Η «εξουδετέρωση» δικαστικής απόφασης

Ένας Νόμος, όταν κριθεί από το Δικαστήριο αντισυνταγματικός, αφορά όλη την κοινωνία και προφανώς κάθε όργανο και Αρχή στο Κράτος
Σε κάθε Δημοκρατία, ιδιαίτερα όταν τελεί υπό παράνομη κατοχή, δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα εάν υπάρχει καλή θέληση και βούληση για τομές χάριν της διάσωσης του Κράτους

Το Διοικητικό Δικαστήριο, πρωτόδικα από τη νομοθετική εγκαθίδρυσή του και το Ανώτατο Δικαστήριο πριν από την ίδρυση τού Διοικητικού Δικαστηρίου αλλά και τώρα ως Εφετείο έχουν κατά το Σύνταγμα (Άρθρο 146 ως τροποποιήθηκε) εξουσία να ακυρώνουν ή να επικυρώνουν διοικητική πράξη που αμφισβητήθηκε ενώπιόν τους. Η εξουσία αυτή χαρακτηρίστηκε με απόφαση του 1991 του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι οδηγεί μόνο σε «Δηλωτικές αποφάσεις», που δεν φέρουν από μόνες τους τη δυνατότητα εκτέλεσής τους!


Πρόσθεσε όμως το ίδιο το Δικαστήριο στην κατά πλειοψηφίαν αυτήν απόφασή του ότι το «μειονέκτημα» αυτό «μετριάζεται από το γεγονός ότι στη σφαίρα του Δημοσίου Δικαίου σαν θέμα χρηστής διοίκησης τα διοικητικά όργανα και οι Αρχές οφείλουν να ενεργούν υπεύθυνα και να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις αυτές, όπως έχουν καθήκον να πράξουν κάτω από την παράγραφο 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Άλλωστε είναι ρητή πέρα από την πρόνοια στο Άρθρο 146(5) του Συντάγματος, η υποχρέωση αυτή για συμμόρφωση και από τον ίδιο τον Νόμο 158(Ι)/99 που περιέχει τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.


Ο όρος «εξουδετέρωση» της Δικαστικής απόφασης που διατύπωσε ο Υπουργός Οικονομικών, ως αδικαιολόγητη μορφή απαρέσκειας έναντι Δικαστικής απόφασης, είναι γνωστός στη Νομολογία μας όταν εξετάστηκε αίτηση αναστολής πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης που ζήτησε η Διοίκηση, στην οποία κρίθηκε (1990) ότι δεν δικαιολογείται η αναστολή της ακυρωτικής απόφασης «...στην περίπτωση που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συνέχιση της παρανομίας και την εξουδετέρωση της πρωτόδικης απόφασης».


Προφανώς το δικαίωμα έφεσης είναι απόλυτα σεβαστό και προβλεπόμενο ως δικαίωμα καταφυγής στη Δικαιοσύνη και δεν αποβλέπει σε «εξουδετέρωση» μιας Πρωτόδικης απόφασης. Γίνεται η Έφεση για να υπάρξει η τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου περί το εγερθέν ζήτημα. Παράλληλα όμως η άσκηση έφεσης δεν αναιρεί, ούτε εξαφανίζει την Πρωτόδικη απόφαση.


Εάν δεν συμμορφωθεί το Κράτος προς την όποιαν ακυρωτική απόφαση και ειδικά στη δεδομένη για τους Δημόσιους Υπαλλήλους, δεν υπάρχει μέθοδος τιμωρίας επί της μη ενεργού συμμόρφωσης. Το γνωστό ζήτημα περί το Άρθρο 150 του Συντάγματος, που προβλέπει μεν εξουσία «...επιβολής ποινής ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου...» αλλά, όμως, δεν εφαρμόζεται λόγω της έλλειψης από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας (1960) Νόμου, που να προβλέπει διαδικασία και ποινές.


Άρα ουσιαστικά αχρείαστη η, μετά την Έφεση, υποβολή αίτησης για «αναστολή» της απόφασης του τριμελούς Διοικητικού Δικαστηρίου. Αίτηση άλλωστε που θα επιζητεί την «αναβίωση» ενός Νόμου που κρίθηκε αντισυνταγματικός! Πρόσθετα, αφού υπάρχει η διάκριση των εξουσιών, δεν μπορεί να δημιουργεί ή να επαναφέρει εν ζωή νόμους το Δικαστήριο, μετά τη διαπίστωση ότι είναι αντισυνταγματικοί! Προφανώς δεν μπορεί να αυτοκαταργεί την κρίση του για την παρανομία.


Ένας Νόμος, όταν κριθεί από το Δικαστήριο αντισυνταγματικός, αφορά όλη την κοινωνία και προφανώς κάθε όργανο και Αρχή στο Κράτος. Η διακήρυξη της αντισυνταγματικότητας δεν έχει σημασία στιγμιαία και διά το μέλλον μόνο. Επιφέρει εξαφάνιση του Νόμου εξαρχής και βέβαια έναντι πάντων. Αφού η καταφυγή στη Δικαιοσύνη είναι ένα ατομικό δικαίωμα κατά το Σύνταγμα και τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θα πρέπει να τύχει σεβασμού από το Κράτος κατά το Άρθρο 35 του Συντάγματος.


Σε κάθε Δημοκρατία, ιδιαίτερα όταν τελεί ως εν προκειμένω η Κυπριακή Δημοκρατία υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή, διαίρεση και εποικισμό, δεν υπάρχουν άλυτα προβλήματα εάν υπάρχει καλή θέληση και βούληση για τομές χάριν της διάσωσης του Κράτους. Δεν είναι δυνατό να αφήνουμε τη Βουλή με 55 βουλευτές για τόσο χρόνο και ούτε πρέπει να αναζητούμε πάντα λύσεις με δικαστική κρίση. Απαιτείται πολιτική συναίνεση. Απαιτείται υπέρβαση πολιτικής αντιπαλότητας.


Απαιτείται αναζήτηση πολιτικής λύσης. Ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο λαός δεν ευθύνεται ούτε για την εισβολή της Τουρκίας και τις τόσες για 45 χρόνια τραγικές συνέπειες που επέφερε, αλλά ούτε για την όποια οικονομική πολιτική που έφερε τόση καταστροφή. Η ευθυνομένη για πολλά καταστροφικά λάθη πολιτική ηγεσία, οφείλει επιτέλους να αναγνωρίσει τα διαχρονικά σφάλματά της και να συντελέσει έστω και τώρα, στην από κοινού προσπάθεια διαφύλαξης του τόπου και του ίδιου του λαού, τώρα και στο μέλλον, από τους όποιους υπαρκτούς και προφανείς σε βάρος του κινδύνους.
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης
Δικηγόρος