Διεθνή

Μια εκλογή υπό αμφισβήτηση και στο βάθος ένα σκάνδαλο

Η αποτυχία της να πείσει μεγάλο μέρος του «Δημοκρατικού τόξου» να την ψηφίσει και ειδικότερα τους Πράσινους, προοικονομεί τη δυσκολία που θα αντιμετωπίσει για να βρει στήριξη από τους ευρωβουλευτές

Με μια οριακή πλειοψηφία 384 ψήφων η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατάφερε να εκλεγεί στη θέση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η αναπάντεχη ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μετά από εβδομάδες έντονων παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, συνοδεύτηκε από τον άμεσο παραγκωνισμό των «κορυφαίων υποψηφίων» που είχαν προτείνει τα τρία μεγάλα κόμματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η υποψηφιότητά της αποτέλεσε έναν συμβιβασμό της «τελευταίας» στιγμής, ο οποίος γλίτωσε μεν τους Ευρωπαίους ηγέτες από το να παραχωρήσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την αρμοδιότητα επιλογής του νέου Προέδρου της Επιτροπής, αλλά δημιούργησε ένα προηγούμενο με την καταστρατήγηση του θεσμού των «κορυφαίων υποψηφίων». Αυτή η εξέλιξη, όπως ήταν φυσικό, θορύβησε το σώμα των ευρωβουλευτών, οι οποίοι είδαν την υποψηφιότητά της ως το αποτέλεσμα μη διαφανών διαδικασιών πίσω από κλειστές πόρτες με άμεσα υπεύθυνους τον Γάλλο Πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν και τη Γερμανίδα Καγκελάριο, Άγκελα Μέρκελ.

Μια εκλογή υπό αμφισβήτηση

Λόγω αυτών των εξελίξεων τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν έκρυψαν την αγανάκτησή τους. Κατά τη διάρκεια της Ολομέλειας στο Στρασβούργο μια ημέρα πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία, υπήρχε έντονο το στοιχείο της αμφισβήτησης στο πρόσωπο της Γερμανίδας πρώην Υπουργού Άμυνας, ακόμα και από μέλη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, απ’ όπου προέρχεται. Ακόμα όμως και πριν από την ανακοίνωση της αμφιλεγόμενης υποψηφιότητάς της, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εμφανιζόταν βαθιά διαιρεμένο σε σχέση με την επιλογή του επόμενου Προέδρου της Κομισιόν. Η φον ντερ Λάιεν είχε ανακοινώσει ότι την υποστήριζαν τα τρία συστημικά κόμματα του Κοινοβουλίου -Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών και Renew Europe Group- μεμονωμένα όμως οι ευρωβουλευτές δεν έκρυβαν την αποδοκιμασία προς το πρόσωπό της. Το φαινόμενο αυτό υπήρξε εντονότερο στις τάξεις της Συμμαχίας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, οι οποίοι εμφανίζονταν διχασμένοι ως προς τη στήριξή τους στη μυστική ψηφοφορία. Όντας η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική ομάδα του Κοινοβουλίου με 154 έδρες, από την αρχή είχε εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή της με την πρόταση των Ευρωπαίων ηγετών, αφού θεωρούσε ότι ο δικός της υποψήφιος, Φρανς Τίμερμανς, αποτελούσε καλύτερη επιλογή και θα ήταν το πρόσωπο που θα οδηγούσε την ΕΕ στην αλλαγή που χρειαζόταν. Τις αμφιβολίες των Σοσιαλιστών δεν έκαμψαν οι παραινέσεις του Πρωθυπουργού της Ισπανίας, Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος έχοντας εξασφαλίσει τις προτεραιότητες της χώρας του μέσω της επιλογής του Ζοζέπ Μπορέλ στη θέση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, ασκούσε πιέσεις για την αποδοχή της φον ντερ Λάιεν στα μέλη της πολιτικής του ομάδας. Η ίδια, πάντως, ερωτηθείσα κατά τη διάρκεια της δημοσιογραφικής διάσκεψης για την οριακή της πλειοψηφία, αρκέστηκε στο να δηλώσει ότι ακόμα και πριν από την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της το Κοινοβούλιο ήταν διαιρεμένο.

Οι ψήφοι από τους ευρωσκεπτικιστές

Η οριακή πλειοψηφία που εξασφάλισε η νέα Πρόεδρος της Επιτροπής υποδηλώνει ότι ίσως χρειάστηκε τη βοήθεια κάποιων άλλων πολιτικών ομάδων για να εκλεγεί, συμπεριλαμβανομένων κάποιων εκ των ευρωσκεπτικιστών. Ενδεικτικό της «εύθραυστης» εντολής που πήρε ήταν η άμεση συσχέτιση της εκλογής της ακόμα και με τους Βρετανούς ευρωβουλευτές, οι οποίοι αναμένεται να εγκαταλείψουν τις έδρες του με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Έτσι, με τη νίκη της να είναι τόσο οριακή, αναλυτές επισημαίνουν ότι η υποστήριξη των Βρετανών θα θέσει σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα και την αξιοπιστία της Προεδρίας της, αφού με το Brexit θα «αποχωρήσουν» και οι ψήφοι εμπιστοσύνης τους. Παράλληλα, στο παιχνίδι μπαίνουν και οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές, κάποιοι εκ των οποίων φαίνεται να έχουν στηρίξει τη Γερμανίδα. Η πλειοψηφία τους προέρχεται από το λαϊκίστικο κόμμα PiS της Πολωνίας, τη Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και τον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν. Μάλιστα, η αποτυχία της να πείσει μεγάλο μέρος του «δημοκρατικού τόξου» να την ψηφίσει και ειδικότερα τους Πράσινους, οι οποίοι αποτελούν πλέον την τέταρτη μεγαλύτερη πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, προοικονομεί τη δυσκολία που θα αντιμετωπίσει για να βρει στήριξη από τους ευρωβουλευτές, εάν τεθεί υπόψη και το στοιχείο της στήριξης της από τα ευρωσκεπτικιστικά και ακροδεξιά κόμματα.

Ένα όραμα κομμένο

και ραμμένο για όλους

Κατά την παρουσίαση του οράματός της μία ημέρα πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία η πρώην Υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, έχοντας ως στόχο να κάμψει τις ανησυχίες των ευρωβουλευτών, προχώρησε σε δεσμεύσεις, οι οποίες λίγο πολύ περιείχαν τις προτεραιότητες μεγάλου μέρους των πολιτικών ομάδων. Συγκεκριμένα, θέλοντας να πείσει ακόμα και τους «άκαμπτους» Πράσινους, δεσμεύθηκε ότι θα υιοθετήσει πολύ πιο φιλόδοξους στόχους ως προς τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στις 100 πρώτες ημέρες εκλογής της με το σχέδιο «Green Deal», ενώ σκοπεύει να καταργήσει την αρχή της ομοφωνίας των 28 για ζητήματα που αφορούν το κλίμα, την κοινωνία και τη φορολογία - αντ’ αυτής, θα αρκεί απλή πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων. Παράλληλα, απαντώντας στις οικονομικές ανησυχίες για την ΕΕ, υποσχέθηκε ότι θα προωθήσει μια δημοσιονομική πολιτική πιο προσανατολισμένη στην ανάπτυξη αλλά και τη θέσπιση κατώτερου μισθού για τους εργαζομένους στην ΕΕ, ενώ παράλληλα επισήμανε τη φορολόγηση των μεγάλων εταιρειών του τομέα της τεχνολογίας. Για το φλέγον ζήτημα της Μετανάστευσης, δεσμεύτηκε να ενισχύσει την ευρωπαϊκή συνοριοφυλακή και ακτοφυλακή νωρίτερα από το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος. Εντούτοις, όπως διαφάνηκε και από το αποτέλεσμα, πολλά μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν πείστηκαν από τις γενναιόδωρες υποσχέσεις της, ενώ την κατηγόρησαν για ασάφεια στις θέσεις της και απουσία σταθερότητας στην πολιτική της. Επίσης, στις επιστολές της στις πολιτικές ομάδες, σύμφωνα με τους ευρωβουλευτές, υπήρχε η αίσθηση της αντιγραφής της προσπάθειας του Κοινοβουλίου να δημιουργήσει μια κοινή πολιτική ατζέντα.

Ένα σκάνδαλο βαρύνει

τη νέα Πρόεδρο

Πέρα όμως από τα προβλήματα με το κατακερματισμένο Κοινοβούλιο της ΕΕ και την οριακή νίκη, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κουβαλάει στην πλάτη της ένα σκάνδαλο, το οποίο βρίσκεται υπό διερεύνηση από το Γερμανικό Κοινοβούλιο και αφορά κατηγορία για κακοδιαχείριση οικονομικών πόρων από το Υπουργείο Άμυνας κατά τη διάρκεια της θητείας της. Συγκεκριμένα, το 2015 οι ελεγκτές είχαν υπολογίσει ότι το Υπουργείο της είχε ξοδέψει περισσότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ σε αγορά υπηρεσιών από εξωτερικούς συμβούλους, αλλά επίσημα είχαν δηλώσει ότι θα χρησιμοποιούσαν 2,2 εκατομμύρια γι’ αυτόν τον σκοπό. Ένα χρόνο αργότερα, το Υπουργείο ξόδεψε περισσότερα από 150 εκατομμύρια, ενώ είχε δηλώσει μόλις 2,9 εκατομμύρια. Αν και δεν υπάρχει ακόμα επιβεβαίωση ότι η φον ντερ Λάιεν σχετίζεται άμεσα με το εν λόγω σκάνδαλο, η χρήση των εξωτερικών συμβούλων ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της θητείας της στο Υπουργείο Άμυνας. Αναλύοντας τα συμβόλαια έγινε γνωστό ότι το Υπουργείο δεν έδωσε σαφείς αποδείξεις ότι χρειαζόταν τους εξωτερικούς συμβούλους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες για τη σύναψη των συμβολαίων. Πάντως οι βουλευτές που εξετάζουν την υπόθεση έχουν καταστήσει σαφές ότι η πρώην Υπουργός Άμυνας θα πρέπει να λογοδοτήσει γι’ αυτό το σκάνδαλο, ακόμα και μετά την εκλογή της στη θέση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Πώς φτάσαμε στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν

Η φον ντερ Λάιεν σίγουρα δεν αποτελεί την ιδανική Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής της καριέρας δεν είχε βρεθεί σε κάποιο ευρωπαϊκό αξίωμα, ενώ η συμμετοχή της στη γερμανική κυβέρνηση είχε περιοριστεί στα χαρτοφυλάκια που αφορούσαν οικογενειακά και εργασιακά ζητήματα πριν αναλάβει το Υπουργείο Άμυνας. Οι επικρίσεις εναντίον της επικεντρώνονται στην ικανότητά της να αναλάβει δύσκολα ζητήματα, όπως η αναμόρφωση της Ευρωζώνης, ενώ υπάρχουν φόβοι ότι η προσέγγισή της θα δίνει βάρος στις γερμανικές προτεραιότητες και όχι στην υπόλοιπη ΕΕ. Παράλληλα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης στην επιλογή της με την παράβλεψη των κορυφαίων υποψηφίων που πρότειναν οι πολιτικές ομάδες. Ο θεσμός των κορυφαίων υποψηφίων αποτελούσε την απάντηση στις ανησυχίες των ψηφοφόρων για διαφάνεια και δημοκρατικότητα στην επιλογή των ηγετών της ΕΕ. Εντούτοις, για διαφορετικούς λόγους απορρίφθηκαν και οι τρεις κορυφαίοι υποψήφιοι και προχώρησαν στην υποψηφιότητα της φον ντερ Λάιεν. Η ευθύνη όμως του αποκλεισμού των κορυφαίων υποψηφίων βαραίνει και τις πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι οποίες απέτυχαν να στηρίξουν ξεκάθαρα μιαν από τις προτάσεις τους. Παρά το ότι τα δύο μεγάλα κόμματα δεν απολαμβάνουν πλέον πλειοψηφία, εάν πίστευαν ότι ο θεσμός του κορυφαίου υποψηφίου ήταν ζωτικής σημασίας για την ΕΕ, θα φρόντιζαν να δημιουργήσουν αυτές τις συμμαχίες, οι οποίες θα τους επέτρεπαν να προωθήσουν τον δικό τους υποψήφιο.