Η Βουλή, η «λίστα» Γιωρκάτζη και το Τμήμα Φορολογίας

Αν το θέμα αυτού του καταλόγου ονομάτων της κας Γιωρκάτζη συνεχίζει να προβληματίζει περί το εάν αποκαλύπτει ή όχι διαφθορά, το θέμα της διά Νόμου παραχώρησης εξουσίας στο Υπουργικό να διορίσει Έφορο και τρεις Βοηθούς του στο Τμήμα Φορολογίας με ήδη διαπιστωμένη δικαστικά την αντισυνταγματικότητα του Νόμου και των διορισμών, αποτελεί προφανώς ένα πολύ πιο σοβαρό νομικό και πολιτικό ατόπημα, που δυστυχώς ακατανόητα συνεχίζει, προκλητικά, με τη συνδρομή και της Βουλής, παρά τις αναφορές για πάταξη της διαπλοκής.

Γνωρίζοντας η Εκτελεστική Εξουσία εκ καθήκοντος τη σαφή και σταθερή Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου από πολλές δεκαετίες, αναφορικά με το ότι οι διορισμοί στη Δημόσια Υπηρεσία είναι αποκλειστικό καθήκον και αρμοδιότητα της ΕΔΥ και με δεδομένο τον οφειλόμενο σεβασμό και συμμόρφωση στις αποφάσεις του Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν και της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, δεν μπορούσε να υποβάλει Νομοσχέδιο και βεβαίως συνακόλουθα ούτε η Βουλή μπορούσε να το ψηφίσει σε Νόμο, αφού ο σκοπός του νομοθετήματος ήταν η «εξουσία διορισμού» στη Δημόσια Υπηρεσία, με επιλογή, όμως, αντί από την ΕΔΥ, του Υπουργικού Συμβουλίου. Ιδιαίτερα όταν ως η περίπτωση αυτή που αφορά σε ένα ουσιώδες και ιδιαίτερα ευαίσθητο Τμήμα (φορολογίας) της Δημόσιας Υπηρεσίας.

Οι αλλεπάλληλες πρόσφατες αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου διαπίστωσαν το προφανές, δηλαδή την άσκηση αντισυνταγματικής εξουσίας από το Υπουργικό να διορίζει κατά δική του επιλογή τον Έφορο και τους τρεις Βοηθούς Εφόρου, ενώ δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα κατά το Σύνταγμα. Λήφθηκε μάλιστα αυτή η απόφαση με αδιαφανή διαδικασία και αναιτιολόγητη επιλογή, χωρίς να προηγηθεί διαδικασία προκήρυξης της θέσης, κατά την αρχή της ισότητας και τη διεθνή συμβατική υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, που επιβάλλουν όλες οι θέσεις του Δημοσίου, να είναι ανοικτές προς διεκδίκηση από κάθε έναν πολίτη, που επιθυμούσε να διεκδικήσει τη θέση κατά τις απαιτήσεις ενός Σχεδίου Υπηρεσίας, με βάση το οποίο έπρεπε να υπάρξει η προκήρυξη των θέσεων που καθόριζε τα απαραίτητα προσόντα.

Το πώς και κατά ποία διαδικασία προέκυψαν οι «υποψήφιοι» και εξ αυτών οι λεγόμενοι «προτεινόμενοι» προς διορισμό, ως αναφέρει σχετικά η πρόταση του τότε Υπουργού Οικονομικών προς το Υπουργικό, είναι άγνωστο. Το τι έγινε στο παρασκήνιο, κατέγραψε η δικαστική απόφαση τα εξής:

«Ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος θα είναι ο εισηγητής της πρότασης αυτής, αφού ενημερώσει το Υπουργικό Συμβούλιο για τα προσόντα, την πείρα και την κατάρτιση των προτεινόμενων ατόμων και το Υπουργικό Συμβούλιο ικανοποιηθεί ότι τα προτεινόμενα άτομα πληρούν τις πρόνοιες και προϋποθέσεις του άρθρου 4 και 5, του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2016 Ν27(Ι)/2016 για διορισμό στη θέση του Εφόρου και των Βοηθών Εφόρων Φορολογίας, θα καλέσει το Υπουργικό Συμβούλιο να διορίσει αναδρομικά …..».

Προφανώς ουδείς γνωρίζει από την αόριστη αυτή και νεφελώδη αναφορά, πώς προέκυψε το ενδιαφέρον για τις κενές θέσεις από όσους ενδιαφέρθηκαν, ποία ήσαν τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα, πότε υπέβαλαν το ενδιαφέρον τους, πώς πληροφορήθηκαν ότι μπορούσαν να διεκδικήσουν τις θέσεις, πόσοι ήσαν οι ενδιαφερθέντες, ποια σύγκριση υπήρξε μεταξύ τους και κατά ποία διαδικασία κατέληξε ο Υπουργός στην «εισήγηση» γι’ αυτούς που «πρότεινε» ως τους αξιοκρατικά καταλληλότερους. Παρά το κενό αυτό και την αοριστία, το Υπουργικό ενέκρινε, όπως γράφει η δικαστική ακυρωτική απόφαση, την ίδια ημέρα την πρόταση αυτή!

Όλη αυτή η αδιαφανής διαδικασία αποτελεί σαφέστατη και προκλητική παραβίαση του Συντάγματος, στο οποίο η Κυβέρνηση και οι βουλευτές διαβεβαίωναν πίστη με την ανάληψη των θεσμικών καθηκόντων τους, αλλά και της δεσμευτικής Νομολογίας. Γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι, το μόνον όργανο που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για να διορίζει σε θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, είναι η ΕΔΥ. Τόνισε δε το Δικαστήριο σαφέστατα και επανέλαβε στην ακυρωτική του απόφαση αυτό που ήταν ήδη διαμορφωμένο πάγια, πλην όμως το «αγνόησαν» Κυβέρνηση και Βουλή, ότι, μια τέτοια απόφαση, δεν μπορεί να υπάρχει από άλλο όργανο από την ΕΔΥ:

«Παραβιάζει το Σύνταγμα, το οποίο εναποθέτει την εξουσία για τη διενέργεια διορισμών στη Δημόσια Υπηρεσία αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της Βουλής, η ανάμειξή της, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, στο πεδίο διορισμών σε δημόσιες θέσεις (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Δημοκρατία v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458). Η πρόσληψη μόνιμου όσο και έκτακτου προσωπικού ανάγεται αποκλειστικά και ουσιαστικά στην αρμοδιότητα της Δημόσιας Υπηρεσίας (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Tryfonos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2555. Κυπριακή Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363. …Ούτε στο Υπουργικό Συμβούλιο παρέχεται αρμοδιότητα για τον διορισμό υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία. Η αρμοδιότητα για διορισμούς σε δημόσιες θέσεις ανήκει αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ανεξάρτητο όργανο της Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα αποκλείει την ανάμειξη κάθε οργάνου της πολιτικής εξουσίας από την άσκηση της λειτουργίας για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας».

Παρά το καθήκον συμμόρφωσης προς το δεσμευτικό ακυρωτικό αυτό δικαστικό αποτέλεσμα, υπήρξε και προκλητική συνέχεια, γιατί αφ’ ενός υπήρξε προσωρινός διορισμός από τον Υπουργό των ακυρωθέντων, και ακολούθησε η Βουλή, παρά τη σαφέστατη αυτή και δεσμευτική δικαστική κρίση και ενέκρινε κατά περιφρόνηση του δεδικασμένου το σχετικό νομοσχέδιο (Τροποιητικός Νόμος 82(Ι)/2020), με το οποίο «παρατάθηκε» η «θητεία» των τεσσάρων. Θητεία που δεν υπήρχε πλέον, αφού την ακύρωσε, ως αντισυνταγματική, το Δικαστήριο!

Με αυτήν την αδιαμφισβήτητη και σαφέστατη από χρόνια Νομολογία είναι ακατανόητο, αν όχι άκρως προκλητικό σε σχέση προς την έννοια του Κράτος Δικαίου, τη διαφάνεια και τη Νομιμότητα, το γιατί επέλεξε να διορίσει, ανεπίτρεπτα, στην ιεραρχική κορυφή αυτού του τόσο ευαίσθητου Τμήματος της Δημόσιας Υπηρεσίας, η Πολιτική εξουσία. Ο χαρακτηρισμός, για νομικό ατόπημα της Κυβέρνησης με τη συμμετοχή της Βουλής, είναι ένας ιδιαίτερα επιεικής χαρακτηρισμός.

Προσδιορίζει δε την αντίφαση μεταξύ εξαγγελιών για πάταξη της διαπλοκής και της πραγματικότητας που συντελεί στην παρανομία. Παρανομία που ήδη κρίθηκε ότι επηρεάζει όχι μόνο τη νομιμότητα της Διεύθυνσης, αλλά και τις φορολογίες, τις προαγωγές στο Τμήμα και άλλα ανάλογα. Συνεπώς η δημοσιοποίηση ή όχι της «λίστας» Γιωρκάτζη σε σύγκριση με το δεδομένο της συγκεκριμένης από πλευράς των δύο εξουσιών (Κυβέρνησης και Βουλής) περιφρόνησης του Συντάγματος και πρόσθετα της Δικαστικής κρίσης, ομοιάζει πρόβλημα ασήμαντο!

*Δικηγόρος