Το καθήκον συμμόρφωσης προς ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου

Το ατομικό δικαίωμα καταφυγής στη δικαιοσύνη είναι ένα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ενώ, παράλληλα, η υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση σε κάθε ακυρωτική απόφαση είναι καθήκον, ρητά, προβλεπόμενο στο Σύνταγμα. Όμως κατά την πραγματικότητα, όπως διαπιστώνει από χρόνια η νομική θεωρία αλλά και η Νομολογία, παρατηρείται ενίοτε μια αλαζονική δυστροπία από πλευράς διοίκησης στο να υπάρξει ενεργός και άμεση συμμόρφωση προς τη δικαστική ακυρωτική απόφαση.

Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από τον Τιμητικό Τόμο του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979, σελ. 343:

«.....την αίτηση ακυρώσεως, ύστατο και σίγουρο καταφύγιο στο Κράτος Δικαίου των αδικουμένων από την Διοίκηση που υποσκάπτει ανεπανόρθωτα η δυστροπία της Διοικήσεως, που βλέπει τις ενέργειές της να ανατρέπονται χαρακτηριζόμενες ως μη νόμιμες, να συμμορφωθεί στα αποφασισθέντα. Δυστροπία που κρύβει έναν επικίνδυνο δεσποτισμό της Διοικήσεως, ασυμβίβαστο προς κάθε έννοια νομιμότητας και Κράτους Δικαίου».

Πρόσθετα υπάρχει και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που έχει κυρώσει η Κυπριακή Δημοκρατία από το 1962, δυνάμει της οποίας πρόσθετα προς ό,τι το Σύνταγμα μάς επιβάλλει, οφείλει το Κράτος μας να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Μεταξύ των πολλών περί το θέμα συμμόρφωσης αποφάσεων του ΕΔΑΔ, που μας δεσμεύουν ως Κράτος Δικαίου, είναι για παράδειγμα και μια απόφαση κατά της Ελλάδος του 1997, όπου και το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«…, η αποτελεσματική προστασία του διοικουμένου και η αποκατάσταση της νομιμότητας συνεπάγονται την υποχρέωση για τη διοίκηση να συμμορφωθεί με τη δικαστική απόφαση που εκδίδεται από τη διοικητική δικαιοσύνη. Η Διοίκηση συνιστά ένα στοιχείο του Κράτους Δικαίου και το συμφέρον της ταυτίζεται προς το συμφέρον καλής απονομής της δικαιοσύνης. Εάν η Διοίκηση αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις των δικαστηρίων που την αφορούν, οι εγγυήσεις του άρθρου 6 από τις οποίες ευνοείται ο διοικούμενος κατά τη δικαστική φάση της διαδικασίας θα έχαναν κάθε λόγο ύπαρξης».

Στην κυπριακή νομική τάξη είναι γνωστό ότι υπάρχει και ειδικό Άρθρο του Συντάγματος που προβλέπει λακωνικά αλλά κατά τρόπο απόλυτα σαφή ότι: το Δικαστήριο «…κέκτηται δικαιοδοσίαν να επιβάλλη ποινής ένεκεν περιφρονήσεως του Δικαστηρίου…». Άλλωστε αποτελεί καθήκον κάθε οργάνου του Κράτους, κατά το Σύνταγμα ο σεβασμός και προστασία των δικαιωμάτων του κάθε πολίτη. Τέτοιες όμως ποινές κατά το Άρθρο 150 του Συντάγματος δεν υπήρξαν μέχρι σήμερα. Τούτο, γιατί η Νομολογία μας έκρινε ότι απαιτείται να υπάρξει Νόμος που να προβλέπει την αναγκαία διαδικασία για να εφαρμοστεί το Άρθρο αυτό. Η υπόδειξη αυτή έγινε σε Δικαστική σχετική απόφαση προ πολλού χρόνου, πλην όμως τέτοια Νομοθεσία δεν υπήρξε, λόγω αδράνειας ή άλλων λόγων που είχαν και έχουν η Κυβέρνηση και η Βουλή.

Το κάκιστο αυτό δείγμα μη επιβεβαίωσης της έννοιας Κράτους Δικαίου από τις δύο αυτές θεσμοθετημένες εξουσίες εξελίσσεται με απρόβλεπτες προεκτάσεις σε μια μέγιστη και ατιμώρητη παραβίαση του Συντάγματος, που πλήττει επίσης τη διάκριση των εξουσιών όπως προκύπτει από ένα πρόσφατο πλέον γεγονός. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό ένα Νόμο που έδωσε εξουσία (αντίθετα στο Σύνταγμα) στο Υπουργικό να «διορίζει» συγκεκριμένους δημόσιους υπαλλήλους, αντίθετα στη σωρεία των αποφάσεων της νομολογίας περί του αντιθέτου και όμως η Κυβέρνηση με τη Βουλή εισήγαγαν Νόμο για «παράταση» των διορισμών αυτών, που έγιναν δυνάμει Νόμου που κρίθηκε αντισυνταγματικός και ακυρώθηκαν! Νόμος για να παρατείνει την ισχύ ανύπαρκτων πλέον, αφού ακυρώθηκαν, διορισμών!

Κατά τα άλλα, υπάρχει από πλευράς αξιωματούχων της Κυβέρνησης και της Βουλής, η κατά το Σύνταγμα διαβεβαίωση τήρησής του κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους!

*Δικηγόρος