Πολιτική εθνικής αυτοκτονίας

Επικαλούνται σαν επιχείρημα πως όταν δεν διεξάγονται συνομιλίες η Τουρκία δημιουργεί, δήθεν, νέα τετελεσμένα και εδραιώνει τα υφιστάμενα. Πότε, όμως, η Τουρκία ανέστειλε την πολιτική αυτή ή την τερμάτισε, εφόσον σκοπός και στόχος της είναι η επανάκτηση και ο ολοκληρωτικός έλεγχος της Κύπρου;

Αδημονούν… αγωνιούν και ανησυχούν οι οπαδοί της «οποιασδήποτε λύσης» εδώ και τώρα και αδιαφορούν για το περιεχόμενό της και ζητούν την έναρξη «ουσιαστικού διαλόγου». Μα, επιτέλους, για τέσσερεις και πλέον δεκαετίες τι είδους διάλογος/διαπραγματεύσεις διεξάγονταν παρά μόνο «κουβέντες του καφενείου» - ως επιτυχώς τις χαρακτήρισε πριν από πολλά χρόνια ο Άγγλος δημοσιογράφος Robert Fisk στην εφημερίδα “Independent”.

Επικαλούνται, μάλιστα, σαν επιχείρημα πως όταν δεν διεξάγονται συνομιλίες η Τουρκία δημιουργεί, δήθεν, νέα τετελεσμένα και εδραιώνει τα υφιστάμενα.

Πότε, όμως, η Τουρκία ανέστειλε την πολιτική αυτή ή την τερμάτισε, εφόσον σκοπός και στόχος της είναι η επανάκτηση και ο ολοκληρωτικός έλεγχος της Κύπρου και η μετατροπή του Κυπριακού Ελληνισμού σε μία θλιβερή μειονότητα διά της πολιτικής του εποικισμού;

Τι απέδωσαν οι «συνομιλίες» όλα αυτά τα χρόνια και τώρα γίνεται λόγος για «ουσιαστικές συνομιλίες»;

Εφήρμοσε, μήπως, το ψήφισμα 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Αμμόχωστο, την ούτω καλούμενη συμφωνία της Γ΄ Βιέννης, αποχώρησε έστω και ένας Τούρκος στρατιώτης, επέτρεψε την επιστροφή έστω και ενός πρόσφυγα στο σπίτι του, συνεργάστηκε για τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, τερμάτισε τις απειλές και τους εκβιασμούς, εφήρμοσε τιςκυπρογενείς υποχρεώσεις της, όσον αφορά τον αποκλεισμό των υπό κυπριακή σημαία πλοίων, παρά μόνον θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως «εκλιπούσα»;

Εάν, λοιπόν, επαναρχίσουν αμέσως δήθεν «ουσιαστικές συνομιλίες», θα επιτευχθεί κάτι από τα ανωτέρω ή θα καμφθεί η ούτω καλούμενη «τουρκική αδιαλλαξία» -όπως την αποκαλούμε- αντί να μιλούμε για επιθετικότητα, συνοδευόμενη από απειλές, προκλήσεις και εκβιασμούς, εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ, περιφρόνηση του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θαλάσσης;

Ακεραία την ευθύνη για τη μη ανακοπή της τουρκικής επιθετικότητας φέρει η δική μας πλευρά με τις συνεχείς υποχωρήσεις και παραχωρήσεις της, ων ουκ έστιν αριθμός, αντί να σφυροκοπάται η Τουρκία σε όλα τα διεθνή βήματα και να προωθείται η εφαρμογή τιμωρητικών μέτρων σε βάρος της, σε όλους τους τομείς.

Αν είχαμε πεφωτισμένους πολιτικούς ηγέτες, χαρισματικούς και με εθνικό ανάστημα μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν κατά το δημοψήφισμα της 24ης/4/2004 και στη συνέχεια την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έπρεπε να είχαν διαγράψει όσα προηγήθηκαν και να επανατοποθετήσουν το Κυπριακό στις σωστές του διαστάσεις ως προβλήματος εισβολής και κατοχής, που ουδεμία σχέση έχει με την τάχα «ειρηνική διαβίωση δύο κοινοτήτων» και να ασχολούμαστε με δήθεν Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), άνοιγμα οδοφραγμάτων και άλλα τινά που αποπροσανατολίζουν και εδραιώνουν τα τετελεσμένα της εισβολής και κατοχής.

Δυστυχώς, μετά την τουρκική εισβολή, αντί να εργαστούμε για την εθνική συμφιλίωση και την ενότητα, σφυρηλατώντας ένα ενιαίο και αρραγές αντικατοχικό, εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο, ακολουθήσαμε πολιτική εθνικής αυτοκτονίας, κάνοντας αρχή με τις ούτω καλούμενες «συμφωνίες υψηλού επιπέδου» (συμφωνίες κορυφής), όπως αποκαλούνται, αποδεχτήκαμε έμμεσα τα τετελεσμένα της εισβολής, αποενοχοποιήσαμε την Τουρκία και θέσαμε τη θηλιά του σχοινιού γύρω από τον λαιμό μας και δώσαμε το άλλο άκρο στην Τουρκία.

ΑΝΔΡΕΑΣ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Πρώην συνδικαλιστής