Αναλύσεις

Εθνικός σχεδιασμός για την Κύπρο

Η προσδοκώμενη αξιοποίηση και της Κύπρου ως γεωστρατηγικού κόμβου, ως ακραίου φυλακίου και ως γέφυρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη Μέση Ανατολή και την Αφρική προϋποθέτει τη στοιχειώδη παρουσία του Ελληνισμού στην περιοχή, την ανάπτυξη ενός δικτύου πολυεπίπεδων σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και, βεβαίως, τη στοιχειώδη διαφύλαξη του κυπριακού κράτους και την ύπαρξή του ως συντεταγμένης οντότητας ισχύος

Είμαστε σε μια κρίσιμη και καθοριστική στιγμή. Την κρισιμότερη στη μακρά πορεία του Κυπριακού. Η αποτίμηση των 46 χρόνων από την τουρκική εισβολή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η τουρκική αδιαλλαξία, όχι μόνο παραμένει αναλλοίωτη, αλλά κλιμακώνεται με νέες αξιώσεις και διεκδικήσεις. Λύση δύο κρατών ή συνομοσπονδίας, εποικισμός της Αμμοχώστου, έμπρακτη επιβουλή της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θα πρέπει ταυτόχρονα να αξιολογήσουμε ως σημαντικά επιτεύγματα τη διατήρηση της οντότητας του κυπριακού κράτους ως του μοναδικού υποκείμενου Διεθνούς Δικαίου και την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της Κύπρου.

Το διεθνές περιβάλλον εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αστάθεια και αβεβαιότητα, με τις ΗΠΑ να έχουν την αδιαμφισβήτητη παγκόσμια ηγεμονία. Η νέα αμερικανική Διοίκηση υπό τον Μπάϊντεν αναμένεται να δώσει δείγματα γραφής ως προς την παρεμβατικότητα στο διεθνές σκηνικό, κάτι που είχε οφθαλμοφανώς περιοριστεί επί Τραμπ. Η όποια, επί το θετικότερον, διαφοροποίηση της αμερικανικής πολιτικής στα Ελληνοτουρκικά – Κυπριακό μένει να αποδειχθεί.

Καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία αναδιαμόρφωσης του παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρη είναι φανερόν ότι η Κύπρος δεν μπορεί να εξαιρεθεί από αυτούς τους σχεδιασμούς. Η Ε.Ε., της οποίας η Κύπρος αποτελεί μέλος εδώ και δεκαέξι χρόνια, προσπαθεί να ανιχνεύσει τον μελλοντικό της ρόλο εν μέσω σωρευτικών κρίσεων. Της οικονομικής κρίσης, που ταλαιπώρησε βασανιστικά τον ευρωπαϊκό Νότο και την υγειονομική κρίση του COVID-19. Παρ’ όλα αυτά, τα διλήμματα και οι προκλήσεις για την Ε.Ε. παραμένουν. Πρώτον, αν θα μετεξελιχθεί σε μια ομοσπονδία κρατών και δεύτερον, αν θα εγκαθιδρύσει κατά τρόπο ουσιαστικό, κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή άμυνα. Και αυτά καθώς προβλήματα όπως το μεταναστευτικό, η άνοδος του εθνικισμού και η απειλή της τρομοκρατίας σκιάζουν επικίνδυνα τους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς. Και οι συμπεριφορές «ανυπάκουων» μελών της Ένωσης, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, δηλητηριάζουν τη συνοχή της.

Τουρκική αρπακτικότητα

Μέσα σε αυτό το διαμορφούμενο σκηνικό βρίσκεται σε εξέλιξη η πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για σύγκληση της «άτυπης» πενταμερούς, ώστε να προετοιμάσει μια νέα πενταμερή διάσκεψη για την Κύπρο. Με καινούρια, ωστόσο, δεδομένα. Που συντίθενται από την απροκάλυπτη πλέον θέση της Τουρκίας και της υποχείριας τ/κ ηγεσίας περί λύσης δύο κρατών ή συνομοσπονδίας στην «καλύτερη» περίπτωση! Με την προοπτική ακόμα και της προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία. Κι ενώ προωθούνται νέα τετελεσμένα, εις μεν το έδαφος με το άνοιγμα της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου, εις δε τη θάλασσα με την πειρατική εισβολή στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ουδέποτε στην ιστορία του Κυπριακού, μετά το 1974, δεν εκδηλώθηκε με τόσο αδίστακτο τρόπο η τουρκική αρπακτικότητα.

Τώρα είναι φανερό ότι οι κίνδυνοι μεγιστοποιούνται, καθώς για πρώτη φορά μετά τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου 1977-1979 και τα περί Κύπρου ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα οποία ρητά αναφέρονται σε ομοσπονδιακή λύση με μια κυριαρχία, μία διεθνή νομική προσωπικότητα και μία ιθαγένεια, επιχειρείται η προβολή προς συζήτηση λύσης δύο κρατών ή συνομοσπονδίας, εν μέσω ενεργειών δημιουργίας νέων τετελεσμένων. Μπορεί ορθώς να προβάλλουμε τη λογική επιχειρηματολογία ότι ούτε η ευρωπαϊκή ούτε η διεθνής κοινότητα δεν θα ευνοήσουν τέτοιες εξελίξεις, αφού προφανώς ανοίγουν «ασκούς του Αιόλου» σε άλλες περιοχές του κόσμου, αλλά η μέχρι τώρα αντίδραση της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών εκδηλώνεται είτε ως «εύγλωττη σιωπή» είτε ως ανοχή προς νέες ιδέες. Με δικαιολογία, δυστυχώς, και τις ατυχείς, κατά τον πλέον επιεική χαρακτηρισμό, παλαιότερες δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας για «αποκεντρωμένη ή χαλαρή ομοσπονδία»

Ενώπιον αυτών των αδήριτων δεδομένων ούτε η αμηχανία ούτε πολύ περισσότερο ο πανικός δεν δικαιολογούνται. Τα καθήκοντά μας είναι σαφή.

  1. Θα πρέπει να προτάξουμε τη δική μας αποφασιστική αντίσταση. Μακριά από κηρύγματα παράδοσης και εθελοδουλείας.
  2. Θα πρέπει επιτέλους να εφαρμόσουμε τη στρατηγική που όλα αυτά τα χρόνια διακηρύττουμε. Λύση στη βάση του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου.
  3. Οι πολιτικοί, διπλωματικοί και αμυντικοί μας σχεδιασμοί, οι ενέργειες και πρωτοβουλίες μας πρέπει να κινούνται στη λογική της απόκρουσης κάθε προσπάθειας προώθησης λύσης συνομοσπονδίας ή νομιμοποίησης του ψευδοκράτους, ενώ ταυτόχρονα θα προβάλλουν την ετοιμότητά μας για συνομιλίες με βάση μόνο τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Να το αντιληφθούμε και κυρίως να το εμπεδώσουμε.

Αυτά τα ψηφίσματα και οι αποφάσεις του Διεθνούς Οργανισμού είναι η ασπίδα και ο θώρακάς μας απέναντι στην στρεψόδικη συμπεριφορά της Τουρκίας. Και συνεπώς δεν αποτελούν «επιταγές χωρίς αντίκρισμα», όπως διατείνονται οι διαπρύσιοι κήρυκες της άτακτης συνθηκολόγησης. Ακόμα, οι σχεδιασμοί και οι πρωτοβουλίες μας θα πρέπει συνεχώς και αδιαλείπτως να «εμβαπτίζουν» το Κυπριακό και τις όποιες πρωτοβουλίες και διαδικασίες για τη λύση, μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Λαμβανομένης δε υπ’ όψιν αυτής της παραμέτρου, θα πρέπει συνεχώς να επιδιώκουμε την ολοένα και πιο ενεργό ανάμειξη της Ε.Ε. Από την αρχή και όχι στο τέλος όπως συνέβη στο Μπούργκενστοκ, το 2004, όταν ο Φερχόγικεν εκλήθη την υστάτη και απεφάνθη ότι το Σχέδιο Ανάν είναι συμβατό με το ευρωπαϊκό κεκτημένο! Γιατί όταν εξαρχής υπάρχει ενεργός ρόλος, και όχι ρόλος παρατηρητή στην Ε.Ε., θα υπάρχει και η αυτονόητη υποχρέωση να τοποθετείται επί κάθε παραμέτρου της λύσης ως προς τη συμβατότητά της με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Το έχουμε υποδείξει επανειλημμένα. Το Κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής και εντάσσεται στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, καθώς η συμμετοχή της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια καθιστά εκ των πραγμάτων υπεύθυνη την Ε.Ε. να συμβάλει θετικά στη λύση του προβλήματος.

Ευρωτουρκικές σχέσεις

Υπάρχει και το κεφάλαιο των ευρωτουρκικών σχέσεων και της επίδρασής τους στις εξελίξεις του Κυπριακού. Ας μην αναφερόμαστε σε ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Και η Τουρκία γνωρίζει και οι Ευρωπαίοι, από χρόνια τώρα, κατανοούν ότι πρόκειται για φενάκη. Υπάρχει ωστόσο η υπόλοιπη εταιρική σχέση Τουρκίας – Ε.Ε. Τελωνειακή Ένωση, χρηματοδοτικά πρωτόκολλα, προοπτική ειδικής εταιρικής σχέσης- που παρέχει τη δυνατότητα σε Ελλάδα και Κύπρο ανάπτυξης πολιτικών και διπλωματικών πρωτοβουλιών για να τίθεται η Τουρκία προ των ευθυνών της μέσω των διαδικασιών και των μηχανισμών της Ε.Ε., που αποτελούν, παρά τις δυσχέρειες που ομολογουμένως υπάρχουν, ένα πλεονεκτικό πεδίο ανάπτυξης θετικών πολιτικών για προαγωγή των εθνικών συμφερόντων.

Υπάρχει τέλος και η στρατηγική της αποτροπής, η αμυντική υποδομή Κύπρου και Ελλάδας, το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, συνολικά αποτρεπτική ικανότητα του Ελληνισμού σε συνάρτηση με τα διαμορφούμενα νέα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή μας.

Είναι γεγονός ότι η θέση της Ελλάδας στην περιοχή και στην Ευρώπη ισχυροποιείται. Ακόμα και η Κύπρος, παρά τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης πολιτικής και διπλωματικής κίνησης του Ελληνισμού μετά το 1974, που υπήρξε ο ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός, διεκδικεί νέο ρόλο στην περιοχή ως προκεχωρημένη εμπροσθοφυλακή της Ε.Ε. και κατάλληλη πλατφόρμα για προώθηση των προς τα νοτιοανατολικά εξωευρωπαϊκών της συνεργασιών.

Όμως, αυταπάτες δεν πρέπει να υπάρχουν. Η διαφύλαξη του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου ως πόλων σταθερότητας ενταγμένων σε ένα περιφερειακό σύστημα ασφάλειας προϋποθέτει συγκεκριμένο εθνικό σχεδιασμό και πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις, που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τη συνεχιζόμενη τουρκική απειλή.

Μια γεωστρατηγική του Ελληνισμού

Ως εκ τούτου, η επαναχάραξη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με βάση τα νέα δεδομένα είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για μιαν αξιόπιστη εθνική στρατηγική. Ταυτόχρονα είναι απόλυτη ανάγκη να μελετηθεί η καταθλιπτική ανισορροπία δυνάμεων εις βάρος του Ελληνισμού στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, λόγω της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής και των προκλήσεων στις ΑΟΖ των δύο χωρών.

Η προσδοκώμενη αξιοποίηση και της Κύπρου ως γεωστρατηγικού κόμβου, ως ακραίου φυλακίου και ως γέφυρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη Μέση Ανατολή και την Αφρική προϋποθέτει τη στοιχειώδη παρουσία του Ελληνισμού στην περιοχή, την ανάπτυξη ενός δικτύου πολυεπίπεδων σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και, βεβαίως, τη στοιχειώδη διαφύλαξη του κυπριακού κράτους και την ύπαρξή του ως συντεταγμένης οντότητας ισχύος.

Τελικά, χρειάζεται ένας σαφής προγραμματισμός ενεργειών και πρωτοβουλιών. Ένας εθνικός σχεδιασμός που θα μας βγάζει από την αμηχανία και την απραξία και θα μας παρουσιάζει συγκροτημένους και έτοιμους να προωθήσουμε τις δεδομένες στρατηγικές επιλογές μας.

Η εποχή των γενικού χαρακτήρα διαπιστώσεων και αναφορών πρέπει να αφεθεί οριστικά στο παρελθόν.

Πρέπει με γρήγορους ρυθμούς να περάσουμε σε πολιτικές αποφάσεις, κινήσεις, βήματα και πρωτοβουλίες. Πρώτιστος στόχος, η επαναφορά του Κυπριακού στη βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Η αποτροπή αλλοίωσης της διαπραγματευτικής βάσης των συνομιλιών και του πλαισίου λύσης του Κυπριακού. Η αχρήστευση προώθησης συνομοσπονδιακής λύσης ή λύσης δύο κρατών, που θα είναι ό,τι χειρότερο για τον κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αφού όχι μόνο θα οδηγήσει σε μόνιμο διαχωρισμό, αλλά θα εξασφαλίσει στην Τουρκία μόνιμη επικυριαρχία σε όλον τον κυπριακό χώρο.

Η πρόκληση είναι για όλους μεγάλη και οι ευθύνες ιστορικές.

Σημ: Για μιαν ακόμα φορά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επέλεξε την πολιτική του κατευνασμού και της θωπείας έναντι της Τουρκίας. Με παραπομπή στις «ελληνικές Καλένδες» του θέματος των κυρώσεων. Ανάξια και κατώτερη των περιστάσεων η Ε.Ε. Με τη συνδρομή του αμαρτωλού ΝΑΤΟ.

Πότε επιτέλους θα γίνει κατανοητό ότι το βέτο είναι για τα μικρά κράτη και ότι είναι θεμιτή η άσκησή του για υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων αλλά και των ιδίων των αρχών και αξιών της Ε.Ε.;

* Πρώην Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων