Επιλογές κυπριακής εθνικής στρατηγικής

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ ΚΑΙ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΠΙΟ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗ ΑΠ’ Ο,ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ ΑΝΤΙΛΗΠΤΟ, ΑΦΟΥ, ΟΠΩΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ «ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» ΤΩΝ ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΩΝ, ΟΙ ΗΠΑ ΕΙΧΑΝ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΟ ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Τι εννοείται με την καθιέρωση σχέσης για τη δημιουργία συμμαχιών, καθώς και με την ενίσχυση των δυνατοτήτων για κοινές επιχειρήσεις; Και εναντίον ποιου; Επίσης, από τί έχουν ενθαρρυνθεί οι Αμερικανοί να διατυπώνουν αυτές και όλες τις προηγούμενες σχετικές τοποθετήσεις;

ΜΕΡΟΣ B'
Σάρκα και οστά στη στρατηγική συνεργασία Κύπρου - ΗΠΑ


Είναι αξιοπαρατήρητο ότι, σύμφωνα με τις «Διαπιστώσεις» του νομοσχεδίου, η στρατιωτική συνεργασία της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις ΗΠΑ, σε τομείς όμως που ενδιαφέρουν πρωτίστως την αμερικανική στρατηγική, άρχισε ήδη να παίρνει σάρκα και οστά:


«Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών», υποδεικνύεται, «παρέχει κατάρτιση σε Κύπριους αξιωματούχους σε θέματα όπως κυβερνοασφάλειας, αντιτρομοκρατίας, εξουδετέρωσης εκρηκτικών μηχανισμών και διαχείρισης στρατιωτικών αποθεμάτων» (Sec. 2, παρ.20, σ.5).


Η συνεργασία μεταξύ Ουάσιγκτον και Λευκωσίας φαίνεται να είναι ακόμη πιο προχωρημένη απ’ ό,τι είναι εκ πρώτης όψεως αντιληπτό, αφού, όπως αποκαλύπτεται από τις «Διαπιστώσεις» των Γερουσιαστών, οι ΗΠΑ είχαν μέχρι και ενεργό ανάμειξη στη διαμόρφωση της κυπριακής εθνικής στρατηγικής ασφάλειας:


«Αξιωματούχοι των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν βοηθήσει την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την επεξεργασία της εθνικής στρατηγικής ασφάλειας αυτού του έθνους» ( Sec. 2, παρ. 19, σ. 5).


Γι’ αυτήν τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας ο Κύπριος ΥΠΕΞ δήλωνε πέρσι ότι η διαμόρφωσή της είναι πρωτοποριακό γεγονός για τα κυπριακά δεδομένα και σύντομα θα έδινε στη δημοσιότητα ό,τι θα μπορούσε να ανακοινωθεί (ΚΥΠΕ, 15/11/2018). Κανένας δεν θα ανέμενε, ωστόσο, ότι η Κυβέρνηση θα εκχωρούσε στις ΗΠΑ ρόλο στην επεξεργασία της εθνικής της στρατηγικής -κάτι που αποτελεί κυρίαρχο δικαίωμα της Κύπρου-, δεδομένων μάλιστα και των διαφορετικών αντιλήψεων και προτεραιοτήτων των δύο χωρών στα θέματα ασφάλειας και απειλής. Εκτός, βέβαια, αν επήλθε πλήρης ταύτιση απόψεων της Λευκωσίας επί των θεμάτων αυτών με τις ΗΠΑ ή απλώς αποτελούσε χειρονομία ένδειξης νομιμοφροσύνης προς την αμερικανική υπερδύναμη.
Πρόσθετες απαιτήσεις της αμερικανικής πολιτικής


Αυτή η αναπτυσσόμενη στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ φαίνεται να έχει και άλλες προεκτάσεις. Η αμερικανική πολιτική έναντι της ρωσικής παρουσίας και επιρροής στην περιοχή, όπως προκύπτει μέσα από το νομοσχέδιο, δεν εξαντλείται στις προαναφερθείσες στρατηγικές διακηρύξεις, συνεργασίες και ενέργειες. Προχωρεί ακόμη περισσότερο στο να «παροτρύνει» ή και να πιέζει «χώρες της περιοχής» και ασφαλώς σε αυτές περιλαμβάνεται και η Κύπρος, για τα εξής:


«Να αρνηθούν λιμενικές υπηρεσίες σε σκάφη της Ρωσικής Ομοσπονδίας που αναπτύχθηκαν για να υποστηρίξουν την κυβέρνηση του Μπασάρ Αλ Άσαντ στη Συρία» (Sec. 3, παρ. 13, σ. 9).


«Να εφαρμόσουν πλήρως τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου Περί Αντιμετώπισης των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων (CAATSA), για να αποτραπεί η παρέμβαση από την Κυβέρνηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην περιοχή» (Sec. 3, παρ. 15, σ. 9).


«Να απαλλαγούν από στρατιωτικό εξοπλισμό που έχουν προμηθευτεί από τη Ρωσική Ομοσπονδία, προτιμώντας οπλισμό που προμηθεύεται από το ΝΑΤΟ και από χώρες συμμάχους μελών του ΝΑΤΟ» (Sec. 3, παρ. 16, σ. 9).


Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Είναι δυνατόν η κυπριακή Κυβέρνηση, που διακηρύττει ότι ακολουθεί «ισορροπημένη πολιτική» στις σχέσεις της έναντι των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που παρέχει λιμενικές υπηρεσίες σε ρωσικά σκάφη και που ο κύριος οπλισμός που κατέχει είναι ρωσικός, να μην αναγιγνώσκει σωστά πού οδηγούν αυτού του είδους οι ρυθμίσεις και μέτρα και προς τα πού την εξωθούν;


Βέβαια, αν η συμπόρευση αυτή με την αμερικανική στρατηγική είναι συνειδητή επιλογή εξωτερικής πολιτικής, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, νοουμένου ότι εξυπηρετεί με βεβαιότητα τα συμφέροντα της Κύπρου - χωρίς να αγνοούνται ασφαλώς θέματα αρχών, ιστορικών σχέσεων και εμπειριών. Βασική προϋπόθεση είναι ότι η κίνηση αυτή θα πρέπει να στηρίζεται σε σοβαρή μελέτη και αξιολόγηση των δεδομένων, καθώς και σε σωστό υπολογισμό των αναμενόμενων, βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων, κερδών και ζημιών, αποδεικνύοντας με σαφήνεια ότι για την Κύπρο και το Κυπριακό το κέρδος θα είναι αρκετά πιο μεγάλο.


Δηλαδή, ότι, απλά, η απόφαση αυτή δεν ελαύνεται από ιδεοληψίες και ρηχά συνθήματα του τύπου «είμαστε Ευρωπαίοι» ή ότι «ανήκουμε στη Δύση» ή και από συγχυσμένες αντιλήψεις περί του τι εστί «ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας» και ταύτιση συμφερόντων με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Διαφορετικά, η εξωτερική πολιτική της Λευκωσίας ακροβατεί και ίσως επικίνδυνα, γιατί οι δυνάμεις που επηρεάζονται ή βρίσκονται στο στόχαστρο αυτής της στρατηγικής είναι φυσιολογικό να δυσαρεστηθούν και, διακριτικά ή άλλως πώς, να μην μείνουν απαθείς.
Η άρση του εμπάργκο


Ιδιαίτερα σε σχέση με την τελευταία παράγραφο του αποσπάσματος πιο πάνω (Sec. 3, παρ. 16, σ. 9) και σε συνάρτηση με το αμερικανικό εμπάργκο που επιβλήθηκε το 1987 στη μεταφορά στρατιωτικού υλικού των ΗΠΑ στην Κύπρο, η επιχειρηματολογία των γερουσιαστών για να αιτιολογήσουν την πρόταση για άρση της απαγόρευσης αυτής εστιάζεται όχι βέβαια στην ανάγκη να αμυνθεί η χώρα από την Τουρκία, αλλά στην απεξάρτησή της από τον οπλισμό της Ρωσίας και έχει ως ακολούθως:


«Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν, σαν θέμα πολιτικής, αποφύγει την παροχή αμυντικού υλικού και υπηρεσιών προς την Κυπριακή Δημοκρατία, η Κυβέρνηση της Κύπρου έχει, στο παρελθόν, αναζητήσει να αποκτήσει αμυντικό υλικό από άλλες χώρες, περιλαμβανομένων χωρών, όπως η Ρωσία, η οποία προβάλλει προκλήσεις στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών ανά τον κόσμο» (Sec.2 , παρ. 26, σ.6).


Ως εκ τούτου, στο τμήμα εκείνο του νομοσχεδίου που γίνεται η τεχνική διατύπωση για την «Κατάργηση της Απαγόρευσης της Μεταφοράς Αντικειμένων από τον Κατάλογο των Πυρομαχικών των ΗΠΑ προς την Κυπριακή Δημοκρατία» (Sec.5, σ.11 - 12) και ιδιαίτερα στην παράγραφο (α)1 σελίδα 11, δεν θα μπορούσε να ήταν πιο σαφείς οι επιδιώξεις της ρύθμισης αυτής, όταν αναφέρει ότι:


«Η απευθείας πώληση ή μεταφορά οπλισμού από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Κυπριακή Δημοκρατίας θα προήγαγε τα συμφέροντα ασφάλειας των ΗΠΑ στην Ευρώπη, βοηθώντας να μειώσει την εξάρτηση της Κυβέρνησης της Κύπρου από άλλες χώρες για υλικό που σχετίζεται με την άμυνα, περιλαμβανομένων χωρών που προβάλλουν πρόκληση στα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών σε διάφορα μέρη του κόσμου». Προφανέστατα οι χώρες αυτές είναι η Ρωσία και βέβαια η Κίνα.
Θετικό, αλλά και περίπλοκο


Να σημειωθεί, βέβαια, ότι η κατάργηση του εμπάργκο, εφόσον ψηφιστεί ως έχει κατατεθεί, θα αποτελέσει μια θετική πολιτική πράξη στις σχέσεις Κύπρου και ΗΠΑ, που ενδεχομένως θα άνοιγε μια νέα αγορά στρατιωτικού υλικού για την Κυπριακή Δημοκρατία. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται, αλλά πιο περίπλοκα -πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά- για τους εξής λόγους:


Πρώτον, ναι μεν με την άρση του εμπάργκο οι ΗΠΑ αίρουν μια δυσμενή διάκριση σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ταυτόχρονα επιβάλλουν μιαν άλλη άδικη διάκριση είτε μέσω υπάρχουσας νομοθεσίας (CAATSA) είτε μέσω του κατατεθέντος νομοσχεδίου είτε μέσω της στρατηγικής τους συνεργασίας, παροτρύνοντας τη Λευκωσία για τα εξής:


· (α) Να απαλλαγεί από τον υφιστάμενο ρωσικό οπλισμό που βασικά αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά του οπλοστασίου της Εθνικής Φρουράς, όπως είναι: τα 82 άρματα μάχης Τ- 80U, τα 43 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης BMP-3, τα 6 αντιαεροπορικά συστήματα Tor -M1, τα 11 μαχητικά ελικόπτερα Si-35P και άλλα (Οι Στρατιωτικές Δυνάμεις στην Κύπρο, Κ.Κ.Σ.Μ, 2018).


· (β) Να πάψει να προμηθεύεται οποιοδήποτε στρατιωτικό υλικό από τη ρωσική πολεμική βιομηχανία, διαφορετικά θα διακινδυνεύει να υποστεί κυρώσεις, γεγονός που και σήμερα -πέραν της οικονομικής στενότητας στη διάθεση πόρων- προφανώς αποτελεί σε κάποιο βαθμό τροχοπέδη στην εξασφάλιση ανταλλακτικών και ικανοποιητικού επιπέδου συντήρησης οπλικών συστημάτων από τη Ρωσία.


Δεύτερον, οι πρόνοιες αυτές, εάν εφαρμοστούν, αποδυναμώνουν την κυπριακή άμυνα απέναντι στις κατοχικές δυνάμεις, αλλά και επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για στήριξη της Κύπρου, όπως και την ασφάλεια της Ελλάδας. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Κύπρο, η απομάκρυνση των ρωσικών οπλικών συστημάτων και η αντικατάστασή τους με αμερικανικά ή άλλα ΝΑΤΟϊκά είναι μια επίπονη και μακροχρόνια διαδικασία, που στην πορεία υλοποίησης ίσως να άφηνε την κυπριακή άμυνα εκτεθειμένη.


Τρίτον, η διαδικασία αυτή ενδεχομένως να σημαίνει επανασχεδιασμό ολόκληρου του αμυντικού οικοδομήματος της Κύπρου και σε μικρότερο βαθμό της Ελλάδας, και αυτό δεν είναι μια απλή διατύπωση. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο έργο που, εκτός του ότι προϋποθέτει εξασφάλιση της απαιτούμενης εμπειρογνωμοσύνης και τεχνογνωσίας σε όλο το φάσμα της αμυντικής και στρατιωτικής δραστηριότητας, καθώς και επανεκπαίδευση του προσωπικού σε νέα οπλικά συστήματα, συνεπάγεται και τη διάθεση τεράστιων οικονομικών πόρων, δισεκατομμυρίων ευρώ, για να υλοποιηθεί και να φτάσει η κυπριακή άμυνα σε υποφερτά επίπεδα αποτελεσματικότητας.


Τέταρτον, η Κύπρος δεν διαθέτει και ούτε είναι σε θέση να διοχετεύσει τέτοιους πόρους προς την κατεύθυνση αυτή. Ούτε και φαίνεται ότι είναι δυνατό να εξασφαλίσει τέτοια στρατιωτική βοήθεια από άλλη χώρα όπως αυτήν που παίρνουν, για παράδειγμα, από τις ΗΠΑ το Ισραήλ ($3.8 δις κάθε χρόνο για την επόμενη δεκαετία), ο Λίβανος ($1.5 δις, το 2017) και η Αίγυπτος ( 1.2 δις, το 2018).
Στρατιωτική βοήθεια


Να σημειωθεί, επίσης, ότι ακόμη και αυτά τα $2 εκ. που στο νομοσχέδιο αναφέρεται ότι εγκρίνονται για να δοθούν ως βοήθεια προς την Κύπρο, για το οικονομικό έτος 2020, στο πλαίσιο του προγράμματος των ΗΠΑ «Διεθνής Στρατιωτική Εκπαίδευση και Κατάρτιση» (Sec. 6, σ. 12), θα διατεθούν για σκοπούς που εξυπηρετούν περισσότερο στόχους της αμερικανικής στρατηγικής στη συνεργασία τους με την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως:


«Καλύτερη κατανόηση των ΗΠΑ», «καθιέρωση μιας σχέσης μεταξύ των στρατιωτικών των ΗΠΑ και των στρατιωτικών της χώρας για τη δημιουργία συμμαχιών στο μέλλον» και «ενίσχυση της διαλειτουργικότητας και των δυνατοτήτων για κοινές επιχειρήσεις» (Sec. 6, παρ.1 - 7, σ. 12 - 13).


Εύλογα, βέβαια, διερωτάται εδώ κανείς: Τι εννοείται με την καθιέρωση σχέσης για τη δημιουργία συμμαχιών, καθώς και με την ενίσχυση των δυνατοτήτων για κοινές επιχειρήσεις; Και εναντίον ποιου; Επίσης, από τί έχουν ενθαρρυνθεί οι Αμερικανοί να διατυπώνουν αυτές και όλες τις προηγούμενες σχετικές τοποθετήσεις; Μήπως σχημάτισαν τις αντιλήψεις αυτές από τις αλλεπάλληλες επαφές της κυβέρνησης της Λευκωσίας, μετά τις εκλογές του 2013, για ένταξη της Κύπρου στο πρόγραμμα του ΝΑΤΟ «Συνεταιρισμός για την Ειρήνη»;


Μήπως πείσθηκαν από τις κυβερνητικές εκκλήσεις στις συναντήσεις με ΝΑΤΟϊκούς και Αμερικανούς αξιωματούχους, πίσω από κλειστές πόρτες, για να βοηθήσουν να ανοιχτεί ο δρόμος για είσοδο της Κύπρου στον Οργανισμό αυτό - μια στάση που, όπως ομολογεί ο τέως ΥΠΕΞ, «ήταν όντως μια σημαντική αλλαγή στην εξωτερική μας πολιτική, η οποία έγινε ευμενώς δεκτή»; (Ι. Κασουλίδης, 30 Χρόνια Παρόν, Ιδέες και Σκέψεις για την Κύπρο μας, «Καθημερινή», Λευκωσία 2019, σ. 56-60). Δεν είναι όμως και αυτό αντίθετο στην πολιτική της «σωστής τήρησης ισορροπιών» με τη Ρωσία που και ο νυν και ο τέως ΥΠΕΞ δηλώνουν ότι υποστηρίζουν; (Ι. Κασουλίδης , ο.π. σ.180).
Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο γιατί στο νομοσχέδιο, ταυτόχρονα με την πρόταση για άρση του εμπάργκο, υποστηρίζεται και η «ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο πρόγραμμα του ΝΑΤΟ, Συνεταιρισμός για την Ειρήνη» (Sec. 5. Παρ. 2(Β), σ.11). Ούτε και είναι περίεργο, γιατί μέσα από αυτό αποκαλύπτεται, βασικά, ότι κάτω από την επικεφαλίδα «ενεργειακή ασφάλεια και σταθερότητα», αναπτύσσονται και προωθούνται κυρίως τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα, με μοχλό τις στρατιωτικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Κύπρο, την Ελλάδα και το Ισραήλ. Με σαφή στόχο τις ρωσικές και άλλες «κακόβουλες επιρροές» στην περιοχή, ενώ μόνο πολύ έμμεση και διπλωματική αναφορά περιλαμβάνεται για τις τουρκικές προκλήσεις και απειλές.
Γενικό συμπέρασμα


Καταλήγοντας, λοιπόν, ως γενικό συμπέρασμα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι τέτοια μέτρα βέβαια και πολιτικές, όπως αυτά που περιλαμβάνονται εντός του νομοσχεδίου, για να υλοποιηθούν δεν είναι αρκετό μόνο να ψηφιστούν από τη Γερουσία και να προωθηθούν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Απαιτούν και τη συναίνεση της Λευκωσίας. Συνεπώς, είναι αυτονόητο ότι δεν θα μπορούσαν να προταθούν, αν δεν υπήρχαν προηγουμένως διαβεβαιώσεις ή τουλάχιστον σοβαρές ενδείξεις αποδοχής τους από την Κυπριακή Δημοκρατία.


Αν αυτό όντως αληθεύει, επιβεβαιώνει την άποψη ότι η κυπριακή Κυβέρνηση βρίσκεται ήδη με το ένα πόδι στο άρμα των ΗΠΑ, αλλά και ότι, παρόλο που φραστικά επιμένει στην τήρηση ισορροπιών έναντι των Μεγάλων, στην πράξη φαίνεται να οδεύει προς αντίθετες κατευθύνσεις. Αυτό, όμως, όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω, θα μπορούσε να αποδειχθεί τραγικό για την Κύπρο και το Κυπριακό, αν αυτές οι αποκλίσεις ή επιλογές πολιτικής είναι αποτέλεσμα αίολων αναλύσεων και εσφαλμένων υπολογισμών.
Δρ Άριστος Αριστοτέλους
Πρώην βουλευτής,
ειδικός σε θέματα Άμυνας και Στρατηγικής