Κυπριακό

«Μουσταφά, τον πολιτισμό και τα μάτια μας»!

Το θέμα του Απ. Ανδρέα και της προστασίας των μνημείων στα κατεχόμενα ήγειρε ο Ν. Αναστασιάδης στη συνάντηση με τον Ακιντζί

«Ένα μνημείο στην κατεχόμενη Κύπρο συνιστά μια διαρκή υπόμνηση της συνεχούς παρουσίας του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού στο νησί, σε μια περιοχή που απειλείται από εκτουρκισμό και εξισλαμισμό»
Θλίψη, οργή και αγανάκτηση προκάλεσε το ρεπορτάζ της «Σημερινής» της περασμένης Κυριακής για την καταστροφή της πολιτισμικής μας κληρονομιάς στα κατεχόμενα, αλλά και τη διαφαινόμενη πρόθεση των Τ/κ να ανεγείρουν μεγάλο μουσουλμανικό τέμενος στον ιερό, προσκυνηματικό χώρο του Αποστόλου Ανδρέα στην Καρπασία.


Η καταστροφή είναι καθημερινή και συνεχιζόμενη και, ήδη, ένα πολύ μεγάλο, και σημαντικό, από ιστορικής και αρχαιολογικής άποψης, μέρος των ελληνικών και χριστιανικών μνημείων στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου έχουν καταστραφεί ανεπιστρεπτί, ενώ εκατοντάδες είναι τα μνημεία τα οποία απειλούνται με ολοσχερή κατάρρευση.


Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήγειρε το θέμα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς στον Τ/κ ηγέτη, Μουσταφά Ακιντζί, στη συνάντηση που είχαν την περασμένη Τρίτη, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο το έργο της Δικοινοτικής Επιτροπής για τον Πολιτισμό, τόσο οικονομικά, όσο και όσον αφορά τη διευκόλυνση των διάφορων δράσεων του έργου της.


Στο πλαίσιο αυτό, εξήγγειλε, μονομερώς, την περαιτέρω ενίσχυση της Επιτροπής με κονδύλι ύψους 500.000 ευρώ, το οποίο θα κατατεθεί στο οικείο Ταμείο.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Σ», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τόνισε, επίσης, την ανάγκη αποκατάστασης όλων των ιστορικών μνημείων της Κύπρου, όσες προσπάθειες κι αν χρειαστούν, αφού αποτελούν την πολιτισμική κληρονομιά του τόπου, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη όπως παραχωρούνται, εφεξής, οι προσήκουσες διευκολύνσεις στους πιστούς για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους στις δυνάμενες να λειτουργηθούν εκκλησίες των κατεχομένων.


Ήγειρε, παράλληλα, το θέμα της αποκατάστασης του καταρρεύσαντος, πρόσφατα, ιερού ναού του Αγίου Ιακώβου, στη νεκρή ζώνη, κάτι για το οποίο οι Τούρκοι υποστήριξαν ότι οι προσπάθειες συντήρησής του διακόπηκαν, λόγω της ανεύρεσης... νάρκης στην περιοχή, γεγονός που καθυστέρησε τις εργασίες συντήρησης και είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του ναού.


Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έθεσε, επίσης, το θέμα του Αποστόλου Ανδρέα, με αφορμή το πρόσφατα ρεπορτάζ της εφημερίδας μας, υποδεικνύοντας ότι το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό και πως ενδεχόμενη ανέγερση μεγάλου μουσουλμανικού τεμένους στον προσφιλέστερο προσκυνηματικό χώρο των Κυπρίων ορθοδόξων θα προκαλούσε μεγάλη και αχρείαστη αναστάτωση.


Ζήτησε, ταυτόχρονα, από τον Τ/κ ηγέτη όπως επιστραφούν στον χώρο της ιεράς μονής σημαντικές εικονογραφίες που φυλάσσονται σήμερα στο Κάστρο της Κερύνειας, αλλά και όπως αποκατασταθεί ως ορθόδοξο μνημείο ο ιερός ναός της Παναγίας της Λύσης, ο οποίος έχει μετατραπεί από τους Τούρκους σε τζαμί.


Ειρήσθω εν παρόδω, ότι, επιστολή για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς διαβίβασε, πρόσφατα, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η πρώην Επίτροπος Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αντρούλα Βασιλείου, ζητώντας από τον Νίκο Αναστασιάδη να προβεί σε όλα τα ενδεικνυόμενα διαβήματα προς την τ/κ πλευρά, για λήψη των επιβαλλόμενων διορθωτικών μέτρων.
Η δικοινοτική επιτροπή


Η δικοινοτική επιτροπή για τον πολιτισμό πράττει ό,τι μπορεί για να διασώσει ό,τι σώζεται, ωστόσο, η έλλειψη ικανών οικονομικών πόρων, αφενός, και οι περιοριστικοί όροι εντολής της, αφετέρου, που την υποχρεώνουν να λειτουργεί σε μια λογική απόλυτης ισορροπίας, με βάση τη φόρμουλα «ένα χριστιανικό μνημείο έναντι ενός μουσουλμανικού», δεν επιτρέπουν την έγκαιρη και αποτελεσματική διάσωση των χριστιανικών και ελληνικών μνημείων, που είναι διάσπαρτα στην κατεχόμενη περιοχή και απειλούνται με ολοκληρωτική εξαφάνιση.


Μαζί τους θα εξαφανιστούν και όλα τα εναπομείναντα ίχνη του ελληνικού και χριστιανικού πολιτισμού του τόπου (σε όλες τις εκφράσεις και εκδοχές του), κάτι που εξυπηρετεί, άριστα, τα σχέδια της Τουρκίας για εκτουρκισμό και εξισλαμισμό των κατεχομένων εδαφών.


Άλλωστε, η πολιτική της Άγκυρας για εκτουρκισμό της Κύπρου στηρίζεται σε τρεις βασικούς άξονες: α) την εθνοκάθαρση και τη διατήρηση, διαμέσου μιας διαιρετικής λύσης, μιας αυτόνομης περιοχής στο βόρειο μέρος του νησιού αμιγώς τουρκικής, β) την αλλαγή των ελληνικών τοπωνυμίων στις ελεγχόμενες από την ίδια περιοχές, και γ) τη «γενοκτονία της ιστορικής μνήμης», διά της εξαφανίσεως κάθε ίχνους ελληνικού και χριστιανικού πολιτισμού, όπερ, με την καταστροφή όλων των μη μουσουλμανικών και τουρκικών μνημείων στα κατεχόμενα εδάφη.


Όπως επισημαίνει ο Πρόεδρος της Βυζαντινολογικής Εταιρείας Κύπρου, Ανδρέας Φούλιας, ο οποίος, με τη συνέντευξή του την περασμένη εβδομάδα στην εφημερίδα μας, ανέδειξε το μέγεθος του προβλήματος, «για μας, ως Έλληνες της Κύπρου, το να διατηρήσουμε ένα μνημείο στην κατεχόμενη Κύπρο, συνιστά μια διαρκή υπόμνηση της συνεχούς παρουσίας του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού στο νησί, σε μια περιοχή που απειλείται από εκτουρκισμό και εξισλαμισμό».
Δυστυχώς, προσθέτει, ήδη, στην κατεχόμενη περιοχή, «τα τζαμιά άρχισαν να φαίνονται περισσότερο από τις εκκλησίες», αλλοιώνοντας, βίαια και ανεπανόρθωτα, το πολιτισμικό τοπίο του χώρου.


Μια αλλοίωση που δεν είναι μόνον ποσοτική, αλλά και «ποιοτική», καθώς η ανέγερση των τζαμιών στα κατεχόμενα, που χρηματοδοτείται από σαουδαραβικά ταμεία, έχει επιπτώσεις και στην αρχιτεκτονική των νεοανεγειρόμενων τεμενών. «Γι’ αυτό, δεν είναι τυχαίο», σημειώνει περαιτέρω, «αυτό που παρατηρούμε εξόφθαλμα, ότι τα νέα τζαμιά, σε όγκο, κυρίως, αλλά και στυλ, δεν έχουν καμία σχέση με τα παραδοσιακά μουσουλμανικά τζαμιά της Κύπρου, που ήταν ‘σεμνότερα’ σε ύφος και μικρότερα σε μέγεθος».


Αδιαφορία, λοιπόν, μεθοδευμένη εγκατάλειψη και εσκεμμένη σύληση συνεργούν στο «έργο» του πανδαμάτορα χρόνου, ο οποίος, εάν δεν ληφθούν επειγόντως άμεσα μέτρα, θα εξαφανίσει και τα τελευταία αποτυπώματα της ιστορίας από την κυπριακή γη.


«Αν δεν επέμβει ο ανθρώπινος παράγοντας, κάποια στιγμή όλα θα καταρρεύσουν», τονίζει. «Πόσω μάλλον σε μια κατεχόμενη περιοχή, όπου δεν υπάρχει έλεγχος και παρακολούθηση και, συχνά, επιτρέπεται κάθε είδους ασυδοσία. Αν θέλει κάποιος να πάρει ένα παράθυρο ή κάποιες πέτρες για δική του χρήση απ’ όλα αυτά τα ερειπωμένα ή μισοερειπωμένα μνημεία, ποιος θα τον εμποδίσει;


»Και μιλάμε για ανθρώπους που δεν μπορούν να καταλάβουν τη σημασία αυτών των μνημείων, αλλά, ακόμη και στην περίπτωση που μπορέσουν να καταλάβουν, δεν έχουν οιοδήποτε δεσμό με τους συγκεκριμένους χώρους, για να τους σεβαστούν. Από την άλλη, όταν βλέπει κάποιος μπροστά του ένα σωρό από ερείπια για τα οποία δεν ενδιαφέρεται κανένας, γιατί να μην τα πάρει; Είναι η λογική ροή των πραγμάτων. Αν προσθέσει κανείς και τις διάφορες φυσικές καταστροφές -θύελλες, καταιγίδες, νεροποντές-, τότε η καταστροφή είναι αμετάκλητη».
Τα κονδύλια


Τα χρησιμοποιούμενα κονδύλια προέρχονται, ως επί το πλείστον, από την Κυπριακή Δημοκρατία και, από τ/κ πλευράς, από το Evkaf, ενώ έχουν χρησιμοποιηθεί τόσο αμερικανικά, όσο και ευρωπαϊκά κονδύλια για σκοπούς συντήρησης και αποκατάστασης. Στο πλαίσιο αυτό έγιναν σημαντικές αποκαταστάσεις, όπως η Παναγία των Αρμενίων στη Λευκωσία, ο ναός του Αγίου Αυξεντίου στην Κώμη Κεπήρ, τα τείχη της Αμμοχώστου, ο Άγιος Παντελεήμονας στη Μύρτου, κ.ά., ωστόσο, μένουν παρά πολλά ακόμη να γίνουν, και μάλιστα με τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος.


Γενικότερα, υπάρχει, όπως σημειώνει ο κ. Φούλιας, ενδιαφέρον και από οργανισμούς και πανεπιστήμια του εξωτερικού, καθώς αρκετά από τα μνημεία μας ήταν ήδη αρκετά γνωστά στην έρευνα, όπως η Κανακαριά, η Έγκωμη, κ.ά. Μάλιστα, λόγω αυτού του γεγονότος, διάφοροι ερευνητές, στην αντίληψη των οποίων είχαν περιέλθει κλεμμένες κυπριακές αρχαιότητες από αρχαιοκαπήλους, ήρθαν σε επαφή με την Κυπριακή Δημοκρατία και την ενημέρωσαν, με αποτέλεσμα να διασωθούν αρκετά.


Ωστόσο, για να έχει αντίκρισμα το ενδιαφέρον αυτών των διεθνών οργανισμών, εξηγεί, θα πρέπει να υπάρχει η δέουσα συνεργασία των κατοχικών «αρχών». «Εάν δεν επιτρέψουν, όπως έγινε συχνά στο παρελθόν, να γίνει επόπτευση ενός χώρου, επειδή, όπως ισχυρίζονται, βρίσκεται σε στρατιωτική περιοχή, πώς θα παρέμβει κάποιος;».
Προγράμματα αποκατάστασης στην Καρπασία


Αυτήν την περίοδο βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σημαντικό πρόγραμμα αποκατάστασης μνημείων στην Καρπασία, η οποία, όπως λέει ο κ. Φούλιας, «είναι, από μόνη της, ένα τεράστιο και ανεκτίμητο σε αρχαιολογικούς θησαυρούς μουσείο! Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι, η χερσόνησος, είναι η κοιτίδα τόσο του Ελληνισμού, όσο και του Χριστιανισμού στην Κύπρο. Ας θυμηθούμε την Αχαιών Ακτή, τη Σαλαμίνα, τον Απόστολο Βαρνάβα, τον Απόστολο Επιφάνιο, ένας απίστευτος πλούτος όπου, δυστυχώς, τεράστια είναι και η καταστροφή».
Τα μουσουλμανικά μνημεία


Για τη συντήρηση των μουσουλμανικών μνημείων χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, κονδύλια της Κυπριακής Δημοκρατίας.


Παλαιότερα, επισημαίνει ο Ανδρέας Φούλιας, ήταν από κονδύλια αποκλειστικά από την Κυβέρνηση. «Η οποία πολύ καλά έπραττε. Γιατί η διαχρονική φροντίδα εκ μέρους της ΚΔ των μουσουλμανικών μνημείων ανάγκασε το κατοχικό καθεστώς να επιδείξει ενδιαφέρον και για τα δικά μας μνημεία, αφού έμενε εκτεθειμένο στις εκθέσεις των διαφόρων διεθνών επιτροπών για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς που επισκέπτονταν την Κύπρο, οι οποίες έβλεπαν, αφενός την άριστη συντήρηση των μουσουλμανικών μνημείων, και, αφετέρου, την πλήρη εγκατάλειψη των χριστιανικών.


»Βεβαίως, για να είμαστε ειλικρινείς, υπήρξαν και ατυχή περιστατικά βανδαλισμού μουσουλμανικών θρησκευτικών χώρων στην πλευρά μας, τα οποία είναι πλήρως καταδικαστέα. Είναι δεδομένο, ωστόσο, ότι πολιτική του κυπριακού κράτους και της Παιδείας μας είναι ο πλήρης σεβασμός του άλλου και της ιστορίας του, της κληρονομιάς οποιασδήποτε θρησκευτικής ή εθνοτικής κοινότητας.


»Και αυτό έχει να κάνει με τον σεβασμό και την προαγωγή της ιστορίας και της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου εν γένει, είτε αφορά την ελληνική, την ορθόδοξη, τη λατινική/καθολική, την οθωμανική, τη μουσουλμανική, την αρμενική, ή τη μαρωνιτική της διάσταση. Ο πολιτισμός μας είναι ένα όμορφο, πολύχρωμο μωσαϊκό και ως τέτοιο πρέπει να τον διαφυλάξουμε. Και συνιστά έναν μοναδικό πλούτο, που ελάχιστες χώρες έχουν να επιδείξουν. Η γεωγραφική μας θέση αποτυπώνεται, εκπληκτικά, και στο μνημειακό μας περιβάλλον. Και είναι κάτι που πρέπει να διαφυλάξουμε».