Το μεγάλο νομικό και πολιτικό ατόπημα

Με αυτήν την αδιαμφισβήτητη και σαφέστατη από χρόνια Νομολογία, είναι ακατανόητο, αν όχι προκλητικό, το γιατί επέλεξε να καθορίσει την ιεραρχική κορυφή αυτού του τόσου ευαίσθητου Τμήματος της Δημόσιας Υπηρεσίας, η Πολιτική εξουσία. Ο χαρακτηρισμός για νομικό ατόπημα είναι ένας ιδιαίτερα επιεικής χαρακτηρισμός

Γνωρίζοντας εκ καθήκοντος τη σαφή και σταθερή Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου από πολλές δεκαετίες αναφορικά με τις αποφάσεις που ο Νόμος μονιμοποίησε τους έκτακτους, αντίθετα στη Διάκριση των Εξουσιών, δεν μπορούσε η Εκτελεστική Εξουσία να υποβάλει Νομοσχέδιο και η Βουλή να το ψηφίσει, αφού ο σκοπός του ήταν, όπως και πρόβλεψε, «εξουσία διορισμού» σε θέσεις που ανήκουν στη Δημόσια Υπηρεσία, με επιλογή, αντί της ΕΔΥ, του Υπουργικού Συμβουλίου.

Όμως υπήρξε ένας τέτοιος Νόμος που ψηφίστηκε το 2014 και τροποποιήθηκε το 2016 και αφορά ένα ουσιώδες και ιδιαίτερα ευαίσθητο Τμήμα (φορολογίας) της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η τροποποίηση μάλιστα του 2016 αφορούσε μιαν άλλη πρόσθετη αντισυνταγματική πρόνοια, που πρόβλεπε για «συγκατάθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής» σε σχέση με το πρόσωπο που θα διορίζετο από το Υπουργικό για τη θέση Εφόρου και τριών Βοηθών Εφόρων. Είχε κριθεί δικαστικά ως μορφή παραβίασης της Αρχής της Διάκρισης των εξουσιών, χωρίς να διαπιστωθεί έκτοτε ότι δεν χωρούσε, εν πάση περιπτώσει, κατά Σύνταγμα να γίνει διορισμός στη Δημόσια Υπηρεσία από άλλο όργανο, πέραν της ΕΔΥ.

Η νέα απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (29.5.2020) έκρινε αντισυνταγματική την εξουσία του Υπουργικού να διορίζει τους τρεις Βοηθούς Εφόρου, η οποία λήφθηκε χωρίς να υπάρξει διαδικασία προκήρυξης της θέσης, κατά την αρχή της ισότητας αλλά και γιατί έχουμε διεθνή συμβατική υποχρέωση, ώστε όλες οι θέσεις του Δημοσίου να είναι ανοικτές προς διεκδίκηση από κάθε επιθυμούντα κάτοχο των απαιτήσεων για τη θέση, προφανώς με διάφανη και αιτιολογημένη διαδικασία.

Το πώς και κατά ποία διαδικασία προέκυψαν οι λεγόμενοι «προτεινόμενοι» προς διορισμό, ως αναφέρει σχετικά η ίδια η πρόταση του Υπουργού Οικονομικών προς το Υπουργικό, είναι άγνωστο. Η δικαστική απόφαση κατέγραψε:

«5. Ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος θα είναι ο εισηγητής της πρότασης αυτής αφού ενημερώσει το Υπουργικό Συμβούλιο για τα προσόντα, την πείρα και την κατάρτιση των προτεινόμενων ατόμων και το Υπουργικό Συμβούλιο ικανοποιηθεί ότι τα προτεινόμενα άτομα πληρούν τις πρόνοιες και προϋποθέσεις του άρθρου 4 και 5, του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2016 Ν27(Ι)/2016 για διορισμό στη θέση του Εφόρου και των Βοηθών Εφόρων Φορολογίας θα καλέσει το Υπουργικό Συμβούλιο να διορίσει αναδρομικά …..».

Ουδείς γνωρίζει από την αόριστη αυτή και νεφελώδη αναφορά, πώς προέκυψαν οι λεγόμενοι «προτεινόμενοι», πόσοι ήσαν και κατά ποία διαδικασία κατέληξε ο Υπουργός στην «εισήγηση» για τους συγκεκριμένους και όχι άλλους. Παρά το κενό αυτό, το Υπουργικό έκρινε την ίδια ημέρα με την πρόταση όπως γράφει η δικαστική ακυρωτική απόφαση με τα εξής:

«α) Ενημερώθηκε για τα προσόντα, την πείρα και την κατάρτιση του κ. ….., κρατικού υπαλλήλου, ο οποίος προτείνεται από τον Υπουργό Οικονομικών για διορισμό στη θέση του Εφόρου Φορολογίας, καθώς και των κ.κ. …..….., κρατικών υπαλλήλων και της κας ….., Εγκεκριμένου Λογιστή, οι οποίοι προτείνονται από τον Υπουργό Οικονομικών για διορισμό στις θέσεις Βοηθού Εφόρου Φορολογίας και ικανοποιήθηκε ότι πληρούν τις πρόνοιες και προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5, αντίστοιχα, των περί Τμήματος Φορολογίας Νόμων του 2014 έως 2016 και ότι διαθέτουν, πέραν της ακαδημαϊκής τους μόρφωσης, επαρκείς εμπειρίες σε φορολογικά θέματα, για να μπορέσουν να φέρουν εις πέρας το έργο τους. Αντίγραφα των βιογραφικών σημειωμάτων των κ.κ. ….., επισυνάπτονται στην Πρόταση».

Όλη αυτή η αόριστη και αδιαφανής διαδικασία αποτελεί σαφέστατη και προκλητική παραβίαση του Συντάγματος αλλά και της δεσμευτικής Νομολογίας που όρισε κατά τρόπο ξεκάθαρο ποίο όργανο έχει την αποκλειστική και μόνη αρμοδιότητα για να διορίζει στη Δημόσια Υπηρεσία. Επανέλαβε λοιπόν στην ακυρωτική του απόφαση το Δικαστήριο, αυτό που ήταν γνωστό και διαμορφωμένο πάγια, ότι η απόφαση αυτή των διορισμών:

«Παραβιάζει το Σύνταγμα, το οποίο εναποθέτει την εξουσία για τη διενέργεια διορισμών στη Δημόσια Υπηρεσία αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της Βουλής, η ανάμειξη της Βουλής, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, στο πεδίο διορισμών σε δημόσιες θέσεις (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Δημοκρατία v. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458). Η πρόσληψη μόνιμου όσο και έκτακτου προσωπικού ανάγεται αποκλειστικά και ουσιαστικά στην αρμοδιότητα της Δημόσιας Υπηρεσίας, (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Tryfonos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2555. Κυπριακή Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363. …..)

»Ούτε στο Υπουργικό Συμβούλιο παρέχεται αρμοδιότητα για τον διορισμό υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία. Η αρμοδιότητα για διορισμούς σε δημόσιες θέσεις ανήκει αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ανεξάρτητο όργανο της Δημοκρατίας.

»Το Σύνταγμα αποκλείει την ανάμειξη κάθε οργάνου της πολιτικής εξουσίας από την άσκηση της λειτουργίας για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας».

Με αυτήν την αδιαμφισβήτητη και σαφέστατη από χρόνια Νομολογία, είναι ακατανόητο, αν όχι προκλητικό, το γιατί επέλεξε να καθορίσει την ιεραρχική κορυφή αυτού του τόσου ευαίσθητου Τμήματος της Δημόσιας Υπηρεσίας, η Πολιτική εξουσία. Ο χαρακτηρισμός για νομικό ατόπημα είναι ένας ιδιαίτερα επιεικής χαρακτηρισμός.

*Δικηγόρος