Η εισαγωγή νέας τεχνολογίας στην οικονομία

H Κύπρος θεωρείται μια από τις λιγότερο τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ, γεγονός που εκθέτει την οικονομία σε αστάθμητους εξωτερικούς κινδύνους

Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας εδώ και πολλές δεκαετίες, η Κύπρος θεωρείται μια από τις λιγότερο τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ. Η κατάσταση αυτή εκθέτει την οικονομία σε αστάθμητους εξωτερικούς κινδύνους.

Μόλις βεβαιωθήκαμε ότι η Κύπρος κέρδιζε το στοίχημα της οικονομίας μετά την εισβολή, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για τεχνολογική αναβάθμισή της. Ήδη κατά την επεξεργασία του Σχεδίου Ανάπτυξης, 1967-1971, θέσαμε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής Παραγωγικότητας/Τεχνολογίας την ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και ενθάρρυνσης των εργοδοτών για χρησιμοποίηση μηχανημάτων τεχνολογικά αναβαθμισμένων. Το Σχέδιο Ανάπτυξης, 1972-1976, διελάμβανε: «Οι ξένες επενδύσεις θα συνεχίσουν να ενθαρρύνονται... γιατί δεν είναι απλώς ένα μέσο για συμπλήρωση των εγχωρίων αποταμιεύσεων, αλλά κι ένα μέσο για διοχέτευση σύγχρονης τεχνολογίας και τεχνογνωσίας στην οικονομία…».

Η καταστροφή που επέφερε η εισβολή έθεσε και το θέμα ανασυγκρότησης της οικονομίας πάνω σε νέες βάσεις. Παρά την πιεστική ανάγκη γρήγορης αναζωογόνησης, προσπαθήσαμε να εισαγάγουμε σε όλους τους τομείς το στοιχείο της ποιοτικής αναβάθμισης και τεχνολογικής εμβάθυνσης. Ήταν η εποχή που ακόμα υπήρχε μεγάλος αριθμός ανέργων. Αλλά η διαδικασία της ορθής αναδημιουργίας έπρεπε να αρχίσει έγκαιρα, προτού εγκλωβιστούμε και πάλι στην παγίδα της χαμηλής τεχνολογίας.

Μελετώντας το θέμα της τεχνολογικής αναβάθμισης καταλήξαμε ότι ο όρος σημαίνει την εισαγωγή αρκετών δραστηριοτήτων στο οικονομικό σύστημα με βάση τις φυσικές επιστήμες. Μόνο έτσι θα μπορούσε να διασφαλιστεί πραγματικά απρόσκοπτη ανάπτυξη, όταν οι δραστηριότητές μας δεν θα στηρίζονταν σε συγκυρίες της αγοράς. Η Κύπρος, λόγω του μορφωτικού επιπέδου του ανθρώπινου δυναμικού της, πιο εύκολα από άλλες αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορούσε να επεκταθεί σε τέτοιες δραστηριότητες.

Έτσι στα Έκτακτα Σχέδια μιλήσαμε για την ανάγκη να μην παραμελούνται έργα και δράσεις έντασης κεφαλαίου, υψηλής προστιθέμενης αξίας κι εξαγωγικού προσανατολισμού, που οδηγούν σε τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας, ιδιαίτερα στους τομείς που στηρίζονται σε επιστημονικές γνώσεις. Είναι αυτό που είκοσι χρόνια μετά έγινε γνωστό, μέσω της Ε.Ε., ως οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας.

Στα χρόνια εκείνα η Έρευνα και Ανάπτυξη στην Κύπρο ήταν υποτυπώδεις. Η ακαδημαϊκή έρευνα ήταν ανύπαρκτη μιας και δεν υπήρχαν Πανεπιστήμια. Ενθαρρύναμε τις Κυβερνητικές Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης να ασχολούνται με την εφαρμοσμένη Ε&Α στα θέματα του γνωσιολογικού τους αντικειμένου. Πάντοτε ενισχύαμε μέσω του Προϋπολογισμού Ανάπτυξης τις δραστηριότητες για Ε&Α πολλών Κυβερνητικών Τμημάτων.

Πέραν της καθιερωμένης Έρευνας για Επισήμανση Ευκαιριών Βιομηχανικών Επενδύσεων του 1978, ζητήσαμε από το UNDP τη χρηματοδότηση ειδικών μελετών για τον καλύτερο τρόπο μεταφοράς τεχνολογίας. Από τις μελέτες αυτές επιβεβαιώθηκε ότι μια καλή μέθοδος ήταν μέσω των ξένων επενδύσεων. Έτσι το 1986 η Κυβέρνηση προχώρησε στην υιοθέτηση νέας πολιτικής για ξένες επενδύσεις καθορίζοντας καθαρά κριτήρια εξέτασης τέτοιων αιτήσεων. Παράλληλα ζητήσαμε και συστάθηκε στην Κεντρική Τράπεζα Συμβουλευτική Επιτροπή για Ξένες Επενδύσεις για εξέταση των σχετικών αιτήσεων. Ήταν η πρώτη προσπάθεια εισαγωγής του συστήματος, που αργότερα έγινε γνωστό ως «μονοθυριδική πρόσβαση».

Το αποκορύφωμα όμως των προσπαθειών έγινε το 1988 με την περιώνυμη Μελέτη Murray (Στρατηγική Βιομηχανικής Ανάπτυξης της Κύπρου) και ξεχωριστή έκθεση για την τεχνολογία (Στρατηγική Τεχνολογικής Ανάπτυξης) (Έκθεση Kaplinsky). Σύμφωνα με τις μελέτες, η Κύπρος εξάντλησε τα περιθώρια ταχείας αύξησης του ΑΕΠ. Η επιστημονική/τεχνολογική προσέγγιση θα μπορούσε να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στην ταχεία ανάπτυξη. Η εισαγωγή ξένης τεχνολογίας θα πρέπει να συνοδεύεται από εξύψωση των επιπέδων των εγχώριων τεχνολογικών δυνατοτήτων, ευρύτερη συνεργασία για πρόσβαση σε τεχνολογικούς πόρους, προώθηση δραστηριοτήτων με μελλοντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα ώστε να γίνει κατορθωτή η κινητοποίηση των επιστημονικών και τεχνολογικών πόρων και διασφάλιση της παράλληλης ανάπτυξης των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Για την προώθηση των πιο πάνω, οι εμπειρογνώμονες εισηγήθηκαν τη σύσταση ενός ανεξάρτητου Συμβουλίου Αναδιάρθρωσης με στόχους τη δημιουργία τεχνολογικής κουλτούρας, επισήμανση των καλύτερων τρόπων μεταφοράς κατάλληλης τεχνολογίας καθώς και εξαγωγής αργότερα κυπριακής τεχνολογίας, ανάπτυξη στρατηγικής τεχνολογικής αναβάθμισης ιδιαίτερα σε τομείς όπου η Κύπρος διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα (παραγωγή σε θερμοκήπια), αξιοποίηση επιστημονικών/τεχνολογικών μεθόδων στα θέματα περιβάλλοντος για ασφάλεια και υγεία, αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των συστημάτων κατάρτισης ώστε να καλλιεργούν περισσότερο την τεχνολογική κουλτούρα και να προσφέρουν στην οικονομία κατάλληλα καταρτισμένα άτομα.

Μια άλλη σημαντική ενέργεια, στην οποία προβήκαμε τότε, ήταν η άκαρπη προσπάθεια δημιουργίας τεχνολογικού πάρκου. Ήρθαμε σε επαφή με τις Αρχές της Γαλλικής Νίκαιας και το Τεχνολογικό Πάρκο της πόλης («Σοφία- Αντίπολη») για να μελετήσουμε τη δημιουργία και στην Κύπρο ανάλογου πάρκου με ενδεχόμενη συνεργασία μαζί του. Επίσης κανονίσαμε κι επισκέφτηκε το «Σοφία-Αντίπολη» αποστολή από την Κύπρο για εξοικείωση με την πρωτοφανή ιδέα. Αποστολή ειδικών από τη Νίκαια επισκέφτηκε την Κύπρο και υπέβαλε το 1987 έκθεση στην οποία συνιστούσαν τη δημιουργία τεχνολογικού πάρκου στην Κύπρο.

Στο πιο πάνω πλαίσιο συστάθηκε το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας για την υποστήριξη και προώθηση της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας. Η παρούσα Κυβέρνηση προχώρησε στη δημιουργία του Συμβουλίου Οικονομίας κι Ανταγωνιστικότητας. Όμως για να έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα θα πρέπει να ενσωματωθούν όλα κάτω από ένα Υφυπουργείο Ανάπτυξης. Πέραν του καθορισμού των προτεραιοτήτων, το Υφυπουργείο θα διαθέτει έναν αναπτυξιακό προϋπολογισμό για προώθηση της τεχνολογικής αναβάθμισης στην πράξη. Αλλιώς θα μείνουμε πάλι στα λόγια.

*Πρώην Υπουργός. Πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού