Η λύση του Κυπριακού και οι τουρκικές στοχεύσεις

Αναντίλεκτα οι μέρες που διανύουμε είναι οι πλέον επικίνδυνες από το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Και αυτό οφείλεται στην πρωτοφανή επιθετικότητα της Τουρκίας, η οποία αποφασίζει να μετατραπεί σε μεγάλη, τη μεγαλύτερη όπως ελπίζει, περιφερειακή δύναμη στην περιοχή μας και ολόκληρη τη Μεσόγειο, εκμεταλλευόμενη την ανοχή ή και ενθάρρυνση ενίοτε των πραγματικά ισχυρών της Γης και την αδυναμία έως παραλυσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της έντασης, με όλα τα ενδεχόμενα επίφοβα, αναμένουμε να ανοίξει πολιτικά ο καιρός για το Κυπριακό μετά την άνοιξη του 2020, ευελπιστώντας ότι τότε οι συνθήκες θα βοηθήσουν και με τη στάση των δύο κοινοτήτων θετική να προχωρήσει ο διάλογος για να φτάσουμε σε λύση αρχών στο Κυπριακό. Την ίδια ώρα και αντιμετωπίζοντας την κρίση που δημιουργεί στον περίγυρό μας η κατοχική δύναμη, στο ερώτημα πώς αποφεύγουμε την κρίση δίνεται η απάντηση με τη λύση. Λογική απάντηση, αφού για να υπάρξει λύση θα πρέπει να συμφωνήσει και ο ταραξίας της περιοχής μας, δηλαδή η Τουρκία. Το ερώτημα που προκύπτει όμως για μένα δεν είναι απλώς αν η λύση που εμείς -οι Κύπριοι- θα θέλαμε, η λύση αρχών που προνοείται από αποφάσεις και ψηφίσματα διεθνών οργανισμών και διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, και η λύση που επιθυμεί η Τουρκία είναι του ιδίου περιεχομένου. Προφανώς και όχι. Προφανώς και δεν συμφωνεί, και το λέει, με κατάργηση των εγγυήσεων, αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο και άλλα, τα οποία διαλαλεί καθημερινά. Και βεβαίως οι δικές της παράμετροι της λύσης δεν οδηγούν σε ένα φυσιολογικό, κανονικό κράτος.

Εκείνο το οποίο εμένα συνεχώς απασχολεί είναι το κατά πόσον η Τουρκία θέλει λύση, τουλάχιστον σ’ αυτό το στάδιο. Αν θέλει να υπάρξει οποιαδήποτε κατάληξη στο Κυπριακό, η οποία δεν θα διασφαλίζει στην ίδια τουλάχιστον δύο πράγματα: Πρώτον, τη δική της φυσική παρουσία στην Κύπρο και δεύτερον, τον διαμοιρασμό της κυπριακής ΑΟΖ διά τρία. Μια ζώνη για κάθε μία από τις οντότητες που θα προνοούνται από τη λύση, δηλαδή ε/κ και τ/κ και μια δική της. Το ελάχιστον, να ελέγχει και εκμεταλλεύεται η ίδια τα 2/3 της κυπριακής ΑΟΖ. Στην πράξη η Τουρκία προετοιμάζει το έδαφος για μια τέτοια εξέλιξη με πρακτικά βήματα. Η μετατροπή του Λευκονοίκου σε αεροπορική βάση από τη μια και η κατασκευή ναυτικής βάσης ή και βάσεων «Καρπασία – Αμμόχωστο» στα κατεχόμενα, τι άλλο είναι από προετοιμασία της μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο. Με λύση ή χωρίς λύση του Κυπριακού. Άρα στην πράξη η Τουρκία κτίζει κατά κυριολεξία τις βάσεις για την εφαρμογή του πρώτου ελάχιστου στόχου της, ο οποίος για την ε/κ πλευρά είναι απαράδεκτος και εκτός συζήτησης. Την ίδια ώρα ο τρόπος που ενεργεί στην κυπριακή ΑΟΖ είναι ενδεικτικός και των στοχεύσεών της στις κυπριακές θάλασσες και την ΑΟΖ του κράτους μας, σε σχέση με τον δεύτερο προαναφερθέντα στόχο της, ο οποίος επίσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι σήμερα, πριν απαντηθεί το ερώτημα τι λύση θέλει η Τουρκία και αν τα δικά της θέλω μπορεί να συντονιστούν, όχι με τα δικά μας, αλλά τη διεθνή νομιμότητα, ας απαντήσουμε το ερώτημα αν θέλει ή όχι λύση. Έχω γράψει και πρόσφατα ότι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα καθορίσει και τη δική μας τακτική, μέσω της οποίας θα φτάσουμε στον στρατηγικό στόχο, δηλαδή τη λύση αρχών. Η δική μου άποψη είναι ότι στο παρόν στάδιο η Τουρκία δεν επιθυμεί λύση, όπως προδιαγράφεται από τις αποφάσεις και αρχές του ΟΗΕ. Οπόταν παρά να βρεθεί στη δύσκολη θέση να απορρίψει μια τέτοια πρόταση, μεθοδεύει τα εξής, τα οποία τη βολεύουν, ανεξαρτήτως ποιο απ’ όλα θα πετύχει πρώτο. Μεθοδεύει αν είναι δυνατόν μια πρόταση λύσης, ένα σχέδιο το οποίο θα προταθεί να εμπεριέχει πρόνοιες οι οποίες να μην μπορεί να γίνουν αποδεκτές από τους Ε/κ. Σ΄ αυτήν την περίπτωση, η ευθύνη απόρριψης θα βαραίνει τους Ε/κ με όλες τις θετικές για την Τουρκία επιπτώσεις. Δεύτερον, την βολεύει, επίσης, αν από τον φόβο των συνεπειών οι Ε/κ, αφού τύχουν και της κατάλληλης επεξεργασίας, αποδεχτούν ένα σχέδιο τουρκικών προδιαγραφών. Η άλλη τουρκική μεθόδευση είναι η ανάδειξη ενός 100% δικού της εκτελεστικού οργάνου ως ηγέτη των Τ/κ, ο οποίος αν δεν μπορεί να επιτευχθεί η κατασκευή τουρκικών προδιαγραφών σχεδίου λύσης, να ανατρέπει τη συμφωνία κατά την πορεία των συνομιλιών. Η τρίτη μεθόδευση, η οποία βρίσκεται πιστεύω στα μυαλά και τα σχέδια των κρατούντων στην Άγκυρα, είναι μέσω της έντασης, έως και κάποιου επεισοδίου, να βιάσει τις εξελίξεις προς την κατεύθυνση που επιθυμεί, υπό το κράτος εκβιασμού. Τελικός στόχος της Άγκυρας, κατά την κρίση μου, σ’ αυτό το στάδιο είναι είτε να παραμείνει το Κυπριακό άλυτο ή μια «λύση» η οποία θα της διασφαλίζει φυσική παρουσία, «στρατιωτική» και ΑΟΖ και επικυριαρχία σε όλη την κυπριακή επικράτεια. Γιατί η Τουρκία δεν βλέπει πλέον την Κύπρο σαν ένα ξεχωριστό κρίκο στα θέματα που θεωρεί εθνική της υπόθεση, αλλά ως έναν κρίκο στην ενωμένη και αδιάσπαστη αλυσίδα των επεκτατικών της σχεδίων. Σχεδίων τα οποία έχουν καθορισθεί μέχρι, χαρτογράφησης στα πλαίσια της νεοσουλτανικής ιμπεριαλιστικής αντίληψης της «Γαλάζιας Πατρίδας». Είναι, κατά την άποψή μου, αναγκαίο όλα αυτά και άλλα να προβληματίσουν την πολιτική ηγεσία και να τύχουν αντιδράσεων από την ίδια.