Το Κυπριακό σήμερα

Ήλθε η ώρα για πλήρη αποσαφήνιση των θέσεών μας. Σαράντα έξι χρόνια μετά την τραγωδία του 1974 και τη συνεχιζόμενη έκνομη κατοχική παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο επιβάλλεται μια νέα προσπάθεια με συλλογική διαβούλευση και εθνική συνεννόηση για να ανοίξει ο δρόμος για τη λύτρωση του λαού μας. Για διαφύλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και διασφάλιση της εθνικής και φυσικής επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού

Καθώς πλησιάζουμε στη θλιβερή 46η επέτειο της εθνικής τραγωδίας του 1974, είναι επιτακτική η ανάγκη επανακαθορισμού γραμμής πλεύσης σε ό,τι αφορά τον μόνιμο στόχο για τερματισμό της κατοχής και λύση δημοκρατική, βιώσιμη και λειτουργική. Η σημερινή ασάφεια και μακρά στασιμότητα, μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά και τη μεσολάβηση της υγειονομικής κρίσης του COVID-19, επιβάλλει μιαν αναδρομή στο παρελθόν, προκειμένου να καθοριστεί, κατά τρόπο ορθολογικό, η ακολουθητέα στρατηγική και τακτική.

Από μιαν ανασκόπηση στο τι ακολούθησε την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν το 2004, αυτό που προκύπτει ως αβίαστο συμπέρασμα και αδιαμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι δεν ακολουθήθηκε μια συνεπής πολιτική. Είχαμε τη συμφωνία της 8ης Ιουλίου του 2006 και τη συμφωνημένη επιστολή Γκαμπάρι. Τι προέβλεπαν; Ότι προκειμένου να αρχίσουν διαπραγματεύσεις, θα έπρεπε να διαμορφωθεί επαρκής διαπραγματευτική βάση, καθώς και γεφύρωση θέσεων επί των ουσιωδών πτυχών του Κυπριακού. Αντί να υπάρξει τήρηση αυτών των προϋποθέσεων η πλευρά μας προχώρησε σε διαπραγματεύσεις, με αμφίσημου και ατελούς περιεχομένου συμφωνίες με την τουρκική πλευρά.

Δεύτερον, ενώ όταν ξεκινούσαν οι διαπραγματεύσεις, μετά τη συμφωνία της 11ης Φεβρουαρίου 2014, υπήρξε συναντίληψη ότι θα υπήρχε διασταυρούμενη συζήτηση όλων των κεφαλαίων του Κυπριακού, εντούτοις συζητήθηκαν εξαντλητικά τα κεφάλαια της διακυβέρνησης, της κατανομής των εξουσιών, της οικονομίας και των σχέσεων με την Ε.Ε. Όχι όμως το εδαφικό, η ασφάλεια, οι εγγυήσεις και τα στρατεύματα. Δηλαδή, συζητήθηκαν τα κεφάλαια στα οποία η τουρκική πλευρά «έπαιρνε» και όχι τα κεφάλαια στα οποία θα «έδινε». Όπως είναι η επιστροφή εδαφών, η αποχώρηση στρατευμάτων και η κατάργηση των εγγυήσεων.

Τελικά, είχαμε την πλήρη ανατροπή της πολιτικής της ελληνοκυπριακής πλευράς, για συζήτηση και συμφωνία επί των κεφαλαίων της ασφάλειας, των εγγυήσεων, των στρατευμάτων και του εδαφικού, προκειμένου να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις. Ακολούθησε, βέβαια, η ανατροπή της ανατροπής, μετά τη συνάντηση του Προέδρου με τον Γ.Γ. του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.

Το ναυάγιο του Κραν Μοντανά επισφράγισε το αδιέξοδο, αφού η τουρκική αδιαλλαξία και οι κατ’ εξακολούθησιν παλινωδίες όχι μόνο δεν οδήγησαν σε λύση, αλλά ούτε και σε επίρριψη ευθυνών στην τουρκική πλευρά για το αδιέξοδο.

Ποια πρέπει να είναι η περαιτέρω πορεία; Σίγουρα όχι η βεβιασμένη επιδίωξη νέων συνομιλιών «έναντι παντός τιμήματος». Ούτε βέβαια η ακινησία και η αποφυγή οποιωνδήποτε πρωτοβουλιών.

Η σημερινή συγκυρία, μετά τις πειρατικές προκλήσεις της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και οι συνεχείς απειλές Ερντογάν για διενέργεια γεωτρήσεων επιβάλλουν να τεθεί ως προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για επανάληψη του διαλόγου, ο τερματισμός των τουρκικών πειρατικών προκλήσεων, αλλά και η απόρριψη των απαράδεκτων αξιώσεων για συνδιαχείριση του υποθαλάσσιου πλούτου.

Περαιτέρω, πρώτον θα πρέπει να επανέλθουμε στη θέση ότι προκειμένου να υπάρξει συζήτηση και κατάληξη επί της διεθνούς πτυχής, θα πρέπει προηγουμένως να βρεθούμε σε «ακτίνα συμφωνίας» στα κεφάλαια της εσωτερικής πτυχής. Διακυβέρνηση, κατανομή εξουσιών, οικονομία, σχέσεις με την Ε.Ε., περιουσιακό, εδαφικό. Διασταυρούμενη συζήτηση με τη διεθνή πτυχή δεν είναι ασύμβατη με αυτήν τη θέση.

Το λεγόμενο πλαίσιο Γκουτέρες δεν μπορεί να θεωρείται θέσφατον, ούτε βέβαια να ριχθεί στο «πυρ το εξώτερον». Πέραν των ασαφειών και των διαφορετικών ερμηνειών, μπορεί να αποτελέσει υλικό προς διαπραγμάτευση καθώς υπάρχουν σε αυτό ζητήματα, προτάσεις και θέσεις που απολύτως δικαιολογημένα δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.

Δεύτερον, η ξεχασμένη διακήρυξη για ένα περίγραμμα λύσης του Κυπριακού, το οποίο να κατατεθεί ενώπιον της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πρέπει να επανέλθει στο προσκήνιο και να πραγματωθεί.

Τέλος, υπάρχει το μέγα θέμα της αξιοποίησης της ευρωπαϊκής ιδιότητας της Κύπρου, προς την κατεύθυνση μιας σωστής και ευρωπαϊκών προδιαγραφών λύσης του Κυπριακού.

Η εθνική στρατηγική ολόκληρου του Ελληνισμού, για αξιοποίηση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος, δεν έχει αποδώσει και υφίσταται τραυματισμούς, ρωγμές και αποδυνάμωση.

Ο προβλεπόμενος έλεγχος της Τουρκίας δεν είναι αποτελεσματικό μέτρο, αφού απουσιάζει αυτόματος μηχανισμός κυρώσεων επί της Τουρκίας αν συνεχίζει την άρνηση συμμόρφωσής της. Μόνη εναπομείνασα διαδικαστική και ουσιαστική δυνατότητα για την Κύπρο είναι το διατηρούμενο δικαίωμα αρνησικυρίας στο άνοιγμα και κλείσιμο των κεφαλαίων στον ενταξιακό διάλογο Τουρκίας – Ε.Ε.

Ήλθε η ώρα για πλήρη αποσαφήνιση των θέσεών μας. Σαράντα έξι χρόνια μετά την τραγωδία του 1974 και τη συνεχιζόμενη έκνομη κατοχική παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο επιβάλλεται μια νέα προσπάθεια με συλλογική διαβούλευση και εθνική συνεννόηση για να ανοίξει ο δρόμος για τη λύτρωση του λαού μας. Για διαφύλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και διασφάλιση της εθνικής και φυσικής επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού.

Σημ: Επείγει μια εις βάθος διαβούλευση με την Ελληνική Κυβέρνηση για συναπόφαση ως προς την επιβαλλόμενη κοινή εθνική στρατηγική. Υπάρχει η αίσθηση ότι απουσιάζει. Κυρίως ως προς την αντιμετώπιση της κλιμακούμενης τουρκικής απειλής. Στην Κύπρο αλλά και στον Έβρο, το Αιγαίο και νότια της Κρήτης. Αυτονόητο ότι χρειάζεται και σχεδιασμός –υλοποίηση κοινής άμυνας.

* Τέως Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων