πολίτες έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους για ασφαλέστερα μέρη στη Συρία ή το Ιράκ. Από την άλλη, δειλά-δειλά άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους κάποια σημάδια «κανονικότητας». Συγκεκριμένα, τις προηγούμενες εβδομάδες οι ΗΠΑ επανέφεραν κάποιες κοινές δράσεις μαζί με τους Κούρδους για την καταπολέμηση του ISIS, οι οποίες πέτυχαν την εξουδετέρωση τζιχαντιστών, καθησυχάζοντας τις διεθνείς ανησυχίες για επανασύσταση του ISIS λόγω διάσπασης των δυνάμεων των Κούρδων από την τουρκική εισβολή.

Το ανοιχτό μέτωπο στην Ιντλίμπ

Παράλληλα, τα πολεμικά μέτωπα στη Συρία παραμένουν ανοιχτά, ενώ φαίνεται ότι αποτελεί κανόνα οι συμφωνίες εκεχειρίας που συνάπτονται να μην τηρούνται. Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Ιντλίμπ στη βορειοδυτική Συρία, παραβιάζεται με κάθε ευκαιρία. Τελευταίο παράδειγμα οι σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ φιλοκυβερνητικών δυνάμεων και ομάδων τζιχαντιστών και ανταρτών, οι οποίες άφησαν πίσω τους σχεδόν 70 νεκρούς. Αναλυτές επισημαίνουν ότι πρόκειται για τις πιο βίαιες συγκρούσεις στην επαρχία Ιντλίμπ από τότε που τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, η οποία είχε ανακοινωθεί στα τέλη Αυγούστου από το καθεστώς Άσαντ και τον Ρώσο σύμμαχό του, Βλαντιμίρ Πούτιν. Να σημειωθεί ότι η επαρχία Ιντλίμπ αποτελεί το τελευταίο προπύργιο των τζιχαντιστών της οργάνωσης Χάγιατ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), το πρώην συριακό παρακλάδι της αλ-Κάιντα. Αντικυβερνητικές δυνάμεις εντοπίζονται και στις περιοχές των επαρχιών Χαλέπι, Χάμα και Λατάκεια, οι οποίες γειτνιάζουν με την Ιντλίμπ. Στις περιοχές αυτές έχουν καταφύγει επίσης αρκετές άλλες μικρές αποδυναμωμένες οργανώσεις τζιχαντιστών και ανταρτών. Η περιοχή αυτή έχει βαρύνουσα σημασία για την πλήρη επικράτηση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, αφού μέσα από αυτήν περνούν στρατηγικής σημασίας αυτοκινητόδρομοι, οι οποίοι οδηγούν από το Χαλέπι στη Χάμα και τη Δαμασκό και δυτικά προς τη Λατάκεια. Εάν η πόλη αυτή πέσει οι τζιχαντιστές και οι αντάρτες δεν θα έχουν παρά ελάχιστους διασκορπισμένους θύλακες σε όλη τη Συρία, γεγονός το οποίο θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην ολοκληρωτική τους ήττα και επικράτηση της υποστηριζόμενης από τη Ρωσία συριακής κυβέρνησης.

Οι μετακινήσεις των ΗΠΑ

Η ολοκλήρωση της απόσυρσης των στρατευμάτων των ΗΠΑ από τη βορειοανατολική Συρία προς πιο ασφαλείς θέσεις εντός της χώρας επιβεβαίωσε ουσιαστικά ότι δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα η «επιθυμία» που εξέφρασε τον Απρίλιο ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ για επιστροφή των στρατευμάτων από τη Συρία, να γίνει πραγματικότητα. Ουσιαστικά, μετά τη διαταγή για απόσυρση τον Οκτώβριο, η οποία σηματοδότησε και την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, κάποια από αυτά τα στρατεύματα εγκατέλειψαν τη χώρα, ενώ κάποια άλλα ανασυντάχθηκαν κοντά σε περιοχές με κοιτάσματα πετρελαίου για να τα «προστατεύσουν» από τις δυνάμεις του ISIS και από τα στρατεύματα της συριακής κυβέρνησης. Μετά τη συμφωνία εκεχειρίας με την Τουρκία όμως άλλαξαν τα αριθμητικά δεδομένα. Πλέον βρίσκονται διασκορπισμένοι περίπου 600 στρατιώτες σε όλη τη Συρία, ενώ οι υπόλοιπο έχουν αναπτυχθεί στο Ιράκ για να αποτρέψουν μια πιθανή ανασύσταση του ISIS. Η ανακοίνωση της ολοκλήρωσης αυτής της απόσυρσης όμως είναι εξέχουσας σημασίας, αφού θέτει τέλος στην περίοδο αναταραχής και αβεβαιότητας μετά τις περιπέτειες του Οκτωβρίου. Πάντως, ο Αμερικανός Υπουργός Άμυνας, Μαρκ Έσπερ, άφησε να εννοηθεί ότι ο κατά 40% μειωμένος στρατός στη Συρία θα υπόκειται σε προσθαφαιρέσεις. Κατά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ δε οι ΗΠΑ δεν έχασαν την ευκαιρία να τσιγκλήσουν τους συμμάχους τους, ζητώντας τους να συμβάλουν στον αριθμό των στρατευμάτων, ώστε να μειωθεί ο στρατός των ΗΠΑ στην περιοχή. Να σημειωθεί ότι η επιστροφή των Αμερικανών στρατιωτών αποτέλεσε μιαν από τις προεκλογικές υποσχέσεις του Τραμπ.

Ο ενισχυμένος ρόλος της Ρωσίας

Από τις απαρχές της τουρκικής εισβολής στη βορειοανατολική Συρία η Ρωσία είχε καταφέρει να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της, πετυχαίνοντας παράλληλα την εκπλήρωση στρατηγικών της στόχων στην περιοχή. Αρχικά, η Ρωσία εδραίωσε τη θέση της στη Συρία σε βάρος των ΗΠΑ, αφού όχι μόνο πέτυχε τη μακροπρόθεσμη στόχευσή της για αποχώρηση των Αμερικανών στρατιωτών από συγκεκριμένες περιοχές, αλλά κατάφερε επίσης να πάρει τον έλεγχο των τοπικών στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ, κερδίζοντας μια συμβολική νίκη, την οποία δεν έχασε ευκαιρία να αξιοποιήσει επικοινωνιακά. Παράλληλα, η σύναψη συμφωνίας με την Άγκυρα οδήγησε στην περαιτέρω κλιμάκωση των σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και σε προέκταση του ΝΑΤΟ με την Τουρκία. Ήδη οι σχέσεις τους είχαν τεθεί υπό δοκιμασία μετά την απόφαση της Άγκυρας να αγοράσει τους ρωσικούς S-400, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις για την ασυμβατότητα των εν λόγω οπλικών συστημάτων με αυτά της Συμμαχίας. Μήνες μετά τον εξοπλισμό της Τουρκίας με τους ρωσικούς S-400, το ζήτημα αυτό εξακολουθεί να αποτελεί αγκάθι στις σχέσεις της με τους συμμάχους της, αν και η επίσημη θέση του ΝΑΤΟ είναι ότι το «ρωσικό αεροπορικό αμυντικό σύστημα όπως οι S-400 δεν θα ενσωματωθεί ποτέ μέσα στο NATO». Τέλος, η διαμεσολάβηση μεταξύ Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) και κυβέρνησης Άσαντ σε μεγάλο βαθμό διεύρυνε την επιρροή και τη θέση της Ρωσίας στη Συρία, καθιστώντας την ρυθμιστή της κατάστασης μεταξύ όλων των δυνάμεων στη χώρα, μέσα στις οποίες βρίσκεται και η Τουρκία. Με άλλα λόγια η Μόσχα έθεσε σε τέτοια θέση τα πιόνια της γεωπολιτικής σκακιέρα της Συρίας, ώστε δύσκολα μπορούν να προχωρήσουν σε κάποια κίνηση χωρίς την έγκρισή της.