Η ευθύνη για τη μη ύπαρξη Προϋπολογισμού

Η καταψήφιση Προϋπολογισμού της Δημοκρατίας δεν είναι το μόνο «ζήτημα» που προέκυψε, μ’ αυτή μάλιστα την ένταση, που ο πολίτης παρακολούθησε για πρώτη φορά, είναι παράλληλα και πολλά άλλα ζητήματα ερμηνείας του Συντάγματος περί την ψήφιση ή όχι των επιμέρους δαπανών που ο Προϋπολογισμός προβλέπει. Ζητήματα που η Δημοκρατία αντιμετωπίζει για πρώτη φορά ως Κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με υποχρεώσεις σε σχέση προς τους Προϋπολογισμούς όλων των χωρών μελών. Ευτυχώς, πέρα από την κομματική επιχειρηματολογία και την κοινοβουλευτική πρακτική που εφαρμόζεται για χρόνια, έχουμε τώρα μιαν ανεπτυγμένη πανεπιστημιακή κοινότητα με Σχολές Νομικής, που διατυπώνει γνώμη, συντελεί σε υπερκομματικό προβληματισμό και ασκεί κριτική. Συνεπώς το ύψιστο αυτό καθήκον Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας για έγκριση ή καταψήφιση του Προϋπολογισμού, σε ένα προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, δεν μπορεί να τυγχάνει «μπαλωματικής» αντιμετώπισης ώς «πάρα κάτω», ή με την επιβολή μόνο των αποτελεσμάτων μιας κομματικής αντιπαλότητας κατ’ επίκλησιν μιας αμφίβολης αξίας ή ορθότητας κοινοβουλευτικής πρακτικής. Μάλιστα, τούτο μακριά από τη διαμορφωμένη απαξιωτική στάση της κοινωνίας, που είναι ο κύριος αποδέκτης των συνεπειών της ύπαρξης ή όχι ενός ισορροπημένου Προϋπολογισμού. Ιδιαίτερα στις δύσκολες συνθήκες που διέρχεται η χώρα μας.

Μια από τις επιπλοκές που δεν φαίνεται να έχουν ληφθεί σοβαρά ή καθόλου υπ’ όψιν είναι και η 11η τροποποίηση του Συντάγματος (του 2019), διά της οποίας η Βουλή απέκτησε την εξουσία, να ψηφίζει ξεχωριστά τον δικό της Προϋπολογισμό. Έναν αυτούσιο και ξεχωριστό προϋπολογισμό προς επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας της Βουλής, ο οποίος μάλιστα ήδη ψηφίστηκε για το 2021 κατά την «οικονομική αυτοδυναμία» της Βουλής. Ιδιαίτερα, αφού η ίδια η τροποποίηση (Νόμος 100(Ι)/2019) εισήγαγε τη νέα παράγραφο 7 στο Άρθρο 167 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι «…θα καταχωρίζεται αυτούσιος στον προϋπολογισμό της Δημοκρατίας για το οικονομικό έτος στο οποίο αυτός αφορά». Προέβλεψε, μάλιστα, πρόσθετα η ίδια διάταξη ότι, με τη δημοσίευση του Προϋπολογισμού της Δημοκρατίας, «καθίσταται κατά πάντα εκτελεστός» και αυτός της Βουλής. Αλήθεια, τι έγινε η σύγκρισή του;

Παράλληλα, υπήρξε μεγάλος αριθμός τροποποιήσεων που ενέκριναν (ψηφίστηκαν) δαπάνες και έσοδα, ως επίσης και κεφάλαια που η ΕΔΕΚ δήλωσε πως ψηφίζει, οπότε γιατί αυτά δεν παρέμειναν σε ισχύ, αφού η εξουσία της Βουλής είναι να ψηφίσει ή να αρνηθεί την ψήφιση «οποιασδήποτε δαπάνης»! Πουθενά δεν υπάρχει στο Σύνταγμα πρόβλεψη ότι δεν είναι επιτρεπτή η υπερψήφιση κάποιων δαπανών του Νομοσχεδίου και απόρριψη άλλων προνοιών του. Ιδού ζήτημα προς προβληματισμό για το μέλλον. Η υπόδειξη που έγινε να ψηφιστούν οι τροποποιήσεις, εάν δεν ψηφιστεί ο Προϋπολογισμός, οδηγεί στο πρόσθετο συμπέρασμα ότι, η Βουλή, απορρίπτοντάς την, επεδίωκε να εγκρίνει για να ισχύσει, μέρος, έστω, των προνοιών του Προϋπολογισμού. Ήταν αντίφαση και δεν χωρούσε άλλη ψηφοφορία για τα ήδη ψηφισθέντα!

Στην ουσία είχαμε μέρος του Προϋπολογισμού που ψηφίστηκε από την πλειοψηφία της Βουλής, ενώ ένα άλλο κομμάτι του καταψηφίστηκε. Σε κάθε ανάλογη περίπτωση οποιουδήποτε άλλου Νομοσχεδίου, που εν μέρει καταψηφίζεται, επιτρέπει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να τον αναπέμψει στη Βουλή και, εάν επιμένει στην άποψή της η Βουλή, τότε θα μπορεί ο Πρόεδρος, μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, να αναζητήσει με τη διαδικασία της αναφοράς, τη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Γνώμη που, ενδεχομένως, θα αφορά γενικότερα το δικαίωμα καταψήφισης και των συνεπειών που μπορεί να συντρέξουν επί ανυπαρξίας Προϋπολογισμού την 01.03.2021.

Φαίνεται, όμως, ότι προτιμήθηκε η διαδικασία για νέο προϋπολογισμό με βελτιώσεις που δυνατό να επέλθουν ταχύτατα με συμφωνία με κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης. Λύση ορθή, που θα μπορούσε να είχε προηγηθεί της διαδικασίας καταψήφισης. Μια ευκαιρία κατά την οποία, εάν δεν υπάρξει και πάλι έντονη πολιτική αντιπαράθεση, λόγω κομματικής αντιπαλότητας, για ένα ευρύτερο ζωτικό πρόβλημα για την κοινωνία, θα προκύψει λύση, με όρους συνετής και ισορροπημένης πολιτικής.

*Δικηγόρος