Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και η οικονομία

Η μεγάλη καθυστέρηση που υπήρξε μεταξύ 1988 και 1998 στην εναρμονιστική προσπάθεια δεν βοήθησε στην έγκαιρη και ομαλή ένταξη της οικονομίας μας στη μεγάλη κοινοτική οικονομία
Δίκαια τιμούμε κάθε χρόνο την επέτειο του τραγικού θανάτου του Γιάννου Κρανιδιώτη. Όπως ανέφερα κι άλλοτε, ο Γιάννος μαζί με τον Θ. Πάγκαλο βοήθησαν από την αρχή την αίσια κατάληξη της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω ότι εκμεταλλευτήκαμε όσο έπρεπε την ιδιότητά μας αυτή. Μετά την είσοδό μας στην Τελωνειακή Ένωση (ΤΕ) οι εκάστοτε Κυβερνήσεις δεν επικεντρώθηκαν στη δημιουργία εκείνων των απαραίτητων προϋποθέσεων γι’ αυτό. Θα ασχοληθώ σήμερα με την οικονομική πτυχή.


Στην Κύπρο, εκτός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κανένα Κόμμα δεν χαιρέτισε τη θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ΤΕ Κύπρου-ΕΟΚ τον Μάη του 1987. Ως επικεφαλής της διαπραγματευτικής Ομάδας συνάντησα τους αρχηγούς των κομμάτων και τους εξήγησα τις πρόνοιες της ΤΕ και τη σημασία που είχε για τις μελλοντικές οικονομικές σχέσεις Κύπρου-ΕΕ, την ένταξη και το Κυπριακό. Η θέση τους ήταν από εντελώς εχθρική μέχρι απλώς αδιάφορη. Το πολιτικό σκηνικό απέναντι στην ΕΟΚ ήταν τέτοιο, που έκαμε ακόμη και τον Πρόεδρο να έχει δεύτερες σκέψεις αν θα προχωρούσε στην επίσημη υπογραφή του Πρωτοκόλλου ενόψει των προεδρικών εκλογών του 1988. Τελικά έδωσε το πράσινο φως για την υπογραφή τον Νιόβρη 1987. Η Κύπρος απέκτησε έτσι την πιο στενή σχέση με την ΕΟΚ μετά τους 12 Εταίρους τότε. Η διανοιχθείσα λεωφόρος προς την Ευρώπη δεν βοήθησε τον Πρόεδρο Κυπριανού σε επανεκλογή!


Μια πιο ορθή εκτίμηση της σημασίας της Συμφωνίας ΤΕ, που τέθηκε σε εφαρμογή την 1.1.1988 και μια πιο συστηματική προσπάθεια εφαρμογής όλων των προνοιών της, θα οδηγούσε σε μια πιο αβίαστη εναρμόνιση της κυπριακής οικονομίας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, θα βοηθούσε στην προώθηση της απαραίτητης αναδιάρθρωσης της οικονομίας και θα παρείχε αρκετό χρόνο για ομαλή ένταξη στην ευρωπαϊκή οικονομία. Δυστυχώς, αυτά δεν έγιναν, με αποτέλεσμα να απολεσθεί πολυτιμότατος χρόνος για την αναγκαία εναρμόνιση, πολλές φορές στο χαρτί, να στριμωχθεί η όλη εργασία μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα και να μη γίνει η πραγματική εναρμόνιση που ήταν αναγκαία για να μπορέσει η οικονομία να ωφεληθεί από την ένταξη.


Χάσαμε πρώτα μια δεκαετία μέχρι το 1998. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής η πλευρά μας περιορίστηκε στην εκπλήρωση των τυπικών δεσμεύσεων που ανέλαβε (π.χ. την ετήσια προσαρμογή του δασμολογίου). Και, όμως, με βάση το Πρωτόκολλο θα μπορούσαμε από τότε να είχαμε προχωρήσει στην εναρμόνιση σε μεγάλο αριθμό Κεφαλαίων από τα 28 που κληθήκαμε να συζητήσουμε στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις αργότερα.


Η δυνατότητα αυτή φαίνεται και στη Γνωμάτευση της Επιτροπής για την ένταξη το 1993: Η Επιτροπή δεν υποτιμά τα προβλήματα που θα παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της αναμόρφωσης της οικονομίας. Όμως, η οικονομία του νότιου τμήματος της Νήσου έχει επιδείξει ικανότητα προσαρμογής και φαίνεται έτοιμη να αντιμετωπίσει την πρόκληση της ενσωμάτωσης νοουμένου ότι η εργασία, που ήδη έχει αρχίσει αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα της οικονομίας προς τα έξω, θα συνεχιστεί κυρίως στο πλαίσιο της ΤΕ.


Λόγω της υποβάθμισης της σημασίας της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου μέσα στην πολιτική ζωή του Τόπου, οι πιο πάνω δυνατότητες δεν προωθήθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό. Το γεγονός αυτό εμφαίνεται στην αδρανοποίηση του Μηχανισμού για Θέματα ΕE και στον πειραματισμό με θνησιγενείς διευθετήσεις. Η πενταετία 1988-1993 εξαντλήθηκε σχεδόν όλη στη συζήτηση για το ποιος μηχανισμός θα συνεχίσει τη διαχείριση των θεμάτων ΕΕ. Με την αλλαγή της Κυβέρνησης το 1993 προωθήθηκε η δημιουργία νέας Γενικής Διεύθυνσης για Θέματα ΕΕ στο Υπουργείο Εξωτερικών! Με τον τρόπο αυτό αποξενώθηκαν οι διεργασίες εναρμόνισης από τη διαχείριση των εσωτερικών διεργασιών διατήρησης και προώθησης συνθηκών σταθερότητας και ανάπτυξης της οικονομίας.


Η ίδια Κυβέρνηση προχώρησε το 1998 στην κατάργηση της νέας διευθέτησης και επάνοδο στον μηχανισμό που ίσχυε πριν από το 1988. Οι ίδιοι παράγοντες όμως φρόντισαν και λήφθηκε ταυτόχρονα απόφαση ώστε το Γραφείο Προγραμματισμού, η καρδιά της όλης προσπάθειας, να αποδυναμωθεί καταργώντας την ανεξαρτησία του και στερώντας το από βασικές του λειτουργίες αναφορικά με την ανάπτυξη. Ήδη χάθηκε πολυτιμότατος χρόνος για ουσιαστικές ενέργειες προς την κατεύθυνση εφαρμογής όλων των προνοιών της ΤΕ και εναρμόνισης προς το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο. Με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων τον Μάρτη του 1998 και μέχρι την ένταξη (Μάης 2004) η προσοχή επικεντρώθηκε στο ‘κλείσιμο’ των διαφόρων Κεφαλαίων που τέθηκαν, που δε σήμαινε κατ’ ανάγκην και εναρμόνιση.


Η μεγάλη καθυστέρηση που υπήρξε μεταξύ 1988 και 1998 στην εναρμονιστική προσπάθεια της Κύπρου προς το Ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν βοήθησε στην έγκαιρη και ομαλή ένταξη της οικονομίας μας στη μεγάλη κοινοτική οικονομία. Όπως είπαμε άλλοτε, δύο μεγάλοι και θεμελιακοί παραδοσιακοί τομείς, η γεωργία και η βιομηχανία, συρρικνώθηκαν, ενώ η οικονομία παρέμεινε μετέωρη ως προς τα επόμενα βήματα. Η καθυστέρηση αυτή δεν απέτρεψε την ενταξιακή μας πορεία. Ευτυχώς που υπήρξε προς τούτο η επιθυμία της ΕΕ, καθώς και η ευνοϊκή διεθνής πολιτική συγκυρία για τη διεύρυνση, όπως επίσης και η αποτρεπτική θέση της Ελλάδας για τυχόν αποκλεισμό της Κύπρου από αυτόν τον γύρο διεύρυνσης. Ο πιο καλός μαθητής της ενταξιακής κούρσας, όπως αυτοχαρακτηριζόμαστε, τερμάτισε ασθμαίνοντας.
ΔΡ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Πρώην Υπουργός,
Πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού
www.iacovosaristidou.com