Τα κόμματα μπορούν να προσφέρουν περισσότερα

Σε αντίθεση με άλλες χώρες η Κύπρος έχει μια πολύ μικρή πείρα δημοκρατικής διακυβέρνησης, που ξεκίνησε το 1960 με την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού. Τα προβλήματα διακυβέρνησης, που προέκυψαν έκτοτε, είχαν τα χαρακτηριστικά διαχείρισης μιας ανώμαλης κατάστασης, πρώτα με το σύνοικο στοιχείο και στη συνέχεια την Τουρκία, που εισέβαλε και κατέλαβε τo 40% του Νησιού με πρόσχημα το πραξικόπημα κατά του Μακάριου από τη Χούντα των Αθηνών. Έκτοτε το Κυπριακό έγινε το πρώτο μέλημα για όλους τους Κυπρίους κι όλα τα Κόμματα, Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση.

Αν εξαιρέσουμε μερικές σύντομες περιόδους όπου υπήρξε σύμπνοια ως προς το πώς χειριζόμαστε τη λύση του ή κάποιες πτυχές του, το Κυπριακό υπήρξε θέμα κομματικής διαμάχης είτε κατά τις προεκλογικές περιόδους είτε αργότερα. Το χειρότερο όμως είναι η μη επεξεργασία τόσα χρόνια ενός κοινού σχεδίου λύσης, που όλοι θα προωθούν προς κάθε κατεύθυνση και η έλλειψη ενός μηχανισμού αναθεώρησής του ανάλογα με τις εξελίξεις. Το ίδιο πνεύμα και η ίδια τακτική έπρεπε να ακολουθείται και με άλλα θέματα, όπως η ανάπτυξη του τόπου, βασικό στοιχείο για ένα μακροχρόνιο αγώνα.

Δυστυχώς και στις δύο περιπτώσεις δεν αξιοποιήσαμε θεσμούς που δημιουργήσαμε από την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας: το Εθνικό Συμβούλιο και τον Μηχανισμό Προγραμματισμού/Συντονισμού Ανάπτυξης. Αντί να προσπαθήσουμε να τους αναπροσαρμόσουμε/εκσυγχρονίσουμε όταν παρουσιάστηκαν κάποιες αντιδράσεις ή δυσλειτουργίες, προτιμήσαμε την αδρανοποίηση/ημιλειτουργία ή/και κατάργησή τους. Ύστερα μάλιστα από πολλά χρόνια ψάχνουμε να επινοήσουμε υποκατάστατά τους. Για όλα αυτά θα μας κρίνει η ιστορία. Τι κάνουμε όμως τώρα;

Ο θεσμός του Εθνικού Συμβουλίου να καθιερωθεί ως μόνιμος θεσμός, όπως περίπου είναι το Υπουργικό Συμβούλιο κι όχι έκτακτος, όποτε κρίνει ο εκάστοτε Πρόεδρος. Σκοποί του Συμβουλίου πρέπει να είναι η συνεχής παρακολούθηση των εξελίξεων στο Κυπριακό και οι εισηγήσεις προς τον Πρόεδρο περί του πρακτέου. Είχα εισηγηθεί κι άλλοτε την καθιέρωση μηχανισμού παρακολούθησης και μελέτης των εξελίξεων από ειδικούς, που κάθε φορά θα παρουσιάζουν τις αναλύσεις και τις εισηγήσεις τους στο Εθνικό Συμβούλιο. Ο επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας στις Ενδοκυπριακές Συνομιλίες θα προεδρεύει μιας Επιτροπής Ειδικών (αντί Αντιπρόσωπος της Κύπρου στα ΗΕ), που θα προέρχονται από αρμόδιες υπηρεσίες. Στις συνεδρίες της θα καλούνται να εκφέρουν τις απόψεις τους άλλοι ειδικοί από τον δημόσιο τομέα ανάλογα με το θέμα. Θα ανατίθεται επίσης σε ειδικούς από τον ιδιωτικό τομέα, ντόπιους και ξένους, να μελετήσουν ειδικά θέματα. Το Κυπριακό θα είναι συνεχώς υπό τη μελέτη ειδικών.

Τα κόμματα θα αντιπροσωπεύονται μόνιμα ή θα καλούνται να παρουσιάσουν τις απόψεις τους στην Επιτροπή Ειδικών τακτικά και ανελλιπώς. Γι’ αυτό και τα ίδια θα πρέπει να οργανωθούν αναλόγως. Κάθε κόμμα θα πρέπει να έχει τη δική του Ομάδα Εργασίας με σκοπό την επεξεργασία των θέσεών του στο Κυπριακό. Φυσικά τις ολοκληρωμένες θέσεις του θα έχει την ευχέρια να τις εκφράσει το κάθε κόμμα στο Εθνικό Συμβούλιο.

Πιστεύω ότι εάν εργαστούμε έτσι και τα φαινόμενα συνεχών διαφωνιών μεταξύ των κομμάτων στο Κυπριακό θα εκλείψουν, αλλά προπαντός θα αντιμετωπίσουμε το κύριο αυτό θέμα πιο παραγωγικά. Ακόμη και το γεγονός ότι είναι οι επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, που δεν επιτρέπουν μια σωστή λύση του Κυπριακού, δεν είναι δικαιολογία γιατί η δική μας πλευρά να μην εργαστεί συστηματικά και προγραμματισμένα, όπως πιο πάνω.

Με τον ίδιο τρόπο, συστηματικό και προγραμματισμένο, θα πρέπει να εργαστούμε για να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε ο λαός να αντέξει αυτή την αβέβαιη κατάσταση, την οποία διέρχεται. Είναι εδώ και πάλι που πρέπει να εργαστούμε συντονισμένα με όραμα τη δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων, που είναι η ευημερία και η κοινωνική συνοχή του λαού. Μαζί με το Εθνικό Συμβούλιο για το Κυπριακό δημιουργήθηκε αμέσως μετά την Ανεξαρτησία ο Μηχανισμός Προγραμματισμού/Συντονισμού για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου. Ιδιαίτερα αποτελεσματικός για τους σκοπούς αυτούς ο Μηχανισμός αυτός υπήρξε μετά την εισβολή όπου το έργο που επιτέλεσε χαρακτηρίστηκε από έγκυρους διεθνείς κύκλους ως «οικονομικό θαύμα». Για διάφορους μικροπολιτικούς λόγους οι μετέπειτα Κυβερνήσεις εξουδετέρωσαν τη λειτουργία του με αποτέλεσμα έκτοτε οι διάφορες σχετικές αποφάσεις να λαμβάνονται ad hoc ή απλά να αναβάλλονται.

Έχω επανειλημμένα εισηγηθεί τη δημιουργία ενός Υφυπουργείου Ανάπτυξης ακολουθώντας την τελευταία τακτική (Τουρισμό, Ναυτιλία). Στην περίπτωση αυτή, επειδή το αντικείμενό του είναι γενικό κι αφορά όλη την οικονομία, θα μπορούσε να λειτουργήσει όπως το Εθνικό Συμβούλιο: να βρεθεί τρόπος να συμμετέχουν ενεργά, εκτός από τις εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις, κι όλα τα βουλευτικά κόμματα υπό συμβουλευτική ιδιότητα. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι για την ετοιμασία των Πενταετών και Έκτακτων Σχεδίων Ανάπτυξης παλιά απευθυνόμασταν στις Συμβουλευτικές Επιτροπές των Υπουργείων, στις οποίες συμμετείχαν εκπρόσωποι των εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων και τέλος στην Οικονομική Συμβουλευτική Επιτροπή υπό τον Υπουργό Οικονομικών όπου και πάλι υπήρχαν εκπρόσωποι του ιδιωτικού τομέα.

Εάν κριθεί σκόπιμο και στην περίπτωση αυτή μπορεί να ακολουθηθεί η πιο πάνω διαδικασία του Εθνικού Συμβουλίου ώστε τα αποτελέσματα των επιμέρους διαβουλεύσεων των Υπουργείων να τίθενται ενώπιον Κεντρικής Επιτροπής Ανάπτυξης υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως προτείνεται πιο πάνω για το Εθνικό Θέμα.

*Πρώην Υπουργός, πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού