Τράπεζες

Στόχος το μονοψήφιο ποσοστό των MEΔ

Εντείνονται οι πιέσεις για τη μείωση των κόκκινων δανείων

Όσο πλησιάζει το 2020 αναμένεται ότι θα εντείνονται και οι πιέσεις προς τα τραπεζικά ιδρύματα του τόπου να «πιάσουν» τον στόχο της μείωσης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφιο ποσοστό. Όπως έγραφε και παλαιότερα η «Σ», η νέα τάξη πραγμάτων θέλει ισχυρά κεφαλαιοποιημένα τραπεζικά ιδρύματα, απαλλαγμένα από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, έτοιμα να αντέξουν στα ρίχτερ μιας νέας κρίσης. Η πρόοδος που έχει καταγραφεί στην αντιμετώπιση του προβλήματος είναι μεγάλη, αλλά όχι αρκετή.
Ο πήχης και ο χρόνος


Οι προσπάθειες θα πρέπει να ενταθούν και οι φιλικές παραινέσεις του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και του Υπουργού Οικονομικών προ μερικών εβδομάδων από το βήμα του 9ου Οικονομικού Κογκρέσου Λευκωσίας, δεν ήταν καθόλου τυχαίες και δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες. Ο Χάρης Γεωργιάδης έβαλε, εμμέσως πλην σαφώς, ψηλά τον πήχη, λέγοντας ότι φιλόδοξος στόχος θα πρέπει να είναι ο περιορισμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που συσσωρεύονται στους ισολογισμούς των τραπεζών, «σε μονοψήφια ποσοστά μέχρι το τέλος του 2020».


Ο Κωνσταντίνος Ηροδότου παρέπεμψε στην ενίσχυση της «εργαλειοθήκης» των τραπεζών το καλοκαίρι του 2018 και τόνισε ότι έχουν «μια ολοκληρωμένη σειρά επιλογών ή εργαλείων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να αντιμετωπίσουν τα ΜΕΔ πιο αποτελεσματικά». Πρόσθεσε, επιπλέον, ότι οι διάφορες κοινοπραξίες που έχουν γίνει μεταξύ των κυπριακών τραπεζών και εξειδικευμένων εταιρειών διαχείρισης δανείων θα πρέπει να αρχίσουν να έχουν αποτελέσματα εντός του 2019.
Η μείωση


Από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν συνολικά κατά €17 δις ή 62,4%. Η μείωση προσεγγίζει το ύψος του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας. Το 2018 η μόλυνση στους ισολογισμούς των τραπεζών περιορίστηκε κατά το ήμισυ, σε απόλυτους αριθμούς, καθώς τα ΜΕΔ υποχώρησαν στα €10,3 δις από €20,6 δις που ήταν στο τέλος του 2017. Η μείωση αποδίδεται κυρίως στη μεταφορά των ΜΕΔ της πρώην Συνεργατικής εκτός τραπεζικού συστήματος και στις πωλήσεις δανείων.


Τα ΜΕΔ αντιστοιχούσαν στο τέλος του περασμένου έτους στο 30,3% του συνόλου των δανείων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τα ΜΕΔ των νοικοκυριών ανέρχονται στα €4,1 δις, και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στα €5,2 δις. Οι προβλέψεις που τηρούν τα τραπεζικά ιδρύματα ανέρχονται στα €5,2 δισεκατομμύρια και αντιστοιχούν στο 50,9% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΜΕΔ
Δεκέμβριος 2018: €10,3 δις ή 30,3%
Οκτώβριος 2018: €11,1 δις ή 31,8%
Ιούνιος 2018: €16,6 δις ή 40,3%
Δεκέμβριος 2017: €20,6 δις ή 43,7%
Δεκέμβριος 2016: €23,8 δις ή 47,2%
Δεκέμβριος 2015: €26,7 δις ή 45,8%
Δεκέμβριος 2014: €27,3 δις ή 47,8%
Οι δυο επιλογές
Εκ των πραγμάτων οι τράπεζες έχουν δύο επιλογές για να μειώσουν τα ΜΕΔ τους. Από τη μία είναι η πώληση δανείων και από την άλλη η οργανικές λύσεις. Επισημαίνεται ότι μπορεί να γίνει χρήση και των δυο επιλογών ταυτόχρονα, καθώς η μια δεν αποκλείει την άλλη. Το μέτρο της πώλησης πακέτων δανείων από τραπεζικά ιδρύματα σε τρίτους εμπεριέχει θετικά και αρνητικά στοιχεία για τα τραπεζικά ιδρύματα.


Μπορεί να θεωρηθεί ως "καθαρή λύση" εφόσον φεύγουν άμεσα από τους ισολογισμούς των τραπεζών μη εξυπηρετούμενα δάνεια (αν αυτά επιλεγούν να πωληθούν).


Σε περίπτωση αναδιάρθρωσης μη εξυπηρετούμενου δανείου, το δάνειο παραμένει ως μη εξυπηρετούμενο για ένα χρόνο.


Αντί τα τραπεζικά ιδρύματα να αναμένουν σταδιακή αποπληρωμή των δανείων σε βάθος χρόνου, λαμβάνουν άμεση ρευστότητα.


Οι τράπεζες πρέπει να αξιολογούν εάν χρειάζονται την επιπλέον ρευστότητα, αν μπορούν να χορηγήσουν νέα δάνεια, ώστε στην τελική να μην τους δημιουργεί ζημιές μέσω καταθέσεων με αρνητικά επιτόκια.


Κύριο ζητούμενο είναι αφενός η τιμή πώλησης και αφετέρου τα δάνεια, τα οποία θα πωληθούν, δεδομένου ότι η πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων συνεπάγεται μεγάλη έκπτωση στην τιμή. Γι’ αυτό είθισται στα πακέτα δανείων να συμπεριλαμβάνονται και εξυπηρετούμενα δάνεια, ώστε να γίνονται πιο ελκυστικά προς τους πιθανούς αγοραστές.


Τα τραπεζικά ιδρύματα πρέπει να μελετήσουν πώς επηρεάζονται οι κεφαλαιακές τους βάσεις κυρίως από την τιμή πώλησης, αν και οι αυξημένες επισφάλειες, που έχουν καταγράψει, τους δίδουν τη δυνατότητα να αποδεχτούν χαμηλότερες τιμές.


Εάν, για παράδειγμα, έχουμε ένα δάνειο €100 χιλ. για το οποίο η τράπεζα προέβλεψε ζημιές €40 χιλ. (και βάσει αυτών ανακεφαλαιοποιήθηκε), τότε εάν το πωλήσει στις €65 χιλ. καταγράφει κέρδος. Εάν πωληθεί κάτω των €60 χιλ., τότε προκύπτει κεφαλαιακή ανάγκη.


Η αγορά προβληματικών δανείων (distressed assets) είναι αναπτυγμένη σε άλλες χώρες όπως η Ιρλανδία, η Βρετανία ακόμη και στην Ελλάδα. Συνήθως η αγορά γίνεται σε χαμηλές τιμές, ανάλογα φυσικά με τα δάνεια που πωλούνται, από ξένα επενδυτικά ταμεία ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η πρακτική εφαρμογή της πώλησης δανείων δεικνύει, σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους, ότι είναι ευκολότερο να επιτευχθεί η πώληση μεγάλων δανείων. «Το δύσκολο είναι να πωληθούν δάνεια μικρών επιχειρήσεων.


Όσο απομακρύνεσαι από τις μεγάλες επιχειρήσεις και "συναντάς" μικρότερες είναι πιο δύσκολο να κλείσει συναλλαγή», σημειώνουν. Από την άλλη μπορούν να συνεχίσουν και οι ανταλλαγές ακινήτων έναντι χρέους, οι αναδιαρθρώσεις, οι εκποιήσεις και ό,τι άλλο περιβάλλεται από τον φλοιό των λεγόμενων οργανικών λύσεων. Η εφαρμογή του Σχεδίου Εστία, το οποίο έρχεται για να συμβάλει στην αντιμετώπιση του δυσκολοκατάβλητου «κομματιού» των ΜΕΔ, που σχετίζεται με την πρώτη κατοικία, ασφαλώς και θα δώσει λύσεις σε δύσκολες εξισώσεις.
Οι προθέσεις των μεγάλων


Τόσο η Τράπεζα Κύπρου όσο και η Ελληνική Τράπεζα έχουν δοκιμάσει το 2018 την πώληση δανείων και ξεφόρτωσαν σχεδόν €3 δις μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τους ισολογισμούς τους. Η Ελληνική Τράπεζα πώλησε μη εξυπηρετούμενα δάνεια €144 εκ. στην B2Kapital και η Τράπεζα Κύπρου μη εξυπηρετούμενα δάνεια €2,7 δις στην Apollo. Η Τράπεζα Κύπρου, έχοντας «σφραγίσει» πριν από λίγο καιρό τη μεγαλύτερη πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυνηγά νέα πώληση προκειμένου να μειώσει ακόμη περισσότερο το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον ισολογισμό της. Τον περασμένο Φεβρουάριο είχε πωλήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια €34 εκ., καθώς είχε δώσει τα χέρια με την τσεχικών συμφερόντων APS. Η συμβατική αξία των δανείων ήταν €245 εκ.


Στην Ελληνική Τράπεζα η διαδικασία ενσωμάτωσης της πρώην Συνεργατικής από τη μια και η ολοκλήρωση της διαδικασίας για την αύξηση κεφαλαίου κατά €150 εκ., από την άλλη, είχαν προτεραιότητα. Η Τράπεζα δεν απέκλειε στο παρελθόν τη λύση της πώλησης δανείων για τη δραστική μείωση του προβλήματος στον ισολογισμό της. Άλλωστε είχε δοκιμάσει με μια μικρή πώληση αυτό το «εργαλείο» στις αρχές του 2018. Ερωτηθείς κατά πόσον η Τράπεζα σχεδιάζει μια νέα πώληση δανείων και δη μεγάλη, ο Ανώτατος Εκτελεστικός της Διευθυντής κράτησε «κλειστά» τα χαρτιά του. «Δεν μιλάμε για πώληση, εξετάζουμε πώληση. Κατά πόσον θα προχωρήσουμε πραγματικά δεν το ξέρω ή δεν μπορώ να δεσμευτώ», ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο του Ιωάννη Μάτση στο πλαίσιο της παρουσίασης των οικονομικών αποτελεσμάτων της Τράπεζας για το 2018.
Αισιόδοξοι οι τραπεζίτες


Το τέλος του 2020 «φωτογραφίζει» στην τοποθέτησή του στη «Σ» και ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Τραπεζών, Δρ Μιχάλης Καμμάς, ως το ορόσημο για τη δραστική μείωση των ΜΕΔ. «Η μεγάλη προσπάθεια για μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, η οποία καταβάλλεται εδώ και χρόνια, παρουσιάζει αποτελέσματα. Τα τελευταία στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ότι πλέον εντός του τραπεζικού συστήματος παραμένουν λίγο περισσότερα από €10 δις ως μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Βεβαίως, η δουλειά μας δεν σταματά εδώ αλλά αντίθετα εντός του τρέχοντος αλλά και του επόμενου έτους οι προσπάθειές μας θα πρέπει να είναι τόσο αποτελεσματικές και στοχευμένες προκειμένου το ποσοστό των ΜΕΔ να περιοριστεί σε ποσοστά που να πλησιάζουν τα αποδεκτά όρια που τίθενται σε ευρωπαϊκή βάση.


»Είμαστε αισιόδοξοι ότι ο ρυθμός των βιώσιμων αναδιαρθρώσεων, η επικείμενη εφαρμογή του Σχεδίου Εστία αλλά και η αξιοποίηση νέων εργαλείων, τα οποία προ μηνών ψήφισε η Βουλή, θα βοηθήσουν προς περαιτέρω αποκλιμάκωση του δείκτη των ΜΕΔ».