Διεθνή

Η κούρσα διαδοχής δοκιμάζει τις ισορροπίες ισχύος στην ΕΕ

Η διαδικασία εκλογής των ανώτερων θεσμικών οργάνων της ΕΕ και ειδικά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σηματοδοτεί την έναρξη μιας σκληρής αναμέτρησης, στην οποία μετρώνται οι ισορροπίες μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ

Το αδιέξοδο στην εξεύρεση μιας αποδεκτής ηγεσίας από την πλειοψηφία των Ευρωπαίων ηγετών, η οποία θα αναλάβει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έδειξε για άλλη μια φορά ότι οι πολιτικές διαδικασίες στην ΕΕ δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Η διάσταση απόψεων ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι άμεσα εμπλεκόμενοι δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ούτε στο πώς απέτυχαν να φτάσουν σε συμφωνία. Με τον χρόνο να εξαντλείται και κάτω από το βάρος της γαλλογερμανικής αντιπαράθεσης ως προς τον τρόπο επιλογής του επόμενου Προέδρου της Κομισιόν, συγκλήθηκε νέα Σύνοδος για τη διαχείριση της κρίσης την 30ή Ιουνίου. Πέρα από τη θέση του προέδρου της Επιτροπής, στο τραπέζι θα τεθούν προς διαπραγμάτευση οι προεδρίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και η θέση του επόμενου Ύπατου Εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική.

Ο θεσμικός «εμφύλιος» και το μοντέλο Spitzenkandidat

Η διαδικασία εκλογής όμως των ανώτερων θεσμικών οργάνων της ΕΕ και ειδικά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σηματοδοτεί την έναρξη μιας σκληρής αναμέτρησης, στην οποία μετρώνται οι ισορροπίες ισχύος μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Από τη μια το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ενώ στο παρελθόν απολάμβανε το αποκλειστικό προνόμιο να καθορίζει πίσω από κλειστές πόρτες τον επόμενο πρόεδρο της Κομισιόν, τα τελευταία χρόνια σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το δημοκρατικό έλλειμμα στην ΕΕ βρέθηκε να μοιράζεται αυτήν την αρμοδιότητα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Από την άλλη, το Σώμα των Ευρωβουλευτών, έχοντας δημιουργήσει το 2014 τη διαδικασία των «κορυφαίων υποψηφίων» (Spitzenkandidaten), με βάση τις πρόνοιες της Συνθήκης της Λισσαβώνας, θεωρεί ότι έχει αυτήν τη νομιμοποίηση, ώστε να μπορεί να απορρίπτει οποιοδήποτε υποψήφιο δεν έχει ορισθεί ως Spitzenkandidaten από τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα πριν από τις ευρωεκλογές. Έτσι η σκόπιμη ασάφεια της Συνθήκης της Λισσαβώνας στο κομμάτι της διαδικασίας εκλογής δίνει το «δικαίωμα» στα δύο αυτά θεσμικά όργανα να απορρίπτουν υποψηφίους, μετατρέποντας τη διαδικασία σε ένα «ανατολίτικο παζάρι» με πολιτικά ανταλλάγματα και παιχνίδια επιβολής εξουσίας. Ειδικότερα, η Συνθήκη της Λισσαβώνας προβλέπει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, ορίζει έναν υποψήφιο για τη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών. Ωστόσο, η διαδικασία των «κορυφαίων υποψηφίων» δεν αναφέρεται στη Συνθήκη. Ουσιαστικά, όταν χρησιμοποιήθηκε το 2014, δεν έγινε χρήση πρωτίστως της ίδιας της Συνθήκης, αλλά ήταν το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των κομμάτων της ΕΕ. Επρόκειτο δηλαδή για μια συγκυριακή σύγκλιση συμφερόντων όλων των εμπλεκομένων, οι οποίοι «έντυσαν» την εκλογή του επικεφαλής υποψηφίου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, με τον μανδύα της δημοκρατικής νομιμοποίησης που απόρρεε από την ευρωπαϊκή αυτή Συνθήκη.

Ο γαλλογερμανικός «πόλεμος»

Η «βυζαντινή» αυτή διαδικασία διαδοχής, η οποία έφτασε σε κάποιες της εκφάνσεις να παραβλέπει τις δημοκρατικές αξίες και τη διαφάνεια που «πρεσβεύει» η ΕΕ, έφερε στο προσκήνιο τον υπόγειο πόλεμο Γαλλίας- Γερμανίας για επικράτηση στον ευρωπαϊκό χώρο. Από τη μια η Καγκελάριος της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ, εμμένοντας στη διαδοχή του Γιούνκερ από τον «κορυφαίο υποψήφιο» του ΕΛΚ, Μάνφρεντ Βέμπερ, βρέθηκε αντιμέτωπη με την άρνηση του Γάλλου Προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος θεωρεί ότι δεν δεσμεύεται νομικά από τη συγκεκριμένη διαδικασία και απορρίπτει τον Γερμανό Spitzenkandidat με το πρόσχημα ότι δεν έχει την απαραίτητη εμπειρία σε ανώτερα αξιώματα. Την ίδια ώρα εκφράζει πρόθεση στήριξης στον Γάλλο επικεφαλής διαπραγματευτή του Brexit, Μισέλ Μπαρνιέ, για τη θέση του Προέδρου της Κομισιόν, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να αλλάξει ριζικά τη διαδικασία του «κορυφαίου υποψηφίου», προκαλώντας τις αντιδράσεις των Χριστιανοδημοκρατών. Από την άλλη, η Μέρκελ και κατ’επέκτασιν το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, θεωρώντας ότι ο δικός τους υποψήφιος «νομιμοποιείται» να πάρει την προεδρία της Επιτροπής, κατηγορούν τον Γάλλο Πρόεδρο ότι η αλλαγή της διαδικασίας ισοδυναμεί με «καταστροφή της ευρωπαϊκής δημοκρατίας». Παρότι απορρίφθηκε ο υποψήφιός τους, γνωρίζουν πολύ καλά ότι εκ των πραγμάτων είναι σε θέση ισχύος, αφού οι επιλογές για σχηματισμό πλειοψηφίας εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ελάχιστες χωρίς τη συμμετοχή τους. Αντίθετα υπάρχει έντονη ανησυχία στη συμμαχία Μακρόν- ALDE (Renew Europe), αφού στην περίπτωση κατά την οποία συμμαχήσουν Συντηρητικοί, Σοσιαλιστές και Πράσινοι, θα αποκλειστούν από τη διεκδίκηση καίριων θέσεων στα θεσμικά όργανα της ΕΕ.

Γιατί δεν μπορεί να εφαρμοστεί το Spitzenkandidat

Ο Γιούνκερ, σε δηλώσεις του μετά το «ναυάγιο» των διαπραγματεύσεων της Συνόδου Κορυφής, δεν παρέλειψε να υπερασπιστεί τον τρόπο εκλογής του, αφήνοντας αιχμές ότι «την προηγούμενη φορά τα πράγματα είχαν περισσότερη διαφάνεια». Έτσι τίθεται το ερώτημα, εάν η διαδικασία αυτή εξασφάλιζε τη δημοκρατικότητα και τη διαφάνεια στην επιλογή των θεσμικών οργάνων, για ποιο λόγο δεν μπορεί να έχει εφαρμογή αυτήν τη φορά. Η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί στα ποσοστά των δύο «γιγάντων» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε αντίθεση με το 2014, ΕΛΚ και Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στις Ευρωεκλογές του Μαΐου δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν απόλυτη πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ελέγξουν αποκλειστικά τη διαδικασία. Με βάση τα νέα δεδομένα είναι αναγκασμένοι να προχωρήσουν σε συμμαχίες με τους Φιλελεύθερους ή και τους Πράσινους, προσθέτοντας έτσι περαιτέρω πολυπλοκότητα στη διαδικασία. Από την πλευρά τους οι Ευρωπαίοι ηγέτες απέρριψαν όλους τους «κορυφαίους υποψηφίους» με το δικαιολογητικό ότι δεν μπορούν να συγκεντρώσουν την απαραίτητη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Αυτή η εξέλιξη, αν και δεν ειπώθηκε από τους άμεσα εμπλεκόμενους, δημιουργεί ένα προηγούμενο και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην κατάργηση των Spitzenkandidaten. Μετά το αδιέξοδο στη συζήτηση κατά τη Σύνοδο Κορυφής, κάποιοι ηγέτες προσπάθησαν να περισώσουν τον «θεσμό», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της «αναγέννησης» του συστήματος Spitzenkandidat, εάν το Κοινοβούλιο φτάσει σε συμφωνία. Εντούτοις, χωρίς αμφιβολία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ανεπιτυχής προσπάθεια να «χρυσώσουν» το τέλος της εν λόγω διαδικασίας, τουλάχιστον κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες.

Το σχέδιο Β

του Λαϊκού

Κόμματος

Το ΕΛΚ δεν είναι έτοιμο να παραδώσει τα όπλα, παρά την απόρριψη του Βέμπερ από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την αδυναμία συγκέντρωσης πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο. Όσο όμως παραμένει υπέρ της υποψηφιότητας Βέμπερ για την προεδρία της Κομισιόν, οι πιθανότητες επιτυχίας του περιορίζονται. Έτσι τίθεται το ζήτημα για πόσο χρονικό διάστημα θα έχει την πολυτέλεια να εμμένει στη στήριξη του Βαυαρού ευρωβουλευτή του και ποια θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να στραφεί προς έναν άλλο υποψήφιο, ώστε να παραμείνει στην κούρσα διαδοχής. Παρά τις απώλειές του στις πρόσφατες Ευρωεκλογές, το ΕΛΚ παραμένει το μεγαλύτερο κόμμα στο Κοινοβούλιο, αποκλείοντας έτσι το σενάριο της επιλογής του επόμενου Προέδρου της Κομισιόν χωρίς τη στήριξή του. Με την απόρριψη όμως του υποψηφίου τους, δημιουργείται η αναγκαιότητα εφαρμογής μιας άλλης στρατηγικής, ενός σχεδίου Β. Αναλυτές επισημαίνουν ότι υπάρχει το ενδεχόμενο η νέα στρατηγική να προβλέπει τη δημόσια στήριξη του Βέμπερ από το ΕΛΚ, αλλά παράλληλα θα προετοιμάζεται το έδαφος για εναλλακτικό υποψήφιο, ο οποίος θα τυγχάνει ευρείας στήριξης. Ενώ επίσημα θα στηρίζουν τον Spitzenkandidat τους, πίσω από κλειστές πόρτες θα εξελίσσεται μια νέα διαπραγμάτευση για την επιλογή αυτού του προσώπου, το οποίο θα διασφαλίσει ότι η προεδρία της Κομισιόν θα παραμείνει στα χέρια του Συντηρητικού κόμματος.

Οι εναλλακτικές του ΕΛΚ

Με την υποψηφιότητα του Βέμπερ να βρίσκεται πλέον υπό αμφισβήτηση, το ΕΛΚ θα πρέπει να εξασφαλίσει «εφεδρική» υποψηφιότητα, η οποία θα έχει σοβαρές πιθανότητες να κερδίσει τη στήριξη του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου. Αναλυτές εντοπίζουν προσωπικότητες του κεντροδεξιού χώρου, οι οποίες θα μπορούσαν να προταθούν από το ΕΛΚ ως εναλλακτικές υποψηφιότητες στην κούρσα διαδοχής. Στις πρώτες επιλογές φιγουράρει το όνομα του επικεφαλής διαπραγματευτή του Brexit, Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος αν και έχει την απαραίτητη πείρα στην άσκηση εκτελεστικής εξουσίας, η ηλικία του δεν κουβαλάει τον αέρα αλλαγής που θέλει να προωθήσει μεγάλη μερίδα Ευρωπαίων ηγετών. Εναλλακτική θα μπορούσε να αποτελέσει ο Αλεξάντερ Στουμπ, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ο οποίος μάλιστα βρισκόταν στην κούρσα για τη θέση του «κορυφαίου υποψηφίου» του ΕΛΚ. Εντούτοις, δύσκολα θα τύγχανε στήριξης από συγκεκριμένες χώρες λόγω της σκληρής γλώσσας που χρησιμοποίησε εναντίον τους κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Έντονο ενδιαφέρον συγκεντρώνει το όνομα της Γενικής Διευθύντριας του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία πληροί μεν πολλά κριτήρια για την προεδρία, εντούτοις ξενίζει η απόστασή της από τις Βρυξέλλες και η απουσία σχέσεων με τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τέλος, στο τραπέζι βρίσκεται και το όνομα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ. Το πλούσιο βιογραφικό σε συνδυασμό με τους ισχυρούς δεσμούς που έκτισε με τις πολιτικές ομάδες κατά τη διάρκεια της θητείας του φαίνεται να τον καθιστούν ως μια «εξαιρετική» επιλογή για το ΕΛΚ. Παρόλα αυτά, όμως, ο ίδιος δεν φαίνεται να έχει ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη θέση.