Ο κρατικός Προϋπολογισμός και η εξουσία Βουλής για καταψήφισή του

Το ερώτημα, εάν μπορεί η Βουλή να μην εγκρίνει τον Προϋπολογισμό, δεν προέκυψε για πρώτη φορά, ως ένα πρόβλημα ή πιθανό ενδεχόμενο. Υπήρξε σχετική γνωμάτευση περί το δικαίωμα αυτό της Βουλής από το 1982. Γνωμάτευση που θεώρησε ότι μπορεί η Βουλή να εγκρίνει ορισμένες μόνο από τις προβλεφθείσες δαπάνες, αλλά δεν μπορεί να καταψηφίσει συνολικά τον Προϋπολογισμό. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι η Βουλή ελέγχει και τροποποιεί, υπό προϋποθέσεις, τον Προϋπολογισμό, αλλά δεν χρησιμοποιεί το ενδεχόμενο καταψήφισης ως πολιτική πράξη «πίεσης» προς την Εκτελεστική Εξουσία.

Αυτή, η τότε αντίληψη, δεν είναι η επικρατούσα, γιατί ο Προϋπολογισμός είναι και αυτός ένας Νόμος (όπως κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο π.χ. Νεοφύτου 1999), που τότε μόνο υπάρχει, εάν εγκριθεί από τη Βουλή και στη συνέχεια τύχει δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα κατά τις σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος. Κάθε Νομοσχέδιο που ψηφίζεται σε Νόμο μετά από έλεγχο ή τροποποιήσεις από τη Βουλή, πριν δημοσιευθεί είναι δυνατό να θεωρηθεί από τον Πρόεδρο ότι διαμορφώθηκε τελικά αντίθετα προς συνταγματική πρόνοια ή κανόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε μπορεί κατά το Σύνταγμα να αχθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να κρίνει τη συνταγματικότητά του.

Στην περίπτωση καταψήφισης Νομοσχεδίου, δεν υπάρχει συνταγματική πρόνοια που παρέχει στον Πρόεδρο την όποια δυνατότητα καταφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Σύνταγμα μάλιστα σαφώς προσδιόρισε στα ξεχωριστά περί προϋπολογισμού Άρθρα του Συντάγματος ότι είναι δυνατή η καταψήφιση του Προϋπολογισμού με βάση την πολιτική κρίση της Βουλής. Για τη Βουλή, για να υπάρξει Νόμος, έτσι και ο Προϋπολογισμός, είναι θέμα δικής της απόφασης να αποδεχθεί ως έχει το Νομοσχέδιο ή να το τροποποιήσει. Προφανώς μπορεί να καταψηφιστεί ένα Νομοσχέδιο (αρχή της διάκρισης των εξουσιών). Είναι δικαίωμα εκ του Συντάγματος υπέρ της Νομοθετικής Εξουσίας. Τούτο, ανεξάρτητα με το εάν η συνταγματική λειτουργία ενός κράτους αποτελεί Προεδρική ή Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Η σημασία όμως του κάθε Προϋπολογισμού, αφού ρυθμίζει όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οικονομική ύπαρξη και λειτουργία του Κράτους για ένα συγκεκριμένο οικονομικό έτος, είναι κατά κανόνα πολύ ευρύτερη από τη σημασία κάθε άλλου Νόμου. Οπότε και η συνέπεια της απόφασης για καταψήφιση όλου του Προϋπολογισμού ενέχει τεράστια πολιτική σημασία τόσο ως μια συγκεκριμένη μεμονωμένη απόφαση, αλλά και ως διαμόρφωση ενός τέτοιου προηγούμενου. Σημασία που προφανώς διαμορφώνει εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες. Προφανέστατα το ενδεχόμενο μη ψήφισης ενός Προϋπολογισμού μπορεί να αποτελέσει ισχυρότατη πολιτική πίεση στην Εκτελεστική Εξουσία. Όμως, κάθε δικαίωμα έχει όρια και συνεπώς και αυτή η αρμοδιότητα θα πρέπει να ασκείται με μέτρο, εάν συντρέχει πραγματική ανάγκη χάριν δημόσιου συμφέροντος.

Η μη χρηστή διοίκηση και το ενδεχόμενο συγκάλυψης διαφθοράς από πλευράς Εκτελεστικής Εξουσίας μπορεί να αποτελέσει λόγο για μια τέτοιας μορφής πολιτική πίεση από πλευράς της αντιπολίτευσης. Όμως, θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετική περίσταση. Πάντα υπό τη σαφή προϋπόθεση ότι το Κράτος για να υπάρχει και να λειτουργεί κατά τις σχετικές συνταγματικές πρόνοιες (ουδείς υπεράνω του Νόμου), χρειάζεται να υπάρχει συνλειτουργία Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας. Καθήκον γενικό και προφανώς πολύ πιο έντονο σε συνθήκες εξαιρετικά κρίσιμες με πολλά επίπεδα προφανών κινδύνων (υγεία, κυπριακό πρόβλημα, οικονομία).

Πρέπει, λοιπόν, η Εκτελεστική Εξουσία, που έχει την ευθύνη διακυβέρνησης του τόπου, να κατανοήσει γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο καταψήφισης. Η αντιπαράθεση με θέσεις που αφορούν γενικότερα το περί δικαίου συναίσθημα του πολίτη, μπορεί να οδηγήσει σε καταστρεπτικά άκρα. Παράλληλα, οι επιμέρους κομματικοί μηχανισμοί οφείλουν να καταδείξουν εμπράκτως ότι η πολιτική πίεση διά του Προϋπολογισμού, δεν αποβλέπει στο να πιστωθεί η κάθε πλευρά με κάποια κομματικά οφέλη. Η ευθύνη των δύο εξουσιών είναι μεγάλη έναντι του τόπου και των κινδύνων που τον περιβάλλουν.

*Δικηγόρος