Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και η οικονομική κρίση

Έγκριτοι οικονομολόγοι όταν αναφέρονταν στην ανάπτυξη δεν προχώρησαν παρακάτω, γιατί θεώρησαν ότι αυτή δεν μπορούσε να προωθηθεί, λόγω της υφιστάμενης δημοσιονομικής κατάστασης. Ούτε η Κυβέρνηση, ούτε οι Ημικρατικοί Οργανισμοί ήταν σε θέση να προωθήσουν αναπτυξιακά έργα
Aπό την έναρξη της τελευταίας οικονομικής κρίσης με τηλεμηνύματα προς τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους αρμόδιους Υπουργούς με συγκεκριμένες εισηγήσεις επέμενα στην ανάγκη προώθησης της ανάπτυξης παράλληλα με την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. Στην προσπάθειά μου να σπρώξω προς την κατεύθυνση αυτή δημοσιοποίησα και σχετικά άρθρα, όπως το «Γιατί όχι ενίσχυση του παρονομαστή».


Η θέση μου ήταν ότι, το πρόβλημα που προέκυψε, λόγω της οικονομικής κρίσης, εμφανίζεται τελικά σε δύο λόγους/κλάσματα, το ποσοστό του δημοσιονομικού ελλείμματος και το ποσοστό του δημόσιου χρέους. Και στις δύο περιπτώσεις παρονομαστής είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Η έμφαση που δόθηκε και οι πλείστες συζητήσεις που έγιναν στράφηκαν προς την κατεύθυνση της μείωσης των δημόσιων δαπανών και του δημόσιου χρέους, δηλαδή τη μείωση του αριθμητή του κλάσματος. Πολύ λίγες εισηγήσεις έγιναν για την αύξηση του παρονομαστή, την αύξηση του ΑΕΠ, την προώθηση της ανάπτυξης.


Μερικοί έγκριτοι οικονομολόγοι όταν αναφέρονταν στην ανάπτυξη δεν προχώρησαν παρακάτω, γιατί θεώρησαν ότι αυτή δεν μπορούσε να προωθηθεί, λόγω της υφιστάμενης δημοσιονομικής κατάστασης. Ούτε η Κυβέρνηση, ούτε οι Ημικρατικοί Οργανισμοί ήταν σε θέση να προωθήσουν αναπτυξιακά έργα. Από την άλλη, ένα ευρύτερο πρόγραμμα ενθάρρυνσης του ιδιωτικού τομέα για δραστηριοποίηση και πάλι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα είχε ως συνέπεια την απώλεια δημοσίων εσόδων. Κι έτσι, η όλη προσπάθεια επικεντρώθηκε στην περικοπή δαπανών και την αύξηση των εσόδων. Κι οι δύο ενέργειες, έστω κι αν γίνονται υπό τον μανδύα των διαρθρωτικών αλλαγών και μπορεί να είναι σωστές υπό ομαλές συνθήκες, είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι είχαμε κάπου εφαρμογή της γνωστής κυπριακής παροιμίας «το σσoινίν του χωρκάτη μονό δεν φτάνει και διπλό φτάνει και περισσεύει».


Αλλά, δεν είναι πρόθεσή μου να εμπλακώ τώρα σε οικονομικές θεωρίες για τη σημασία τόνωσης της ζήτησης σε περίοδο ύφεσης μέσω της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης. Ούτε θα επαναλάβω τη ρήση του μεγάλου οικονομολόγου Κέινς ότι, σε περίπτωση οικονομικής ύφεσης, ακόμη και τρύπες στους δρόμους θα πρέπει να ανοίγουμε, για απασχόληση ανέργων και τόνωση της ζήτησης. Δυστυχώς, τόσο στην Κύπρο, όσο κι ευρύτερα, επικράτησαν οι οικονομολόγοι της συντήρησης. Όμως, θα επαναλάβω κάτι που έκαμα τότε με σχετικά σημειώματα προς τους ιθύνοντες κι εδώ και στην Ελλάδα.


Εφόσον ο δημόσιος τομέας δεν είναι σε θέση να τονώσει τη γενικότερη ζήτηση (κατανάλωση+επένδυση), γιατί η Κυβέρνηση δεν ενθαρρύνει και υποβοηθά τον ιδιωτικό τομέα να επιδείξει ο ίδιος μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον; Κι ας μην προβληθεί το επιχείρημα ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι πρόθυμος να επενδύσει εν μέσω ύφεσης. Ο ίδιος ο οργανωμένος ιδιωτικός τομέας (ΟΕΒ/ΚΕΒΕ) δημοσιοποίησε, τότε, κατάλογο με μεγάλα αναπτυξιακά έργα, που θα μπορούσε να προωθήσει, αν είχε την ενθάρρυνση/διευκόλυνση της Κυβέρνησης.
Σύστημα BOT


Πέραν τούτου, η εισήγησή μου προς τους αρμοδίους ήταν όπως η Κυβέρνηση αναθέσει αριθμό δημοσίων έργων με το σύστημα του BOT στον ιδιωτικό τομέα. Μερικά από τα έργα που εισηγήθηκα ήταν η ανέγερση κυβερνητικών κτηρίων παγκύπρια, τα περισσότερα από τα οποία σήμερα είναι ενοικιαζόμενα, η ανάθεση της ανέγερσης κατοικιών για τους δικαιούχους του Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης, η εκτέλεση οδικών έργων, μαρίνων κ.ά. Τα έργα αυτά θα πρέπει, ούτως ή άλλως, να γίνουν. Γιατί να μη γίνουν σε μια περίοδο ύφεσης; Κι αν ακόμα με την μέθοδο αυτή αυξηθεί το δημόσιο χρέος, τα οφέλη από τη δραστηριοποίηση της οικονομίας, την αύξηση της απασχόλησης ευρύτερα και τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών στη συνέχεια θα είναι τέτοια, που θα μπορούσαμε να «αντέξουμε» μια μικρή αύξηση του χρέους.


Αυτά έπρεπε να γίνουν όταν διαφάνηκε ότι η διεθνής κρίση θα επηρέαζε και την κυπριακή οικονομία. Με την κρίση ρευστότητας στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα αργότερα, ίσως να ήταν πιο δύσκολο να επιτύχει ένα τέτοιο εγχείρημα. Όμως, θα έπρεπε να είχε επιχειρηθεί, έλεγα στους αρμοδίους το 2011. Για τις δυσκολίες χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, γενικά, από τις τράπεζες, που προέκυψαν στη συνέχεια, εισηγήθηκα τότε να μελετηθεί ένα εγχείρημα που κάναμε αμέσως μετά το 1974, όταν αντιμετωπίζαμε ανάλογες και πιο δύσκολες καταστάσεις. Τότε δημιουργήσαμε το Ταμείο Χρηματοδότησης Έργων Προτεραιότητας στην Κεντρική Τράπεζα, με την υποχρεωτική κατάθεση ενός μικρού ποσοστού των καταθέσεων των τραπεζών.


Με βάση έναν κατάλογο προτεραιοτήτων, που ετοιμάσαμε, και με κυβερνητική εγγύηση οι τράπεζες χρηματοδοτούσαν, μέσω του Ταμείου, έργα επαναδραστηριοποίησης/ανάπτυξης. Η επιτυχία του εγχειρήματος ήταν μεγάλη, ενώ η Κυβέρνηση δεν είχε καμιάν απώλεια. Τα δάνεια θα δίδονται με τις συνήθεις εξασφαλίσεις και τραπεζικές διαδικασίες. Δεν μελέτησα τότε τις τυχόν δυσκολίες, λόγω των δεσμεύσεών μας με την ΕΕ. Αλλά κι αν ακόμα θεωρούσαν τις κυβερνητικές εγγυήσεις ως μέρος του δημόσιου χρέους, νομίζω θα άξιζε τον κόπο να υποστούμε μια κάποια αύξησή του, αν, πράγματι, καταφέρναμε, με τον τρόπο αυτό, να δραστηριοποιήσουμε την οικονομία.


Τέλος, όταν μπήκαμε στο Μνημόνιο, η εισήγησή μου ήταν να ζητήσουμε από την Τρόικα να προστεθεί ένα ποσό για χρηματοδότηση έργων αναπτύξεως και τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, κάτι που θα μας βοηθούσε να βγούμε πιο νωρίς και σίγουρα από το Μνημόνιο.
ΔΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Πρώην Υπουργός,
πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού
http://www.iacovosaristidou.com