Βουλή και Εκτελεστική Εξουσία

Οι δύο αυτές διακρινόμενες εξουσίες έχουν υποχρέωση να τηρούν αυστηρά την αρχή της Νομιμότητας. Ουδείς υπεράνω του Νόμου, όσο ψηλά και εάν βρίσκεται στην κρατική ιεραρχία. Οι απλές συγκρουσιακές μικροκομματικές διαφωνίες και συναινέσεις, ενίοτε, δεν οδηγούν σε καθαρή σκέψη και λύσεις που να προάγουν πραγματικά το συμφέρον της κοινωνίας και την έννοια του Κράτους Δικαίου

Το Προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης του τόπου κατά το Σύνταγμα του 1960 παρέχει μεγάλο εύρος εξουσιών (με πολλές όμως αντιδημοκρατικές δυνατότητες και βέτο στον Αντιπρόεδρο), που για ό,τι αφορά την επιδίωξη ρύθμισης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σχέση με τους πολίτες, έπρεπε να έχει μορφή Νόμου. Έτσι, κάθε σκοπούμενη μεταβολή από την εκάστοτε Κυβερνητική Πολιτική προωθείται με Νομοσχέδια, που η Βουλή μπορεί να τα υιοθετήσει ως έχουν ή να τροποποιήσει και ακόμη να τα απορρίψει.

Η ίδια η Βουλή είναι δυνατό με πρόταση Νόμου από βουλευτή ή ομάδα βουλευτών να προωθήσει και να ψηφίσει Νομοθεσία. Αυτή η πρωτοβουλία (ως λέχθηκε «κυβερνώσα Βουλή») ενίοτε οδηγεί στο να προκύψουν οι αναφορές του Προέδρου προς το Ανώτατο Δικαστήριο για να γνωματεύσει, εάν υπάρχει αντισυνταγματικότητα στην τελική μορφή του ψηφισθέντος Νόμου.

Το Σύνταγμα παράλληλα παρέχει μιας περιορισμένης μορφής και έκτασης «νομοθετική» εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο, γιατί προβλέπει ρητά τη δυνατότητα έκδοσης Κανονιστικών Διαταγμάτων εάν και εφόσον ο Νόμος επιτρέπει τούτο. Η νομική θεωρία και η Νομολογία χαρακτήρισαν τον Νόμο ως το γενικό «σκελέτωμα» της πρόθεσης του Νομοθέτη και τη δυνατότητα έκδοσης Κανονισμών ως τη συγκεκριμενοποίηση των λεπτομερειών. Προφανώς οι Κανονισμοί δεν μπορούν να ρυθμίζουν θέματα άλλα και πέραν του εξουσιοδοτικού Νόμου.

Η πανδημία οδήγησε, γιατί ο Νόμος το προέβλεψε με κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς που ας μην τις αναδείξουμε τώρα, στην έκδοση Διαταγμάτων καθοριστικών και περιοριστικών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, χάριν της προστασίας της δημόσιας υγείας. Προϋπόθεση απαραίτητη για να εκδοθεί ένας Κανονισμός (δευτερογενής νομοθεσία) είναι να υπάρχει Νόμος και να προβλέπει τέτοια εξουσία υπέρ του Υπουργικού Συμβουλίου.

Νόμος υπάρχει, ως το Σύνταγμα προβλέπει, μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα. Συνεπώς, η Βουλή μπορεί να επιληφθεί και να εγκρίνει δημοσίευση Κανονισμών, μόνο μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα του Νόμου. Αυτή η συνταγματική υποχρέωση παλαιότερα ετύγχανε αυστηρής τήρησης από τη Βουλή. Όμως, κατά πάγια, μη νόμιμη τακτική, λόγω επειγούσας ανάγκης, παρουσιάστηκαν περιπτώσεις όπου η Βουλή ψηφίζει τον Νόμο και αμέσως μετά εγκρίνει (στην ίδια συνεδρίασή της) τους Κανονισμούς. Είναι δε φαινόμενο ανεπίτρεπτο το ότι έχουμε δημοσίευση Νόμου και Κανονισμού, την ίδια ημέρα! Μια τακτική που πρέπει προς χάριν πρόληψης ανατροπών, να αποφεύγεται αυστηρά κατά το Σύνταγμα.

Βέβαια, αντισυνταγματικότητα είναι δυνατό να εγείρει και κάθε διάδικος σε μια σχετική υπόθεση που τον αφορά, έστω και εάν δεν υπήρξε αναφορά του Προέδρου στο Ανώτατο Δικαστήριο πριν από τη δημοσίευση του Νόμου. Τέτοιο παράδειγμα πολύ πρόσφατο έχουμε για τον Νόμο που η Βουλή (μετά από παρέλευση τεσσάρων και πλέον ετών) άγνωστο γιατί ψήφισε και δυνάμει αυτού δόθηκε εξουσία στο Υπουργικό, να μπορεί χωρίς προκήρυξη της θέσης, για να τη διεκδικήσει κάθε προσοντούχος κατά ένα απαραίτητο και σχετικό Σχέδιο Υπηρεσίας, να επιλέγει εκείνους που επιθυμεί, μάλιστα σε σχέση προς ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και σοβαρό τομέα, όπως αυτόν του Εφόρου και των τριών Βοηθών του. Νόμος που κηρύχθηκε αντισυνταγματικός, γιατί κάθε θέση της Δημόσιας Υπηρεσίας είναι δυνατό να πληρωθεί μόνο από την ΕΔΥ με διαδικασία ανοικτή κατά την αρχή της ισότητας προς διεκδίκηση από κάθε ενδιαφερόμενο. Η πολιτική εξουσία δεν έχει δυνατότητα να αναμειγνύεται με τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας.

Οι δύο αυτές διακρινόμενες εξουσίες έχουν υποχρέωση να τηρούν αυστηρά την αρχή της Νομιμότητας. Ουδείς υπεράνω του Νόμου, όσο ψηλά και εάν βρίσκεται στην κρατική ιεραρχία. Οι απλές συγκρουσιακές μικροκομματικές διαφωνίες και συναινέσεις, ενίοτε, δεν οδηγούν σε καθαρή σκέψη και λύσεις που να προάγουν πραγματικά το συμφέρον της κοινωνίας και την έννοια του Κράτους Δικαίου.

*Δικηγόρος