Η Βουλή των Αντιπροσώπων και το Ανώτατο Δικαστήριο

Η Βουλή των Αντιπροσώπων αντιμετώπιζε πρόβλημα λειτουργίας της με 55 μόνο βουλευτές, που προέκυψε μετά από απόφαση του Εφόρου Εκλογής για την κατανομή των εδρών στην Επαρχία Λεμεσού μετά τις εκλογές του 2016, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ως άκυρη. Το επακόλουθο έκτοτε δικαστικό ιστορικό κατέδειξε πως προέκυψε και διατηρήθηκε ένα σοβαρότατο ζήτημα «λειτουργίας» της Βουλής.

Στην τελευταία αμφισβήτηση της απόφασης του Έφορου Εκλογής, με την οποία η Βουλή συγκροτήθηκε πλέον και λειτούργησε με 56 βουλευτές, η Βουλή στερήθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τού από χρόνια καθιερωμένου δικαιώματος παρέμβασης σε υπό εξέλιξη δικαστική διαδικασία που έχει καθένας που πιθανόν να επηρεαστεί από το αποτέλεσμα της δίκης.

Μάλιστα τούτο έγινε κατ’ επίκλησιν από το Ανώτατο Δικαστήριο διαδικαστικών κυρίως ή δικονομικών θεσμών, ενώ το δικαίωμα «παρέμβασης» είναι ένα δικαίωμα ΜΗ θεσμοθετημένο, ως δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, σε Αναθεωρητική του (2001) λέχθηκαν αναφορικά προς αίτημα παρέμβασης τρίτου:

«O θεσμός της παρέμβασης τρίτου σε διαδικασία δεν είναι θεσμοθετημένος στην Κύπρο. Πότε και κάτω από ποίες προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέμβαση τρίτου σε αναθεωρητική δικαιοδοσία εξετάστηκε σε κάποια έκταση στη Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 87. Εν πρώτοις επαναλαμβάνεται ότι το δικαιούχο πρόσωπο, του οποίου το συμφέρον διακυβεύεται ή θα επηρεαστεί δυσμενώς από την ακύρωση της υπό αναθεώρηση διοικητικής πράξης ή απόφασης έχει δικαίωμα να ακουστεί ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τούτο αναγνωρίστηκε από την καθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Josephides v. Republic 2 R.S.C.C. 72, 75.

»Διαπιστώθηκε επίσης ότι η θέση του ενδιαφερομένου προσώπου παραλληλίζεται προς εκείνην του παρεμβαίνοντος στο αντίστοιχο ελληνικό δικαιικό σύστημα. Το συμφέρον, που καθιστά παραδεχτή τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου προσώπου στη διαδικασία είναι, όπως εξηγείται στη Vorkas, ανάλογο προς εκείνο του προσφεύγοντος. Ο επηρεασμός από τη δικαστική απόφαση πρέπει να διαγράφεται ως άμεσος κατ’ ανάλογον τρόπο προς τον επηρεασμό συμφέροντος που νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο Δικαστήριο και να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, απόφασης ή παράλειψης».

Άλλωστε το Άρθρο 30 του Συντάγματος προβλέπει το δικαίωμα καταφυγής στη δικαιοσύνη, υπέρ των πάντων, χωρίς να εξαιρεί τη Βουλή ως διάδικο ή παρεμβαίνοντα σε δίκη, ενώ παράλληλα το δικαίωμα τούτο έπρεπε να τύχει διασφάλισης και σεβασμού με βάση το Άρθρο 35 του Συντάγματος.

Σε άρθρο του, ως Πανεπιστημιακός Καθηγητής τότε, ο μετέπειτα για χρόνια Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ. Βασίλης Σκουρής (Τιμητικός Τόμος του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1979, Τόμος Ι, σελ. 371) αναφέρει ότι, η δισκελής διαφορά με την παρουσία διαδίκων γίνεται τρισκελής με αίτηση τρίτου που δυνατό να επηρεασθεί από την έκβαση της δίκης, εάν δεν παρουσιαστεί και ο ίδιος. Μάλιστα η δική μας Νομολογία τόνισε ότι είναι δικαίωμα ισότητας και φυσικής δικαιοσύνης 2006 (Συμβούλιο Φαρμακευτικής κ.ά.), που επιτρέπεται να ασκηθεί ακόμα και μετά την έκδοση τελικής απόφασης και παρέπεμψε στην υπόθεση Πουλλή, όπου η αριθμητικά πλήρης τότε Ολομέλεια τόνισε:

«Η παροχή ευκαιρίας σε κάθε πρόσωπο να ακουστεί σε υπόθεση που τον αφορά αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης, οι ρίζες του οποίου ανάγονται στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης των θεσμών της δίκης.

»Η αρχή της ακροάσεως αμφοτέρων των μερών, προτού το δικαστήριο προέλθει σε κρίση, διακηρύχθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων, από τους Έλληνες ποιητές και τραγωδούς, ως ανυπέρβατη αρχή του δικονομικού δικαίου και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του διαδίκου. Το “μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσης’’ αποδίδεται στον Ησίοδο. Το κωδικοποιεί σε πληρέστερη μορφή ο Ευριπίδης: “Τις αν δίκην κρίνειεν ή γνοίη λόγον, πριν αν παρ’ αμφοίν μύθον εκμάθη σαφώς”.

- (“Ηρακλείδες”, στίχοι 179-180) (Το θέμα πραγματεύεται ο Δεληκωστόπουλος στο έργο του “Γένεση του Δικαίου και Αρχαιοελληνική Ποίηση’’, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1996, σελ. 387-388)».

Η Βουλή δεν άσκησε αυτό το δικαίωμα παρέμβασης σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αμφισβήτησης Συνταγματικότητας Νόμου. Το διεκδίκησε όμως στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας των δικανικών δυνατοτήτων σ’ αυτήν την εξαιρετική περίπτωση που η διαφορά αφορούσε απόλυτα τα «του οίκου» της [Άρθρο 72 του Συντάγματος και απόφαση Χριστόφιας και άλλοι v. Βουλή Αντιπροσώπων (1996) 3 ΑΑΔ 421].

Ήταν μια εξαιρετική περίπτωση, γιατί, η όποια τελική απόφαση του Δικαστηρίου, ενδεχομένως να έχει αντίκτυπο και για το κύρος των αποφάσεων και των Νόμων που ψήφισε όλο αυτό το διάστημα που λειτουργεί, χωρίς δική της ευθύνη, με 55 βουλευτές. Η Βουλή των Αντιπροσώπων πρέπει να απαρτίζεται και να λειτουργεί με 56 βουλευτές που εκλέγονται σε γενική και καθολική εκλογή από τον κυρίαρχο λαό. Το πότε υπάρχουν ως Νομοθετικό σώμα, 56 ανακηρυχθέντες βουλευτές, είναι ζήτημα ύψιστης σοβαρότητας για την ανεξαρτησία της Βουλής. Το ίδιο και η κατανομή κάθε έδρας, καθώς επίσης και το δικαίωμα παραίτησης του βουλευτή με την αναγκαία διαδοχή, πριν από την προβλεπόμενη διαβεβαίωση (δηλαδή ήταν βουλευτής και πριν από τη διαβεβαίωση η κ. Θεοχάρους και συνεπώς είχε συνταγματικά δικαίωμα να παραιτηθεί η ίδια και να υπάρξει διαδοχή με τον επιλαχόντα).

Πρόσθετα είναι προφανές ότι η υπό εξέλιξη τώρα νέα δίκη, δεν αφορά σε μια διαφορά που έχει σχέση με ορθή καταμέτρηση ψήφων και/ή αναλογία ψήφων ή κατανομή έδρας μετά από εκλογές. Αντίθετα, είναι στην ουσία θέμα διασφάλισης της λειτουργίας της νομοθετικής εξουσίας με 56 βουλευτές, που η δύναμη της λαϊκής ψήφου καθόρισε την κομματική κατανομή και ποσοστά, των όσων κομμάτων εισήλθαν στη Βουλή.

Άλλωστε, εάν υπήρχε Αναπομπή και τελικά Αναφορά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε σχέση με το Νόμο για έλεγχο της συνταγματικότητάς του, η Βουλή θα ήταν διάδικος, δυνατότητα που δικαιούται να διεκδικήσει και στην παρούσα διαδικασία για να υποστηρίζει με δικά της επιχειρήματα το αβάσιμο της Εκλογικής Αίτησης επί ενός ζητήματος που αφορά ισχυρισμό για αντισυνταγματικότητα του σχετικού Νόμου.

Το βέβαιο και ξεκάθαρο είναι ότι η Βουλή, με την αίτησή της για παρέμβαση, δεν επιδίωξε να στερήσει στους βασικούς διαδίκους το δικαίωμα καταφυγής στο Δικαστήριο. Όμως, με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στερήθηκε η Βουλή το δικαίωμα αυτό, ενώ προφανέστατα την αφορά η συνταγματικότητα του Νόμου για να έχει 56 βουλευτές, αφού η όποια απόφαση ενδεχομένως θα επηρεάσει τη σύνθεση, λειτουργία και ανεξαρτησία της Βουλής. Προφανώς είναι σοβαρότατο πολιτειακό ζήτημα, που άφησε την ίδια την ενδιαφερόμενη Βουλή χωρίς δικαίωμα να ακουστεί.

Ήδη υπήρξε και η πρώτη αρνητική προς τη δικαστική απόφαση κριτική από τον Καθηγητή της Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Δικηγόρο, Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, που υπέδειξε ότι, ως αποφασίστηκε το αίτημα της Βουλής, από θέμα δικαιώματος που έπρεπε να κριθεί κατά «διακριτική εξουσία», στην ουσία μηδενίστηκε δικονομικά, αντίθετα με ό,τι από την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ίσχυσε περί το θέμα της παρέμβασης.

*Δικηγόρος – πρώην βουλευτής