Περί της Βουλής των Αντιπροσώπων

Με αφορμή το Κυβερνητικό Νομοσχέδιο για δανειοδότηση επιχειρήσεων από τις τράπεζες με κυβερνητικές εγγυήσεις και την καθυστέρηση που παρατηρείται από πλευράς της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, δηλαδή των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ασκείται μια υφέρπουσα κριτική. Κριτική, ως προς τη συνταγματική υποχρέωση της Βουλής, ιδιαίτερα κάτω από έκτακτες συνθήκες, όπως είναι οι παρούσες λόγω κορωνοϊού, να νομοθετεί με ταχύτητα και υπευθυνότητα.

Βέβαια η διαβούλευση, ο διάλογος, η παράθεση αντιτιθέμενων απόψεων, συνιστοτούν απαραίτητο χαρακτηριστικό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και δεν θα έπρεπε, η καθυστέρηση που παρατηρείται στην επιψήφιση του πιο πάνω νομοσχεδίου, να προκαλεί τη δυσφορία είτε της Κυβέρνησης είτε άλλων εμπλεκομένων φορέων.

Το φαινόμενο επίρριψης ευθυνών στη Βουλή για ψήφιση ή μη νομοθεσιών δεν είναι ωστόσο πρωτόγνωρο. Υπήρξε και στο παρελθόν, με αναφορές περί «Κυβερνώσας Βουλής».

Βεβαίως το Σύνταγμα προέβλεψε επαρκείς δυνατότητες άρσης κάθε πολιτειακής δυσλειτουργίας και θεραπείας τυχόν ασυμβατότητας νόμων με το Σύνταγμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κέκτηται δικαίωμα αναπομπής οιουδήποτε Νόμου ενώπιον της Βουλής και αναφοράς στο Συνταγματικό Δικαστήριο με επίκληση ύπαρξης προνοιών αντισυνταγματικότητας. Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι το δικαίωμα αυτό το Προέδρου της Δημοκρατίας θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και όχι κατά τρόπο που να δημιουργεί την εικόνα μιας διαρκούς αντιπαράθεσης Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας.

Κάτι τέτοιο μοιραία είναι δυνατό να ανατρέψει τις αναγκαίες και ευαίσθητες ισορροπίες του πολιτεύματος και να οδηγήσει σε συνταγματική αρρυθμία.

Το ίδιο ισχύει και για την απαίτηση της πλειοψηφίας της Βουλής, όπως συμβαίνει τώρα με το κυβερνητικό νομοσχέδιο για δανειοδότηση επιχειρήσεων, να το «εμβολιάσει» με συγκεκριμένες πρόνοιες.

Η συνεχής προσπάθεια απαξίωσης ακόμα και καταρράκωσης του κύρους και της αξιοπιστίας της Βουλής των Αντιπροσώπων ενέχει τον κίνδυνο υπονόμευσης του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η Βουλή των Αντιπροσώπων αποτελεί την κατ’ εξοχήν έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Στο Συνταγματικό Δίκαιο και στην Επιστήμη της Πολιτειολογίας αναγνωρίζεται ότι ανάμεσα στις τρεις συντεταγμένες ανεξάρτητες εξουσίες που είναι ίσες, η νομοθετική εξουσία έχει προβάδισμα διότι στο σύνολο της σύνθεσής της στηρίζεται στη λαϊκή νομιμοποίηση. Στη λαϊκή εμπιστοσύνη. Το Κοινοβούλιο είναι η κιβωτός άσκησης και έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας. Και είναι γι’ αυτό που η ενδυναμωμένη και αποφασιστική συμμετοχή της Βουλής των Αντιπροσώπων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο του πολιτεύματος, συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση για την ορθή λειτουργία της δημοκρατίας.

Η επισήμανση αυτή είναι αναγκαία δεδομένου ότι η πολύπλευρη κρίση που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της οικονομικής κρίσης έχει οδηγήσει και σε κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη Νομοθετική εξουσία. Γεγονός που συνιστά κίνδυνο για τη δημοκρατία. Να μην υπάρξει παρεξήγηση. Άλλο η κριτική που είναι όχι απλώς θεμιτή, αλλά και επιβαλλόμενη και άλλο η εκθεμελιωτική απαξίωση.

Γιατί η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών γενικά προς την πολιτική διαδικασία και τους θεσμούς και ειδικότερα προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων οδηγεί τους πολίτες σε φυγή και αποστασιοποίηση και σε μείωση της συμμετοχής, που είναι προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για τη λειτουργία της δημοκρατίας.

Η δημοκρατία όμως μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά και ωφέλιμα στη βάση της συμμετοχής των πολιτών. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας στη δημοκρατία πραγματώνεται και διασφαλίζεται μόνον όταν λειτουργεί μια σχέση αντιπροσώπευσης και εμπιστοσύνης ανάμεσα στο λαό και τους εκλεγμένους αντιπροσώπους.

Σε αυτήν την και βασική προϋπόθεση οικοδομείται όλο το θεσμικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τους τελευταίους αιώνες.

Αν όμως η ύπαρξη πολιτικών φορέων είναι τυπική προϋπόθεση για τη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η ενεργός συμμετοχή των πολιτών είναι ουσιαστική προϋπόθεση δημοκρατικής αξιοπιστίας και νομιμοποίησης.

Αυτό είναι το θεσμικό και ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, ο κάθε πολίτης, ο λαός ως συλλογικό υποκείμενο, μπορεί να εκφράσει τη βούλησή του, να υπάρξει πολιτικά, να οργανώσει τις κοινωνικές αντιθέσεις και να τις μετατρέψει σε κυβερνητική πολιτική ή σε αντιπολιτευτική πρόταση.

Οι ιδεολογίες, η κοινωνία, η οικονομία, οι πάγιες γεωπολιτικές επιδιώξεις, η ιστορική συνείδηση κάθε έθνους και λαού εξακολουθούν να παράγουν προβλήματα και αντιθέσεις που μόνο η πολιτική μπορεί να εκφράσει και να αντιμετωπίσει.

Αυτό είναι το μήνυμα της ιστορίας. Όποτε αυτό το μήνυμα διερράγη, το αποτέλεσμα υπήρξε καταστροφικό. Ωστόσο, μέσα στη σημερινή βαθιά κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών και της κοινωνίας, η επιστροφή της πολιτικής ως ζωογόνου και καθαρτήριας διαδικασίας, ως «επιστήμης του καλού» μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εκ νέου επιστροφή των πολιτών. Οι οποίοι θα πρέπει να ενεργήσουν εξυγιαντικά και θεραπευτικά, αποκαθιστώντας την αξιοπιστία των θεσμών, του πολιτεύματος και της πολιτικής διαδικασίας.

Η τυφλή άρνηση, ο γενικευμένος αφορισμός και η ισοπεδωτική επίθεση για υπεύθυνους και ευθύνες το μόνο που δεν εξυπηρετούν είναι τη δημοκρατία. Στρώνουν δε τον δρόμο σε ολοκληρωτικές αντιλήψεις. Η συνεχής απαξίωση της Νομοθετικής Εξουσίας στην οποία αποδίδονται συλλήβδην ευθύνες για κάθε δεινό της δημόσιας ζωής επιτείνει το φαινόμενο κρίσης αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Τελικά σε δοκιμασία της ίδιας της δημοκρατίας.

Σημ: Εξυπακούεται ότι κόμματα και βουλευτές οφείλουν να διαφυλάσσουν τη θεσμική ακεραιότητα της Νομοθετικής Εξουσίας, αποφεύγοντας συμπεριφορές λαϊκισμού και προκλητικές προς το λαϊκό αίσθημα πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες. Η συνταγματική ακεραιότητα της Βουλής δεν συνιστά «ασυλία» για τον λαϊκισμό και την παραβίαση των κανόνων πολιτικής ηθικής.

*Τέως Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων