Διεθνή

Η επιστροφή του «no deal» και οι τάσεις διάσπασης μετά τις εκλογές

Ο Πρωθυπουργός, θέτοντας αυτά τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα για διαπραγματεύσεις χωρίς να έχει σχεδιασμό για όλες τις πτυχές των μελλοντικών σχέσεων, προεξοφλεί ένα σενάριο νέων πολιτικών συγκρούσεων αλλά και αβεβαιότητας

Μετά τη σαρωτική νίκη των Συντηρητικών στις εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου δρομολογούνται εξελίξεις πάνω στις «μισοτελειωμένες» δουλειές που άφησε στη μέση ο Μπόρις Τζόνσον. Πλέον δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο στην εκπλήρωση του πολυπόθητου Brexit. Δίχως αμφιβολία, η έξοδος της χώρας από την ΕΕ ήταν το θέμα που όχι μόνο κυριάρχησε, αλλά και καθόρισε το τελικό αποτέλεσμα των βρετανικών εκλογών. Οι ψηφοφόροι, κουρασμένοι από την αβεβαιότητα και τις διαρκείς αναβολές, γύρισαν την πλάτη στην προοπτική του δεύτερου δημοψηφίσματος που τους έδιναν οι Εργατικοί και οι Φιλελεύθεροι και επέλεξαν το απλουστευμένο «ας πραγματοποιήσουμε το Brexit» του Τζόνσον. Έτσι κι αλλιώς η καλά προετοιμασμένη στρατηγική που ακολούθησε, παρουσιάζοντας την αντιπολίτευση ως το εμπόδιο για το Brexit, και η χρονική συγκυρία μετά τις επιτυχίες του στις Βρυξέλλες και στη Βουλή των Κοινοτήτων, καλλιέργησαν στους ψηφοφόρους την ελπίδα ότι εάν επιθυμούν να τελειώσει αυτή η περιπέτεια, θα πρέπει να στηρίξουν τον αρχηγό των Τόρις. Το ζήτημα πλέον όμως δεν είναι το ίδιο το Brexit και η συμφωνία αποχώρησης αλλά οι μελλοντικές σχέσεις ΕΕ - Ηνωμένου Βασιλείου και η μορφή που θα πάρουν μέσα από τις εμπορικές συμφωνίες που θα συνάψουν.

Το μέλλον του Brexit

Με την επανεκλογή του ο Τζόνσον διέπραξε άλλο ένα λάθος, το οποίο, όπως όλα δείχνουν, θα τον καταδιώκει σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργικής του θητείας. Με την ισχυρή πλειοψηφία που κατάφερε να εξασφαλίσει, αντί να επιδιώξει μια φιλόδοξη εμπορική σχέση με την ΕΕ στην μετα-brexit περίοδο, διάλεξε να προαναγγείλει διαπραγματεύσεις εξπρές με τις Βρυξέλλες για τις μελλοντικές εμπορικές τους σχέσεις, επαναφέροντας μάλιστα ως διαπραγματευτικό χαρτί το αγαπημένο του «no deal». Αναλυτές επισημαίνουν ότι έτσι κι αλλιώς το Brexit θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της Βρετανίας, ωστόσο αυτές μπορούν να περιοριστούν αναλόγως της εμπορικής συμφωνίας που θα συναφθεί από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Πάντως, η ανανεωμένη συμφωνία αποχώρησης προνοεί επέκταση της μεταβατικής περιόδου για ένα ή δύο χρόνια, ώστε να πραγματοποιηθούν πιο διεξοδικές διαπραγματεύσεις για την εμπορική συμφωνία. Όμως ο Τζόνσον έχει αποκηρύξει κάθε νέα επέκταση, υπακούοντας στο προεκλογικό του δόγμα «να πραγματοποιήσουμε (με κάθε τρόπο) το Brexit». Η εμμονή του Τζόνσον με τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα μπορεί να εξηγηθεί, εάν λάβουμε υπόψη δύο παράγοντες. Αν και κατέχει πλέον ισχυρότατη πλειοψηφία εντός της Βουλής, οι κινήσεις του επηρεάζονται από τη μια από τους κουρασμένους οπαδούς του Brexit, οι οποίοι του χάρισαν τη συντριπτική του νίκη στις εκλογές, και από την άλλη από τους σκληροπυρηνικούς εντός του κόμματός του, οι οποίοι διατηρούν τη μεγάλη τους ισχύ από την εποχή της Τερέζα Μέι. Για να επικρατήσει στις εσωκομματικές τάξεις πρέπει να δείξει εμπράκτως ότι δεν θα δεχτεί ούτε επέκταση της μεταβατικής περιόδου, ενώ θα πρέπει με κάθε κόστος να επιδείξει σιδηρά πυγμή στις μελλοντικές απαιτήσεις που ενδέχεται να έχει η ΕΕ κατά τη συνομολόγηση της εμπορικής συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα, καλείται να επιβεβαιώσει στους πολίτες ότι θα πραγματοποιήσει τη λαϊκή εντολή για άμεσο Brexit, χωρίς αστερίσκους και άλλες καθυστερήσεις. Οι εκλογές έδειξαν έτσι κι αλλιώς ότι οι ψηφοφόροι νοιάστηκαν περισσότερο για την αμεσότητα του Brexit παρά για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα αποχωρούσε η χώρα από το ευρωπαϊκό μπλοκ.

Προς ένα νέο διαφορετικό «no deal»

Αυτές οι εξελίξεις οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μια ακόμα εφιαλτική αντίστροφη μέτρηση μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020. Αυτό το σενάριο προκαλεί τρόμο στις επιχειρήσεις της Βρετανίας, οι οποίες είχαν ήδη προετοιμαστεί τρεις φορές για μια έξοδο χωρίς συμφωνία, ξοδεύοντας δισεκατομμύρια πάνω σε αυτές τις προετοιμασίες. Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, την απαρχή των νέων προβλημάτων θα σηματοδοτήσει η επικύρωση της συμφωνίας αποχώρησης από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Ο πρωθυπουργός, θέτοντας αυτά τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα για διαπραγματεύσεις χωρίς να έχει σχεδιασμό για όλες τις πτυχές των μελλοντικών σχέσεων, προεξοφλεί ένα σενάριο νέων πολιτικών συγκρούσεων αλλά και αβεβαιότητας. Ούτε οι Βρυξέλλες αλλά κυρίως ούτε και ο Τζόνσον έχουν θέσει ξεκάθαρους διαπραγματευτικούς στόχους, ενώ η ένταξη των στενών χρονικών ορίων οδηγεί στον αποκλεισμό πολλών κρίσιμων πτυχών αυτών των σχέσεων. Διπλωματικές πηγές της ΕΕ όμως συμφωνούν ότι η διορία που έθεσε το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 δεν είναι ρεαλιστική για να συμφωνήσουν και τα δύο εμπλεκόμενα μέρη σε μια συμφωνία. Μάλιστα, προβλέπουν ότι ο Βρετανός Πρωθυπουργός θα αθετήσει την υπόσχεσή του και θα ζητήσει επέκταση της μεταβατικής περιόδου κάποια στιγμή εντός του καλοκαιριού, όταν δει ότι οι συζητήσεις δεν θα οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Ακόμα όμως και στην περίπτωση του «no deal» τα χειρότερα έχουν παρέλθει με την προϋπόθεση όμως η συμφωνία αποχώρησης να εγκριθεί από τη Βουλή των Κοινοτήτων σε όλα της τα στάδια. Συγκεκριμένα, το νέο «no deal» δεν θα έχει την καταστρεπτική ισχύ που είχε το 2019. Οι όροι διαζυγίου της Βρετανίας με την ΕΕ έχουν συμφωνηθεί, τα δικαιώματα των Ευρωπαίων υπηκόων έχουν εξασφαλιστεί και το ζήτημα των ιρλανδικών συνόρων κατά κάποιο τρόπο έχει διευθετηθεί. Έτσι κι αλλιώς σε τέτοιες διαπραγματεύσεις τα χρονικά περιθώρια που θέτει η κάθε πλευρά πολύ συχνά μετατίθενται και δύσκολα, εάν είναι αυτή η πρόθεσή τους, είτε το Ηνωμένο είτε η ΕΕ δεν θα βρουν τρόπο να εξασφαλίσουν επιπρόσθετο χρόνο. Το πιο πιθανό σενάριο σε περίπτωση αδιεξόδου είναι η σύναψη μιας κατ’ αρχήν ή περιορισμένης συμφωνίας πάνω σε βασικούς τομείς, αφήνοντας της διαπραγματεύσεις ζωντανές για περαιτέρω συγκλίσεις σε μελλοντικό στάδιο.

Η «ριζοσπαστική» κυβερνητική ατζέντα

Παρά την κριτική που δέχτηκε για τη μη φιλόδοξή του προεκλογική ατζέντα, ο Τζόνσον χαρακτήρισε μετεκλογικά το κυβερνητικό του πρόγραμμα ως «την πλέον ριζοσπαστική Ομιλία της Βασίλισσας εδώ και μια γενιά», το οποίο υπόσχεται να ανατρέψει την περίοδο λιτότητας που το ίδιο το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα είχε επιβάλει τα τελευταία εννέα χρόνια. Δίχως αμφιβολία όμως η πλειοψηφία των 80 εδρών στο Κοινοβούλιο δίνει μεγάλη αυτοπεποίθηση στον πρωθυπουργό ότι το πρόγραμμά του θα περάσει από τη Βουλή των Κοινοτήτων, ενώ παράλληλα του παρέχει σχεδόν απεριόριστη ελευθερία στον καθορισμό της ατζέντας. Στόχος του Τζόνσον μετά από τρία και πλέον χρόνια σφοδρών πολιτικών συγκρούσεων είναι να κινηθεί γρήγορα προκειμένου να επιτύχει το δύσκολο έργο της ενοποίησης της χώρας, η οποία έχει κατακερματιστεί από τις διαφωνίες για το πώς, πότε ακόμα και το εάν η Βρετανία θα πρέπει να αποχωρήσει από την ΕΕ. Οι σύμβουλοί του ήδη δουλεύουν πάνω στο τρόπο με τον οποίο θα διατηρήσει τη στήριξη των ψηφοφόρων στη βόρεια και κεντρική Αγγλία, πολλοί εκ των οποίων ψήφισαν τους Συντηρητικούς πρώτη φορά, δείχνοντάς τους ότι προσπαθεί να βελτιώσει τη ζωή τους. Μεταξύ άλλων δεσμεύτηκε να αυξήσει τις δαπάνες για το πολυαγαπημένο αλλά προβληματικό εθνικό σύστημα υγείας NHS, ψηφίζοντας μια νομοθεσία που θα εγγυάται την αύξηση της χρηματοδότησης, η οποία θα ανέλθει σε επιπλέον 33,9 δισεκ. λίρες ετησίως έως το 2023-24. Παράλληλα, υποσχέθηκε καλύτερη εκπαίδευση, καλύτερες υποδομές και καλύτερη τεχνολογία και δεσμεύθηκε να αναθεωρήσει την πολιτική ασφάλειας, άμυνας και την εξωτερική πολιτική της Βρετανίας «στην πιο ριζική επαναξιολόγηση της θέσης της χώρας στον κόσμο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου».

Ο κίνδυνος για την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου

Τα αποτελέσματα των εκλογών όμως κατέδειξαν ότι οι δεσμεύσεις του Τζόνσον για ενοποίηση της χώρας δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Σε περιοχές όπως η Βόρεια Ιρλανδία και η Σκωτία τα εκλογικά αποτελέσματα και οι κατανομές των εδρών αποτυπώνουν τις τάσεις διάσπασης από την κεντρική Βρετανία σε μία κομβικής σημασίας περίοδο για το μέλλον της χώρας. Για πρώτη φορά στην ιστορία η Βόρεια Ιρλανδία έχει εκλέξει περισσότερους εθνικιστές παρά φιλοβρετανούς ενωτικούς βουλευτές. Ειδικότερα, σε αυτές τις εκλογές οι ενωτικοί έχασαν την πλειοψηφία των 18 βορειοϊρλανδικών εδρών στο Ουεστμίνστερ, με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP), το οποίο υπήρξε ο πρώην κυβερνητικός εταίρος των Τόρις, να κερδίζει μόλις οκτώ έδρες. Τα εθνικιστικά κόμματα, Σιν Φέιν και Σοσιαλδημοκρατικό και Εργατικό Κόμμα κέρδισαν συνολικά εννέα έδρες, ενώ το Κόμμα Συμμαχίας της Βόρειας Ιρλανδίας κέρδισε μία έδρα. Παράλληλα, μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP), το οποίο κέρδισε 48 από τις 59 έδρες, πλέον αυξήθηκαν οι φωνές για ένα νέο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της περιοχής. Η επικεφαλής της αποκεντρωμένης κυβέρνησης στο Εδιμβούργο, που τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας, Νίκολα Στέρτζον, με λάβαρο τα εκλογικά αποτελέσματα δηλώνει ότι πλέον της δόθηκε νέα εντολή για να ζητήσει ένα καινούργιο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, αφού εξασφάλισε την πλειοψηφία των εδρών. Αν και οι Σκωτσέζοι απέρριψαν με ποσοστό 55% έναντι 45% την ανεξαρτησία τους από το Ηνωμένο Βασίλειο στο δημοψήφισμα του 2014, η Στέρτζον υποστηρίζει ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει, κυρίως διότι οι ψηφοφόροι στη Σκωτία ψήφισαν υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο δημοψήφισμα του 2016, ενώ το σύνολο του Ηνωμένου Βασίλειου τάχθηκε υπέρ της αποχώρησης. Πάντως, η βρετανική κυβέρνηση προχώρησε άμεσα στην απόρριψη του αιτήματος για νέο δημοψήφισμα, ισχυριζόμενη ότι θα είναι ένας «επιζήμιος περισπασμός» και θα υπονομεύσει το αποτέλεσμα του προηγούμενου αντίστοιχου δημοψηφίσματος πριν από πέντε χρόνια.