Φτωχοποίηση και Χλιδή Ι

Ειλικρινά, δεν έχουμε τον Θεό μας! Παρακολουθώντας μια τηλεοπτική εκπομπή με τον πιο πάνω τίτλο, διερωτήθηκα γιατί καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών που από χρόνια μπήκαν οι βάσεις για αντιμετώπισή τους. Με αφορμή τις εξαγγελίες του ΠΤΔ για αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, μίλησα κάποτε για τις μεγάλες καθυστερήσεις στην εισαγωγή του ΓεΣΥ (ευτυχώς έγινε τώρα), την επίλυση του προβλήματος της καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης, του κατατεμαχισμού των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (που επίσης ανακινήθηκαν τελευταία), της αξιοποίησης των πανεπιστημίων/ιδρυμάτων έρευνας, που ιδρύθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση, της αναδιοργάνωσης κι εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Υπηρεσίας για να συμβάλει επιτυχώς στην ανάπτυξη της οικονομίας και ιδιαίτερα της κοινωνίας. Πρόσφατα μάθαμε ότι δεν υπάρχει γάλα σε πολλά σχολεία!

Δυστυχώς, ο κατάλογος των περιπτώσεων όπου δεν προωθήθηκαν/δεν ολοκληρώθηκαν λύσεις ή ακόμη αποσύρθηκαν είναι μεγάλος. Κάθε μέρα παρουσιάζεται και μια τέτοια περίπτωση. Τελευταία είδαμε στις τηλεοπτικές οθόνες ένα περιστατικό με παραπληγικό, που δεν μπορούσε να ανέβη στο βάθρο της Βουλής. Κι όμως ήταν από τη δεκαετία του ογδόντα, που φροντίσαμε για τη διακίνηση των παραπληγικών σε τροχοκάθισμα στους δρόμους, στα κυβερνητικά κτήρια κ.λπ. Δυστυχώς, όλες οι διευθετήσεις που έγιναν για πρόσβαση τροχοκαθισμάτων στα πεζοδρόμια είναι συνέχεια κατειλημμένες από παράνομα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Ποιος φροντίζει γι’ αυτά;

Όμως σήμερα θα ασχοληθώ με το θέμα της αντιμετώπισης της φτώχιας/ δυσπραγίας. Όταν το 1964 έγινε η μεγάλη επέκταση του Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων για να καλύψει κάθε εργαζόμενο πρόσωπο στην Κύπρο (περιλαμβανομένων εργοδοτών, γεωργών και γεωργικών εργατών), άφησε ακάλυπτη μια μερίδα ατόμων, όπως οι οικοκυρές, οι γυναίκες των γεωργών και όσοι αμελούσαν να εγγραφούν στο Σχέδιο. Τα άτομα αυτά ήταν, κυρίως, εργαζόμενοι χωρίς συγκεκριμένο μεροκάματο ή μισθό. Το θέμα της συνταξιοδότησης των οικοκυρών ηγέρθη κατά τη θητεία μου στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων από δύο οργανώσεις των οικοκυρών. Άρχισα μια συζήτηση μαζί τους και καταλήξαμε, τουλάχιστον με τη μία, να προωθήσουμε ένα σχέδιο συνταξιοδότησής τους στο 68ο έτος της ηλικίας με το μίνιμουμ ποσό σύνταξης του γενικού σχεδίου κοινωνικών ασφαλίσεων και ανάλογη συνεισφορά εκ μέρους τους ως αυτοεργοδοτούμενες. Ευρύτερος σκοπός του σχεδίου ήταν η συμβολή στη συνεχή βελτίωση της θέσης της οικοκυράς στην κοινωνία, μαζί με άλλα μέτρα και σχέδια πολιτικής που προωθήθηκαν, όπως ο εκσυγχρονισμός του οικογενειακού δικαίου, η παροχή προληπτικών συμβουλευτικών υπηρεσιών σε οικογένειες, η δημιουργία βρεφοπαιδοκομικών σταθμών κι άλλων κέντρων φροντίδας ατόμων με ειδικές ανάγκες, η προστασία της μητρότητας, η εκπαίδευση κι επανεκπαίδευση της γυναίκας για διευκόλυνση της ένταξης κι επανένταξής της στην αγορά εργασίας.

Παράλληλα εξετάσαμε τη δυνατότητα να καλύψουμε και τις αγρότισσες, που δεν καλύπτονταν από το υφιστάμενο σχέδιο. Εδώ τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Οι αγρότισσες δεν ήταν σε θέση, όπως η πλειονότητα των οικοκυρών, να συνεισφέρουν από το ‘χαρτζιλίκι’ τους για την ασφάλισή τους. Επιπλέον οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν έβλεπαν με καλό μάτι να επιβαρυνθεί το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων με ένα μεγάλο αριθμό ασφαλισμένων με περισσότερα δικαιώματα από υποχρεώσεις. Έτσι καταλήξαμε στην κοινωνική (λαϊκή) σύνταξη, δηλαδή το Κράτος να καταβάλλει το ίδιο από δικούς του πόρους σύνταξη μετά από κάποια ηλικία σε άτομα, όπως τα πιο πάνω. Όταν παρουσίασα στο Υπουργικό Συμβούλιο ένα περίγραμμα του Σχεδίου Κοινωνικής Σύνταξης προς το τέλος του 1992, το Υπουργικό Συμβούλιο το αντίκρισε θετικά, ενώ ο Πρόεδρος Βασιλείου με το χαρακτηριστικό του χιούμορ παρέπεμψε την εισαγωγή του στη νέα θητεία του μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1993, λέγοντας: «άσε να κάνουμε κάτι και μετά».

Η Κυβέρνηση Κληρίδη, που προέκυψε από τις εκλογές, έσπευσε προς τιμήν της να προωθήσει το Σχέδιο και μάλιστα στην πιο δαπανηρή του μορφή (χωρίς καμιά συνεισφορά κι από το 65ο έτος της ηλικίας) σαν ένα από τα μεγάλα έργα κοινωνικής πολιτικής της. Παρόλο που δεν έγινε καμία αναφορά στην πατρότητα του Σχεδίου, όπως παρατήρησα στον τότε Υπουργό Εργασίας φίλο Αντρέα Μουσιούτα με κάποια ευκαιρία και παρόλο ότι το Σχέδιο που υιοθετήθηκε δεν προωθούσε τους άλλους στόχους που είχαμε κατά νουν, θα ένιωθα δυσαρεστημένος εάν δεν υιοθετείτο ένα τέτοιο σχέδιο για να εξασφαλίσει στα γεράματά τους όλες εκείνες τις αφανείς εργάτριες της οικογένειας και της γης. Από εκείνη τη στιγμή μπορούσαμε να ισχυριζόμαστε ότι στην Κύπρο διαθέτουμε ένα «σύστημα κράτους ευημερίας», όπου όλοι έχουν ένα πόρο ζωής. Μαζί με το σχέδιο δημοσίων βοηθημάτων, η προσπάθεια τώρα θα ήταν από τη μια να μην πέσει κανένας κάτω από ένα μίνιμουμ επίπεδο ευημερίας κι από την άλλη να ανεβαίνει συνεχώς το επίπεδο αυτό. Είναι ένας πολύπλευρος και πολυεπίπεδος αγώνας, που έχει να κάνει με την ανάπτυξη της οικονομίας, την απασχόληση, την κοινωνική πολιτική σε όλες της τις μορφές. Είναι ένας αγώνας που χρειάζεται συνεχείς ισορροπίες μεταξύ αλληλοσυγκρουόμενων στόχων κι απαιτήσεων, τόνιζα τότε.

Τώρα, πώς μπορεί στην Κύπρο να υπάρχουν σήμερα άτομα και οικογένειες, που στερούνται τα πιο απαραίτητα για τη διαβίωσή τους, όπως παρουσιάστηκε στο πιο πάνω τηλεοπτικό πρόγραμμα; Μήπως με την πάροδο του χρόνου σταματήσαμε να δίδουμε σημασία στα θέματα αυτά ή δεν συνεχίσαμε την οργάνωση κι ενδυνάμωση των αρμόδιων Υπηρεσιών μας, ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών;

*Πρώην Υπουργός, πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού