Η αξιοποίηση της ΕΕ

Επανερχόμενοι σταδιακά και στην «πολιτική κανονικότητα», μετά την επισκίαση των πάντων από τη βασανιστική υγειονομική κρίση, θεωρώ ότι είναι η ώρα μιας επαναξιολόγησης της πορείας του Κυπριακού, ιδιαίτερα ως προς το διεθνές πλαίσιο αναζήτησης - επιδίωξης λύσης.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρξε μια θεμελιακή διαφοροποίηση της εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού, ως προς τη στόχευση λύσης του κυπριακού προβλήματος. Ενώ μέχρι τότε η λύση του Κυπριακού εναποτίθετο αποκλειστικά στο πλαίσιο του ΟΗΕ, με την υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε., επιχειρήθηκε η αξιοποίηση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος για να λειτουργήσει σαν καταλύτης για τη λύση. Περαιτέρω, Κύπρος και Ελλάδα τοποθετήθηκαν θετικά στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, στη βάση της λογικής, ότι με αυτόν τον τρόπο θα ήταν υποχρεωμένη η Τουρκία να συμμορφώνεται σταδιακά με ένα δίκτυο κανόνων δικαίου, που είναι αντίθετοι με την τουρκική κατοχή στην Κύπρο και την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην οποία κατ’ εξακολούθησιν και σωρευτικά επιδίδεται η Τουρκία, μετά το έγκλημα του 1974. Ως προς την Ελλάδα, ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας θα την ανάγκαζε να εγκαταλείψει τις αίολες διεκδικήσεις της σε βάρος των εθνικών κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

Η εθνική αυτή στρατηγική Κύπρου και Ελλάδας υπήρξε αναμφίβολα ορθή. Με προσεκτικούς και επιδέξιους πολιτικούς και διπλωματικούς σχεδιασμούς, η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. επιτεύχθηκε. Υπήρξε αναμφίβολα η μεγαλύτερη πολιτική και διπλωματική επιτυχία του Ελληνισμού μετά την τραγωδία του 1974.

Η ένταξη δημιούργησε συνθήκες ασφάλειας για την Κύπρο και ματαίωσε σε μέγιστο βαθμό τους τουρκικούς σχεδιασμούς εις βάρος της Κύπρου.

Δυστυχώς, σε ό,τι αφορά τον δεύτερο πυλώνα της εθνικής στρατηγικής, αυτόν της αξιοποίησης της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, παρουσιάζονται σοβαρές ρωγμές. Στα ευρωπαϊκά συλλογικά όργανα, στις διαβουλεύσεις για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας – Ε.Ε., υπήρξε ανεπίτρεπτη ανοχή από πλευράς Ένωσης προς πολιτικά προπετείς και σαφώς έκνομες τουρκικές συμπεριφορές. Η Τουρκία, σε μια επίδειξη αλαζονείας και προκλητικότητας, αρνήθηκε επίμονα να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία και να δηλώσει ότι θα εφαρμόσει ισότιμα το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ένωσης, ανοίγοντας τα τουρκικά λιμάνια και αεροδρόμια σε κυπριακά πλοία και αεροπλάνα.

Η Τουρκία επέμεινε σε μια κατ’ εξακολούθησιν στρεψοδικία. Προχώρησε μάλιστα στη γνωστή και εν εξελίξει ευρισκόμενη παραβίαση της αιγιαλίτιδος ζώνης και της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, με βάναυση καταπάτηση των κανόνων του Διεθνούς θαλασσίου Δικαίου.

Ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι ο ενταξιακός διάλογος Τουρκίας – Ε.Ε. έχει προ πολλού παγώσει, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπήρξε η αναγκαία διασύνδεση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας με τη λύση του Κυπριακού. Ιδιαίτερα για κρίσιμες πτυχές του προβλήματος όπως η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, η εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις ατομικές και διακρατικές προσφυγές της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας και η απομάκρυνση των εποίκων.

Η Τουρκία του Ερντογάν όχι μόνο δεν συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Συλλογικών Θεσμικών Οργάνων ως προς το Κυπριακό και τις θαλάσσιες παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, αλλά κλιμακώνει επικίνδυνα την προκλητική της στάση.

Αποτελούν οι πιο πάνω κίνδυνοι και δυσχέρειες λόγο ανατροπής της εθνικής μας στρατηγικής; Ασφαλώς όχι. Η συμμετοχή της Κύπρου στην Ε.Ε. και η αξιοποίησης της όποιας ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, περιλαμβανομένης της ειδικής εταιρικής σχέσης, θα πρέπει να αξιοποιηθούν πλήρως στη νέα περίοδο, έστω και αν υπάρχουν κενά, αδυναμίες και ελλείμματα στα κείμενα που αφορούν το τουρκικό ευρωπαϊκό εγχείρημα.

Με πλήρη συνείδηση των δυσχερειών που δημιουργούνται για να συνεχίσει η Τουρκία την προσπάθεια διαφυγής της από τις υποχρεώσεις που της έχουν ανατεθεί, το καθήκον μας είναι να ενεργοποιήσουμε όλες μας τις δυνάμεις σε Κύπρο και Ελλάδα για να πειθαναγκαστεί η Τουρκία σε συμμόρφωση. Προϋπόθεση, ωστόσο, είναι να δοθεί το μήνυμα ότι δεν θα διστάσουμε να αξιοποιήσουμε πλήρως τα δικαιώματα που μας παρέχει η ιδιότητα του κράτους - μέλους της Ε.Ε., για να ανακόψουμε, εφ’ όσον αυτό απαιτείται από τη συμπεριφορά της, την ομαλοποίηση των ευρωτουρκικών σχέσεων.

*Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων