Οι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι και η προστασίας τους

Το ίδιο όργανο που στο Δημόσιο Δίκαιο διορίζει κάποιον σε μία θέση, αυτό αποφασίζει υπό προϋποθέσεις που η Νομοθεσία ορίζει την απόλυση. Αυτή η αρχή δικαίου κρίθηκε από τον συνταγματικό νομοθέτη ότι δεν θα έπρεπε να ισχύει για ορισμένους Ανώτατους Αξιωματούχους ακριβώς για την προστασία της ανεξαρτησίας του αξιώματος και των καθηκόντων τους. Γι’ αυτό, ειδικά, στο κεφάλαιο περί τη δικαστική εξουσία κατά την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ανεξάρτητα του γεγονότος ότι διορίζονται οι Δικαστές και ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η απόλυσή τους αποφασίζεται, εάν τεθεί τέτοιο θέμα από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ως το Άρθρο 153 του Συντάγματος προβλέπει. Το ίδιο ισχύει και για όσους άλλους αξιωματούχους προβλέπει σε επιμέρους Άρθρα του το Σύνταγμα. Έτσι, δεν μπορεί να απολύσει τον υπ’ αυτού διορισθέντα ανεξάρτητο αξιωματούχο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Απαιτείται κρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία και είναι κατά το Σύνταγμα δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Προϋπόθεση όμως έναρξης μιας τέτοιας διαδικασίας είναι το να κριθεί μια καταγγελθείσα συμπεριφορά, ως ανάρμοστη. Η απόφαση περί τον τότε Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κρίθηκε ως πρωτοφανής, αφού ουδέποτε στο παρελθόν, τουλάχιστον από της εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπήρξε οποιαδήποτε παρόμοια αίτηση για απόλυση Ανώτατου Αξιωματούχου. Λήφθηκε μετά από Αίτηση που έγινε απ’ ευθείας επ’ ονόματι του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα. Η δε απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου με δεδομένο ότι το Σύνταγμα δεν διευκρίνισε σε έκταση ή λεπτομερώς τι θεωρεί ως «ανάρμοστη συμπεριφορά» τόνισε ότι, η απόφαση για απόλυση «...δεν στοχεύει στην τιμωρία» του κρινόμενου αξιωματούχου, αλλά αποβλέπει «στην προστασία του κοινού» και τούτο χάριν του «κύρους και ανεξαρτησίας του Δικαστικού συστήματος».

Προφανώς η πρώτη αυτή απόφαση του 2015, σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, αποτελεί ένα προηγούμενο, που αφορά στο πώς μελλοντικά αντιμετωπίζεται και κάθε ανάλογη περίπτωση. Μια τέτοια «διαφορά» προφανώς έχει και μιαν άλλη διάσταση, που αφορούσε στη συνέπεια που θα επέλθει εάν απορριφθεί η αίτηση.

Το μείζον επίκαιρο ερώτημα είναι, με όσες υπήρξαν δηλώσεις, εάν η «διαφορά» περί τη «συμπεριφορά» του Γενικού Ελεγκτή αφορά την Κυβέρνηση ή τον Γενικό Εισαγγελέα. Οπότε, εάν η αίτηση υποβληθεί εκ μέρους της Κυβέρνησης ή του Προέδρου της Δημοκρατίας, η τυχόν απόρριψή της, που είναι δεσμευτική, θα επιφέρει επακόλουθες συνέπειες στην ομαλή λειτουργία των θεσμών; Διαζευκτικά εάν η αίτηση υποβληθεί με Αιτητή τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, πώς μπορεί να είναι δεσμευτική ως το Σύνταγμα προβλέπει για τον Πρόεδρο και την Κυβέρνηση, εάν δεν συμμετάσχουν οι δύο αυτοί θεσμοί, ως εν δυνάμει επηρεαζόμενοι από τη δεσμευτικότητα της απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου; Υπαρκτό πρόβλημα που όμως δεν εξετάστηκε, δεν προβλημάτισε και δεν αντιμετωπίστηκε στην υπόθεση του τότε Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

Έχω τη γνώμη ότι οι θεσμοί δεν πλήττονται με ενέργειες ή δηλώσεις άλλου θεσμού όσο άστοχες και αβάσιμες και αν είναι, αλλά από το παραγόμενο έργο κατά τη συνταγματική διακρινόμενη εξουσία κάθε ανεξάρτητου θεσμού και βέβαια τη ξεχωριστή προσφορά στο πλαίσιο ενός Κράτους Δικαίου. Οφείλουν οι φορείς του ίδιου ή όχι θεσμού να βρίσκουν οι ίδιοι τρόπους επίλυσης, χωρίς να πλήττεται η ανεξαρτησία του οργάνου και χωρίς να καθίσταται αναγκαίο να απολυθεί ο ένας εκ των δύο, ως περίπτωση τότε. Άλλως υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί η διαδικασία αυτή απόλυσης σε θέμα που θα εξαρτηθεί από την «ευαισθησία» του Δικαστικού Συμβουλίου! Συμβούλιο το οποίο προφανώς πρέπει να λειτουργεί όχι μόνο με νομική αυστηρή θεώρηση, αφού δεν αποφασίζει ως δικαστήριο, αλλά και με σεβασμό σ’ όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, ως άλλωστε ορίζει και το Άρθρο 35 του Συντάγματος. Η όποια συμπεριφορά άλλωστε ενός αξιωματούχου δεν μπορεί να κρίνεται με την υποθετική αναφορά ότι καθίσταται ακατάλληλος να συνεχίσει να επιτελεί τα υψηλά του καθήκοντα με επάρκεια γιατί εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει το αξίωμα και τους θεσμούς, γενικότερα, σε ανυποληψία. Κρίση που δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη και το περί δικαίου αίσθημα του απλού πολίτη, προς διαφύλαξη της ανεξαρτησίας κάθε συγκεκριμένης υπηρεσίας και γενικότερα της συνταγματικής ομαλής λειτουργίας του Κράτους.

*Δικηγόρος