Οι 56 βουλευτικές έδρες και οι 55 βουλευτές

Το να λειτουργεί η Βουλή με 55 βουλευτές, ενώ είναι 56 οι βουλευτικές έδρες, προφανώς αποτελεί ανωμαλία, πολιτική αλλά και Συνταγματική, με ενδεχομένως απρόβλεπτες προεκτάσεις. Κύρια, όμως, ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως Εκτελεστική Εξουσία, αλλά ούτε η Δικαστική Εξουσία μπορούν να καθορίσουν την κατανομή των βουλευτικών εδρών κατά την εκλογική δύναμη εκάστου κόμματος, αφού περί τούτου αποφάσισε ο κυρίαρχος λαός στις καθιερωμένες ανά πενταετία βουλευτικές εκλογές. Κατά το εκλογικό μας σύστημα, η καταμέτρηση ψήφων και η κατανομή των εδρών κατά την εκλογική δύναμη εκάστου κόμματος γίνεται από μη πολιτικό, αρμόδιο περί τούτου, όργανο, τον Έφορο Εκλογής, ο οποίος το 2016, στις τότε εκλογές, προχώρησε στην προβλεπόμενη ονομαστική ανακήρυξη των 56 βουλευτών. Από την ανακήρυξή τους, οι συγκεκριμένοι 56 από το σύνολο των υποψηφίων ήσαν βουλευτές και προς επιβεβαίωση τούτου δημοσιεύθηκαν ονομαστικά στην Επίσημη Εφημερίδα, ποιοι είναι οι 56, κατά την επιλογή των ψηφοφόρων, βουλευτές.

Άρα, είχαμε έκτοτε με την καταμέτρηση των ψήφων και με την ανακήρυξη, 56 εκλελεγμένους βουλευτές και παρέμενε να συνεδριάσει η Βουλή στην πρώτη συνεδρίασή της μετά τις εκλογές, για να υπάρξει η προβλεπόμενη κατά το Σύνταγμα διαβεβαίωση και η εκλογή Πρόεδρου της Βουλής και η ανάληψη γενικά των καθηκόντων των 56 βουλευτών. Η διαβεβαίωση γίνεται από ήδη ανακηρυχθέντες βουλευτές. Η διαβεβαίωση είναι μεν καθήκον που βαρύνει και αφορά κάθε ανακηρυχθέντα βουλευτή, δεν τον καθιστά βουλευτή. Άρα, ένας υποψήφιος που ανακηρύσσεται από τον Έφορο Εκλογής ως βουλευτής έχει την ιδιότητα αυτή, προτού δώσει τη σχετική διαβεβαίωση.

Το Σύνταγμα προβλέπει ότι είναι δυνατό μια βουλευτική έδρα, για την οποίαν ανακηρύχθηκε από τον Έφορο Εκλογής ένας συγκεκριμένος υποψήφιος ως εκλεγείς βουλευτής, να κενωθεί, ανεξάρτητα εάν έδωσε ή όχι ο εν λόγω βουλευτής την κατά το Σύνταγμα διαβεβαίωση. Κενούται, δε, μια βουλευτική έδρα κατά το Σύνταγμα και για τον λόγον ότι υπήρξε «…παραίτηση του βουλευτή» που είναι ο κάθε ανακηρυχθείς από τον Έφορο. Απλή πολιτική ερμηνεία ήταν αρκετή έκτοτε για να υπάρξει η διαδοχή, με δεδομένο ότι, μια ανακηρυχθείσα από τον Έφορο Εκλογής το 2016 βουλευτής, η κ. Ελένη Θεοχάρους, άσκησε το δικαίωμα παραίτησης ως είχε κατά το Σύνταγμα, πριν από την πρώτη συνεδρίαση της Βουλής και, άρα, πριν από τη διαβεβαίωση. Ήταν παραίτηση κατά το Σύνταγμα βουλευτή, ως ατομικό δικαίωμά του.

Από αυτήν την παραίτηση προέκυψε το λεγόμενο ζήτημα της 56ης έδρας. Ζήτημα αχρείαστο που κατέστη δήθεν πολύπλοκο, γιατί η συγκεκριμένη βουλευτική έδρα, ως εξελίχθηκε, μετά τις δικαστικές αποφάσεις που μεσολάβησαν, σε πρόβλημα, χωρίς, όμως, να υπάρξει η διαπίστωση ότι η ανακήρυξη βουλευτή επιτρέπει και την παραίτησή του, πριν από τη διαβεβαίωση.

Το όλο ζήτημα έχει εξαιρετική πολιτική διάσταση, πέρα από την ερμηνεία του Συντάγματος και/ή του Εκλογικού Νόμου. Είναι ένα θέμα κύρους και νόμιμης σύνθεσης και συγκρότησης της Βουλής όπως ο κυρίαρχος λαός τη διαμόρφωσε με την ψήφο του. Ανεξάρτητα με όσα υπήρξαν λάθη, πείσματα και ενίοτε μικροπολιτική, όφειλαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αλλά και η ίδια η Βουλή, προ πολλού, να υπερβούν, χάριν σεβασμού προς τη λαϊκή επιλογή, τέτοιες μεθοδεύσεις, αντιλήψεις και χειρισμούς. Όφειλαν και οφείλουν να διαφυλάξουν τη δημοκρατική επιλογή του λαού, αλλά και το κύρος και τη νομιμότητα της λειτουργίας της Βουλής.

Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ορθές ή εσφαλμένες, δεν επέτρεψαν στο να υπάρξει μέχρι τώρα λύση επί ενός τόσο σοβαρού και κατ’ εξοχήν πολιτικού θέματος παραίτησης βουλευτού και διαδοχής του. Οι εκλογές του 2016 ανέδειξαν Βουλή με ανακηρυχθέντες 56 βουλευτές και συνεπώς δεν πρέπει να λειτουργεί με λιγότερο αριθμό. Όσοι συνετέλεσαν σ’ αυτήν τη θεσμική ανωμαλία, πρέπει να συμβάλουν στην άμεση άρση της. Η όποια παράταση του προβλήματος αποτελεί ασυγχώρητη πολυτέλεια για ένα Κράτος που σε βάρος του η Τουρκία προωθεί, συστηματικά, την επεκτατική πολιτική της.

Προσωπικά είχα και διατύπωσα τη σαφή γνώμη ότι η ίδια η Βουλή μπορούσε και μπορεί να δώσει νόμιμη λύση σε ένα θέμα εξαιρετικής σημασίας, αλλά και που την αφορά άμεσα την ίδια ως θέμα περί του οίκου της και τον κυρίαρχο λαό που ψήφισε 56 βουλευτές. Η Βουλή, κατά το Σύνταγμα, έχει εξουσία πέρα από το νομοθετικό της έργο να λαμβάνει κάθε πολιτική «απόφαση» (Άρθρα 78 και 82 του Συντάγματος), την οποία κρίνει αναγκαία. Εξουσία που της επιτρέπει να ρυθμίζει πολλά θέματα που αφορούν τα του οίκου της. Είναι, δε, η εκ του λαού απευθείας εκλεγόμενη εξουσία, που απεικονίζει κατά τη σύνθεσή της την όλη κομματική εκπροσώπηση των πολιτικών απόψεων του λαού.

Να θυμίσω ότι το ίδιο το Σύνταγμα στο Άρθρο 62 καθόρισε τον αριθμό των βουλευτικών εδρών σε πενήντα, με αναλογία 70% Ελληνοκύπριοι και 30% Τουρκοκύπριοι (δηλαδή 35 με 15). Το ίδιο το Άρθρο αυτό προβλέπει εξουσία στη Βουλή, ώστε με «απόφασή» της, που μπορούσε να ληφθεί κατά πλειοψηφία των 2/3 αντίστοιχα των βουλευτών της κάθε κοινότητας, να μεταβάλλει, εάν το κρίνει αναγκαίο, τον αριθμό των εδρών. Είναι με βάση αυτήν την πρόνοια που η Βουλή, με απόφασή της κατά το δίκαιο της ανάγκης, αύξησε τον αριθμό των βουλευτικών εδρών σε 80, εκ των οποίων οι 56 έδρες καταμερίζονται στους Ελληνοκύπριους βουλευτές κατά το ποσοστό που το Σύνταγμα όρισε (70%). Άρα, η λύση της 56ης έδρας είναι στα χέρια της Βουλής. Να επικαλεστεί το Σύνταγμα και να ερμηνεύσει με απόφασή της ότι κάθε βουλευτής, πριν ή μετά τη διαβεβαίωση, μπορεί να παραιτηθεί ως το Σύνταγμα προβλέπει και, άρα, διαδέχεται την παραιτηθείσα ο επιλαχών του ίδιου Κόμματος.

*Δικηγόρος