Η διαχείριση της οικονομίας του τόπου, 1960-2019 III

Δυστυχώς, τα δημοσιονομικά θέματα δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και συστηματικά, με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της κατάστασης μετά τη διεθνή οικονομική κρίση (2007/2008). Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την άλλη σοβαρή πηγή δημιουργίας ζήτησης στην αγορά, το τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες κατά κανόνα έδιδαν ασυλλόγιστα δάνεια σε όσους διέθεταν εμπράγματη εγγύηση. Έτσι πολύ καλές κατά τα άλλα ιδέες για επιχειρηματικές δραστηριότητες έμεναν απραγματοποίητες ελλείψει εμπράγματης αξίας για υποθήκευση. Παρόλο που κάναμε πολλές προσπάθειες κατά καιρούς αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης (Τράπεζα Αναπτύξεως, Ταμείο Προτεραιότητας), τα πράγματα αφέθηκαν ανεξέλεγκτα στη συνέχεια.

Οι θέσεις που με πολλούς τρόπους εξέφραζα προς τους κυβερνώντες ήταν και πάλι προς την κατεύθυνση επαναδραστηριοποίησης της οικονομίας για να αποφύγουμε μελλοντικές περιπέτειες. Η θέση μου ήταν ότι δύο είναι οι τομείς που δαπανούν, καταναλίσκοντας ή επενδύοντας, ο Δημόσιος κι ο Ιδιωτικός. Όταν ο ένας πρέπει να περιορίσει τις δραστηριότητές του, για να μην επηρεαστεί η απαιτούμενη συνολική ζήτηση, ο άλλος τομέας θα πρέπει να αναπληρώσει τη χαμένη ζήτηση. Με το πολύ απλοποιημένο αυτό σχήμα θέλαμε να τονίσουμε ότι εφόσον ο δημόσιος τομέας έπρεπε να περιορίσει τις δραστηριότητες, ταυτόχρονα έπρεπε να βοηθηθεί ο ιδιωτικός τομέας να δραστηριοποιηθεί περισσότερο. Τόσο στην περίπτωση του δημόσιου τομέα όσο και στην περίπτωση του ιδιωτικού θα έπρεπε να δίδεται έμφαση στις επενδυτικές έναντι των καταναλωτικών δραστηριοτήτων. Δυστυχώς, η εφαρμογή του Προγράμματος Σύγκλισης της ΕΕ ούτε το ένα ούτε το άλλο έκαμε.

Η προσπάθεια του Υπουργείου Οικονομικών να εξυγιάνει τα δημοσιονομικά μεγέθη παραγνωρίζοντας τα πιο πάνω είχε στην πράξη 'στεγνώσει' σε κάποια φάση την οικονομία με εμφανείς αρνητικές επιπτώσεις τόσο στη συνέχιση της υγιούς λειτουργίας της όσο και στην ανάπτυξή της. Όπως την χαρακτήρισα τότε, η πολιτική αυτή οδήγησε στην επαλήθευση της ιστορίας του γάιδαρου του Χότζα που 'τώρα που έμαθε να μην τρώει, εψόφησε'. Τα κυβερνητικά σχέδια για ενθάρρυνση και υποβοήθηση του ιδιωτικού τομέα προωθούντο με πολύ αργό ρυθμό. Η παραγωγική διαδικασία επιβαρύνθηκε με πρόσθετα κόστη, παρά την ύπαρξη γενικού προβλήματος ανταγωνιστικότητας της κυπριακής επιχείρησης. Τα μεγάλα έργα, που θα έπρεπε να προωθηθούν για στήριξη της γενικότερης ανάπτυξης, εσυζητούντο χωρίς να υλοποιούνται.

Εισηγήθηκα τότε ότι η Κυβέρνηση θα έπρεπε να κινηθεί προς δύο κατευθύνσεις: Πρώτα, να προσπαθήσει την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών να την επιτύχει μέσω των διαρθρωτικών προνοιών του Προγράμματος Σύγκλισης, είτε υπάρχουν είτε να επινοηθούν νέες, και δεύτερο να καταβάλει έντονες και συντονισμένες προσπάθειες να προωθήσει διάφορα έργα και δραστηριότητες στον Ιδιωτικό Τομέα γιατί δεν μπορεί η αναδιάρθρωση της οικονομίας να περιμένει την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.

Με εξαίρεση την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων στα 63, τη φορολογική αμνηστία και την έκδοση των εκκρεμούντων τίτλων ιδιοκτησίας (που δεν έγινε), το Πρόγραμμα Σύγκλισης στηρίχθηκε βασικά στην αύξηση της φορολογίας/τελών και στη συγκράτηση του μισθολογίου. Βέβαια το Πρόγραμμα Σύγκλισης ήταν εξυπαρχής σταθεροποιητικό. Θα έπρεπε να καταβληθεί μια νέα προσπάθεια αύξησης των κυβερνητικών εσόδων από πηγές που δεν επηρεάζουν τη γενικότερη οικονομία και ταυτόχρονης αναδιάρθρωσης των συνολικών δαπανών υπέρ των δαπανών αναπτύξεως. Άρα προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί στην εξασφάλιση εσόδων, που, χωρίς να επηρεάζουν τα κόστη των επιχειρήσεων ή το βαλάντιο των απλών πολιτών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μείωση του δημόσιου χρέους και μείωση/εξάλειψη της πηγής του κακού.

Αναφορικά με την αναδιάρθρωση των δαπανών υπέρ των παραγωγικών τοιούτων, ασφαλώς η Κυβέρνηση θα έπρεπε να συνεχίσει την πολιτική λιτότητας αναφορικά με τις καταναλωτικές δαπάνες, χωρίς να παραγνωρίζει βέβαια ορισμένες αναγκαίες μεταβιβάσεις εισοδήματος σε δυσπραγούσες τάξεις του λαού ή και παραγωγικούς τομείς που πλήττονταν ανεπανόρθωτα για διάφορους λόγους. Όμως τα βασικά αναπτυξιακά προγράμματα έπρεπε να προωθηθούν. Η Κύπρος θα έπρεπε να καταστεί ένα σύγχρονο οικονομικό Ευρωπαϊκό Περιφερειακό Κέντρο. Ήταν η μόνη ελπίδα επιβίωσης και ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας. Η Κυβέρνηση θα έπρεπε να προσφύγει, όπως έκαμε με τα αεροδρόμια, σε διευθετήσεις με τον ιδιωτικό τομέα για προώθηση εκείνων των έργων ή προγραμμάτων που προσφέρονται ή όπου η ίδια αδυνατεί να τα προωθήσει. Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια σύγχρονη κι ανταγωνιστική οικονομία.

Αναφορικά με τα θέματα εξοικονόμησης πόρων η Κυβέρνηση έπρεπε να επιδοθεί στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Υπηρεσίας, την επέκταση του ωραρίου εργασίας και την εισαγωγή του συστήματος βάρδιας για αποφυγή των τεράστιων υπερωριών, την εισαγωγή σε ευρύτερη έκταση του συστήματος εναλλαξιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ η ανάθεση διαφόρων δραστηριοτήτων στον ιδιωτικό τομέα δεν έπρεπε να αποκλειστεί. Επίσης θα μπορούσε να ρυθμιστεί η εκκρεμότητα που υπήρχε αναφορικά με τη διαφοροποίηση του τρόπου υπολογισμού και της μεθόδου καταβολής της ΑΤΑ.

Για το σοβαρότατο πρόβλημα της φοροδιαφυγής, για πολλά χρόνια προσπαθούσα να πείσω τους Υπουργούς Οικονομικών να δουν το θέμα της χρέωσης μεγάλου μέρους των προσωπικών/οικογενειακών εξόδων των επιχειρηματιών στις επιχειρήσεις τους. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, ότι η κατάσταση ήταν υπό έλεγχον, έχω την εντύπωση ότι η φοροδιαφυγή ξεκινά από εκεί. Το θέμα και σήμερα θα πρέπει να συζητηθεί με τους Συνδέσμους Λογιστών. Ύστερα από τόσα χρόνια ακούσαμε τελευταία τον Υπουργό Οικονομικών να μιλά για το θέμα αυτό!

*Πρώην Υπουργός, πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού