Ειδήσεις

Αποκαλυπτική έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το ΡΙΚ

Απευθείας αναθέσεις, εκατοντάδες χιλιάδες οι απολαβές των διευθυντών

Ανάμεσα στα ευρήματα καταγράφονται οι ετήσιες απολαβές των Γενικών Διευθυντών και το συνολικό κόστος για το ΡΙΚ, το οποίο ανέρχεται στις 867.118,76
Με επιδίωξη να υποβοηθηθεί "κατά το δυνατόν" η Βουλή ενόψει της ψήφισης, προχθές Παρασκευή, του αναθεωρημένου προϋπολογισμού του ΡΙΚ και κατόπιν δημόσιων αναφορών σχετικά με προβλήματα κακοδιαχείρισης στο Ίδρυμα, η Ελεγκτική Υπηρεσία εξέτασε εκ νέου το θέμα και υπέβαλε, προς τούτο, ειδική έκθεση.


Η έκθεση αφορά στοιχεία για τον αριθμό και τις δαπάνες του προσωπικού του ΡΙΚ και κάποια στοιχεία συνολικού κόστους λειτουργίας για το 2018.


Ανάμεσα στα ευρήματα καταγράφονται οι ετήσιες απολαβές των Γενικών Διευθυντών και το συνολικό κόστος για το ΡΙΚ, το οποίο ανέρχεται στις 867.118,76.


Όπως καταγράφεται στην έκθεση, το υπαλληλικό προσωπικό του ΡΙΚ ανέρχεται συνολικά στα 374 άτομα για το 2018. Οι μόνιμοι υπάλληλοι είναι 83, οι συνεργάτες αορίστου χρόνου 253 και οι τακτικοί 38, ενώ οι συνολικές δαπάνες στους μισθούς και τα επιδόματα των εργαζομένων για το 2018 ανέρχονται στα 14.418.770.


Επίσης, το 2018, το Ίδρυμα κατέβαλε κατ’ αποκοπήν μηνιαίο επίδομα τηλεφώνου (€12,75 - €25) σε 135 άτομα, συνολικού ποσού ύψους €22.211.
Οι αποζημιώσεις για εργασία τις Κυριακές, αργίες, επίδομα βάρδιας και υπερωρίες των μόνιμων υπαλλήλων ανέρχονται για το 2018 στις €188.534, ενώ για τους συνεργάτες αορίστου χρόνου στις €618.351.
Εσωτερικές παραγωγές


Aναφορικά με το συνολικό κόστος των εσωτερικών παραγωγών, αυτό ανήλθε στο €1.110.421,46 και των συμπαραγωγών στο €1.251.950,00.


Οι δύο πιο ακριβές εσωτερικές παραγωγές του ΡΙΚ για το 2018 είναι η σειρά εποχής «Καμώματα τζι αρώματα», το κόστος της οποίας ανέρχεται σε €492.718,45, και το τηλεπαιχνίδι γνώσεων «Ο πιο αδύναμος Κρίκος» με €273.596,34.


Η πιο πολυέξοδη συμπαραγωγή για το 2018 είναι τα «Χάλκινα Χρόνια» με €352.800,00.
Παροχείς υπηρεσιών


Την ίδια ώρα, το συνολικό κόστος αναφορικά με τις προσλήψεις παροχέων υπηρεσιών ανέρχεται στις €764.910.


Το 2018 το ΡΙΚ εργοδοτούσε 30 σκηνοθέτες, 15 μοντέρ, 49 δημοσιογράφους, 6 παρουσιαστές και 13 εκφωνητές.


Η έκθεση προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία ανάθεσης παροχής υπηρεσιών, σημειώνοντας ότι το Ίδρυμα, ενώ εργοδοτούσε Λειτουργούς με τις πιο πάνω ειδικότητες, έχει προβεί στην πρόσληψη/αγορά νέων παροχέων υπηρεσιών, και υποδεικνύει: "To Ίδρυμα, για κάλυψη των αναγκών του, οφείλει να αξιοποιεί πρώτα το υφιστάμενο προσωπικό, προτού προσφύγει σε αγορά υπηρεσιών".


Συγκεκριμένα σημειώνει:


(α) Η ανάθεση των πιο πάνω εργασιών γίνεται με τη σύναψη συμφωνητικών εγγράφων παροχής υπηρεσιών, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού. Αναφέρεται σχετικά ότι 11 παροχείς υπηρεσιών συνεργάζονται με το Ίδρυμα από την περίοδο 1991-1998, 6 παροχείς από την περίοδο 2002-2005, 8 από την περίοδο 2006-2010, 12 παροχείς από την περίοδο 2011-2015 και οι υπόλοιποι 45 παροχείς από το έτος 2016 και μετά.


«Η Υπηρεσία μας θεωρεί ότι η μη προκήρυξη προσφορών στις προαναφερόμενες περιπτώσεις παραβιάζει τις βασικές αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και του υγιούς ανταγωνισμού.


Όπως μας ενημέρωσε το ΡΙΚ, με βάση έκθεση του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου ημερ. 23.1.2019, αναφορικά με τις συμβάσεις υπηρεσιών, έγιναν συγκεκριμένες εισηγήσεις για διενέργεια προκήρυξης τις οποίες η Διεύθυνση έχει υιοθετήσει.
Απευθείας αναθέσεις


Σύμφωνα με επιστολή η οποία στάλθηκε στο Ραδιοφωνικό ́Ιδρυμα Κύπρου, ημερ. 14.3.2019, που αφορούσε στον δειγματοληπτικό έλεγχο που διεξήχθη για την αγορά Υπηρεσιών και Συνεργατών (Μισθωτοί) Ορισμένου Χρόνου, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:


(i) M.A.M. Wedding Exclusive Ltd. Το Ίδρυμα, παρά το γεγονός ότι εργοδοτεί 3 ενδυματολόγους, προέβη χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού, αλλά με απευθείας ανάθεση, σε αγορά υπηρεσιών ενδυματολόγου με την πιο πάνω εταιρεία για τις ανάγκες των παρουσιαστών/αθλητικογράφων των Δελτίων Ειδήσεων και ενημερωτικών εκπομπών του ΡΙΚ, για την περίοδο από 1.9.2018 μέχρι 30.11.2018, για το ποσό των €1.500 πλέον ΦΠΑ μηνιαίως.


Όπως μας αναφέρθηκε, η ανάγκη για αγορά υπηρεσιών ενδυματολόγου είναι για πέραν των 3 μηνών και το Ίδρυμα θα προβεί σε προκήρυξη διαγωνισμού για την αγορά των υπηρεσιών αυτών».


Ακολούθως, ο Γενικός Ελεγκτής προβαίνει στις παρακάτω συστάσεις:


«Παρόλο που το κόστος της σύμβασης που υπογράφηκε με απ’ ευθείας ανάθεση δεν υπερβαίνει τις €5.000, το Ίδρυμα έπρεπε εξ αρχής να προβεί σε προκήρυξη διαγωνισμού. Το Ίδρυμα οφείλει να ακολουθεί τις προβλεπόμενες από τον Νόμο διαδικασίες για αγορά υπηρεσιών και να μην προβαίνει σε κατάτμηση των συμβάσεων.


Σχετικά με τα πιο πάνω, εκφράζουμε τις επιφυλάξεις μας κατά πόσον ήταν αναγκαία η αγορά των συγκεκριμένων υπηρεσιών, αφού το Ίδρυμα διαθέτει αρκετούς λειτουργούς που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τον σκοπό αυτό».
Ο ρόλος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και αθέμιτος ανταγωνισμός


Μια δημόσια ραδιοτηλεόραση θα έπρεπε να πληροί τα ακόλουθα βασικά κριτήρια λειτουργίας: Να είναι πλήρως ακηδεμόνευτη από κυβερνητικές, κομματικές ή άλλου είδους παρεμβάσεις, να έχει ως αποστολή την προώθηση της παιδείας και του πολιτισμού και τη διαρκή επιμόρφωση των πολιτών, να είναι ανεξάρτητη από ποικιλώνυμα κατεστημένα συμφέροντα και εξουσίες, να ανταγωνίζεται τους υπόλοιπους τηλεοπτικούς σταθμούς σε ποιότητα προγράμματος και όχι τηλεθέασης, και να καθορίζει τη λειτουργία της σ’ ένα πλαίσιο κριτηρίων που να απελευθερώνει τη δημιουργικότητα των διαμορφωτών του προγράμματος και όχι να την καταστέλλει.


Υπάρχουν, μάλιστα, χώρες όπου η δημόσια ραδιοτηλεόραση υπάγεται, θεσμικά, στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού και δεν έχει ουδεμία σχέση με ό,τι συμβαίνει στη λεγόμενη «τηλεοπτική αγορά», γεγονός που υπογραμμίζει την, επί της ουσίας, επιμορφωτική λειτουργία της για την κοινωνία.


Το ΡΙΚ πόρρω απέχει από το να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, ευρισκόμενο, λόγω ακριβώς της «αγοραίας» και... «παρασιτικής» λογικής του, σε συνεχή ανταγωνισμό με τα ιδιωτικά κανάλια, και μάλιστα αθέμιτο.


Στο πλαίσιο αυτό, είχε αποφασιστεί, ως γνωστόν, η αποχή του κρατικού καναλιού από την εμπορική διαφήμιση, γεγονός το οποίο προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων αλλά και μια υποφώσκουσα προσπάθεια παραγόντων του ιδρύματος να ανατραπεί η απόφαση.


Θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει αποδεκτή η προφάνεια αυτής της αθεμιτότητας, ότι, πρώτον, το ΡΙΚ δεν μπορεί να λαμβάνει κρατική χορηγία του ύψους που λαμβάνει, η οποία υπερκεράζει τους προϋπολογισμούς όλων των υπόλοιπων παγκύπριων καναλιών, και συγχρόνως να έχει πρόσβαση στη διαφημιστική πίτα, που αποτελεί το μοναδικό έσοδο των ιδιωτικών ΜΜΕ.


Ότι, δεύτερον, δεν μπορεί να ανταγωνίζεσαι τα υπόλοιπα κανάλια επί τη βάσει της επιδίωξης της τηλεθέασης και της κάρπωσης των διαφημιστικών κονδυλίων, αλλά στόχος του πρέπει να είναι ο ανταγωνισμός στην ποιότητα, καλύπτοντας τα ενδιαφέροντα του συνόλου του πληθυσμού και όχι μόνο μερικών κατηγοριών ή του, μη υπαρκτού, στην ουσία, «μέσου όρου».


Ότι, τρίτον, δεν μπορεί να μετατρέπεται σε τσιφλίκι της εκάστοτε Κυβέρνησης και των κομμάτων, τα οποία το χρησιμοποιούν ως έναν ακόμη μοχλό στο πλέγμα των πελατειακών σχέσεων που έχουν εγκαθιδρύσει, κατά κανόνα με αναξιοκρατικούς και ενίοτε σκανδαλώδεις όρους.


Υπό αυτό το πρίσμα, το ΡΙΚ, ως δημόσια ραδιοτηλεόραση, δεν μπορεί να λειτουργεί κάπου στο ενδιάμεσο - λειτουργώντας, δηλαδή, ως εκείνο που δεν πρέπει, και μη μπορώντας να λειτουργήσει ως εκείνο που πρέπει και μπορεί.