Αναλύσεις

Ναυτική αναμέτρηση με την νεο-οθωμανική επεκτατική Τουρκία

Εκείνο που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για την κατάσταση στην ανοικτή θάλασσα είναι ότι η ναυτική διάσταση της ισχύος αποτελεί πλέον ακρογωνιαίο λίθο της τουρκικής στρατηγικής. Το ναυτικό της Τουρκίας δεν αναπτύσσεται μονοδιάστατα. Οι Τούρκοι αγοράζουν πλωτά γεωτρύπανα και ερευνητικά σκάφη και ναυπηγούν πλοία με αυξημένες επιχειρησιακές δυνατότητες

Τραγική ειρωνεία για την Ελλάδα και την Κύπρο αποτελεί το γεγονός ότι η μεγαλύτερη ήττα του ελληνισμού στην νεότερη ιστορία του, που είναι η προδοσία και παράδοση της Κύπρου, απετέλεσε και την γενεσιουργό αιτία κι αφορμή για την ριζική «αναδιοργάνωση», την εξοπλιστική, εκσυγχρονιστική κι εκπαιδευτική μεταμόρφωση ενός τουρκικού στρατού που η εισβολή έδειξε σε ανεκδιήγητο μαύρο χάλι. Χίλιοι εξακόσιοι νεκροί και τραυματίες σ’ ένα αναμενόμενο «περπάτημα» των εισβολέων στην ανοχύρωτη, παραδομένη από την προδοσία της χούντας, της CIA και των Βρετανών, αφοπλισμένη Κύπρο και στρατιωτικές νίλες όπως οι δεκάδες νεκροί τους από τους λιγοστούς Ελδυκάριους στην μάχη του αεροδρομίου, το ένα ΠΑΟ του λοχαγού -ιλάρχου Μπικάκη να τρέπει σε φυγή την ίλη αρμάτων που θα κατελάμβανε από τα δυτικά την μισή, ελεύθερη τώρα, Λευκωσία, καταστρέφοντας έξι από αυτά, τα χαμένα τους αεροσκάφη... χωρίς αντίπαλη αεροπορία και η βυθισμένη από δικά τους αεροσκάφη ναυαρχίδα του στόλου τους, το αντιτορπιλικό Κοτζάτεπε, με 55 νεκρούς, η ανάγκη για δύο εισβολές και, κυρίως, η ύπουλη προέλαση στην διάρκεια της επιβεβλημένης… στις ελληνικές μόνον, ως εφάνη, δυνάμεις εκεχειρίας, δεν είναι ακριβώς σελίδες δόξης.

Αντίθετα, διαγράφει το μέγεθος της χουντικής προδοσίας σε μια εισβολή που παρακολουθούσε από τα περισκόπιά του το ελληνικό υποβρύχιο Γλαύκος στα νερά βορείως της Κύπρου, χωρίς να στείλει τρεις τορπίλες να την σταματήσει εν τη γενέσει της. Τι να αναφέρει για την σιγή αυτή του Γλαύκου στο βιβλίο του ο τότε διοικητής του Ναυτικού, αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης; Η αναφορά στο «ανενεργό», φευ, υποβρύχιο Γλαύκος στις θάλασσες της Κύπρου το ’74 φέρνει το θέμα μας σε σημερινές αναμετρήσεις του ελληνικού ναυτικού προς το ραγδαία εξοπλιζόμενο τουρκικό ναυτικό της νεο-οθωμανικής Τουρκίας και μάλιστα ενισχυόμενο με άλματα στην διάρκεια της δεκαετούς εξοπλιστικής σιγής της Ελλάδας, στην διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Αν και γηρασμένο, ωστόσο αποφασιστικό, το ελληνικό ναυτικό βρέθηκε στο Καστελλόριζο και έτρεψε πίσω στον ναύσταθμο του Ακσάζ τον τουρκικό στόλο που είχε ανοιχτεί προς τα ελληνικά πλοία στο Καστελλόριζο. Πρώτο έσπευσε και θεάθηκε, ή μάλλον… δεν θεάθηκε, το «αόρατο» υποβρύχιο, από τα τέσσερα υπερσύγχρονα αναερόβιας πρόωσης ηλεκτροκινούμενα υποβρύχια κλάσης 214 που αγοράστηκαν από την Γερμανία (Παπανικολής, Πιπίνος, Ματρώζος και Κατσώνης) και που θα αποτελούν την ραχοκοκαλιά του υποβρυχίου στόλου των νεότευκτων οκτώ υποβρυχίων, τεσσάρων εξ αυτών ναυπηγούμενων στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας τον ήδη αξιόλογο αριθμό των 11 παλαιότερων υποβρυχίων του ελληνικού στόλου (έναντι 12 τουρκικών). Το πρώτο νέο αυτό υποβρύχιο, το εξοπλισμένο με αυτοκινούμενα βλήματα Harpoon Παπανικολής πήρε το θρυλικό όνομά του για να απαθανατίσει την ένδοξη ιστορία του υποβρυχίου Παπανικολής στην Αδριατική Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, στον ελληνοϊταλικό και τον αντιναζιστικό συμμαχικό πόλεμο.

Η προσπάθεια της Τουρκίας για ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη θα ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει αντιδράσεις από τις γειτονικές χώρες, και μάλιστα ιδιαίτερα ανάμεσα σε αυτές με παρόμοιες ηγεμονικές βλέψεις και δυνατότητες στον χώρο τους, όπως η Συρία ανάμεσα στις αραβικές χώρες, το Ιράν στην κεντρική Ασία, η Ουκρανία στην Μαύρη Θάλασσα, το Καζακστάν στην Κεντρική Ασία, η Ρωσία στην περιοχή του Καυκάσου και στην Κεντρική Ασία, η Ελλάδα στα Βαλκάνια. Σε αυτό το περιβάλλον η Τουρκία κινήθηκε στην βάση ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού. Έχτισε συμμαχίες με τις δυνατότερες από αυτές τις χώρες, προβάλλοντας την στρατιωτική της δύναμη σε επίλεκτα soft spots για να υπογραμμίσει τον ρόλο της, σε συνδυασμό, παράλληλα, με πολιτικά και διπλωματικά μέσα για διατήρηση του status quo απέναντι σε ισχυρούς αντιπάλους όπως η Ρωσία και η Ουκρανία, το Ιράν και η Συρία. Η τελευταία είδε, βέβαια, μία πιο ανελέητα επιθετική Τουρκία να αξιοποιεί τις διεθνείς περιστάσεις αποδυνάμωσης της Συρίας, με παρέμβαση στον εμφύλιο πόλεμό της και εισβολή, ενώ παρόμοια γεωστρατηγική λεία διεκδίκησε η Τουρκία στο απότοκο της εφαρμογής της πολιτικής των Αμερικανών νεοσυντηρητικών ιεράκων, neo cons, που σχεδίαζαν σκοτεινές πολιτικές υπονόμευσης, subversion, και διάλυσης των αραβικών – πετρελαιοφόρων - ισχυρών χωρών, σ’ ένα τόξο που εκτείνεται από την Υεμένη έως την Λιβύη. Ως ύαινα ορεγόμενη λεία, όπου σπαρασσόμενες, υπό διάλυση, χώρες.

Ναυτικό ισοζύγιο δυνάμεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία

Μολονότι συνιστά μια «αξιωματική» στρατιωτική αλήθεια που οι αξιωματικοί καριέρας των Ενόπλων Δυνάμεων πολύ νωρίς στην πορεία τους μαθαίνουν, αυτή, άλλωστε, που καταδείχτηκε στην μονομαχία της φρεγάτας Λήμνος με το κοκόρι αλλά και κοκορόμυαλο Ρέις, ότι η ισορροπία με τον αντίπαλο στηρίζεται μεν στους αριθμούς, αυτοί όμως μπορούν και να ανατραπούν από την ποιότητα της ισορροπίας με τον αντίπαλο, ποιότητα που καθορίζει τόσο η τεχνολογία των εξοπλισμών, όσο και, κυρίως, το προσωπικό. Και αν οι επιτελείς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων μπορούν οπωσδήποτε να είναι πραγματικά υπερήφανοι για την ποιότητα και το αξιόμαχο των στελεχών, το ζήτημα της τεχνολογίας των εξοπλισμών δημιουργεί σε όλους σκεπτικισμό και ανησυχία για το μέλλον.

Διότι είναι λυπηρή διαπίστωση ότι το ισοζύγιο δυνάμεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία έχει ανατραπεί προ πολλού. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν, από την μια, η δημοσιονομική αδυναμία της Ελλάδας, που πρακτικά είχε καθηλώσει για μία δεκαετία τις αμυντικές δαπάνες, και, αφετέρου, η στρατηγική επένδυση της Τουρκίας στην δημιουργία μιας στιβαρής αμυντικής βιομηχανίας, σημείο στο οποίο η Ελλάδα έδειξε σημαντική υστέρηση.

Συγκεκριμένα, η Ελλάδα εισάγει σχεδόν το σύνολο των οπλικών συστημάτων της, την στιγμή που η Τουρκία κατασκευάζει με δική της τεχνογνωσία περίπου το 70% των εξοπλισμών της, μάλιστα με μιαν αρκετά μεγάλη και εξαγώγιμη «γκάμα». Σχεδιάζει, δε, με πειστικά ταχείς ρυθμούς, να φτάσει (σε μια δεκαετία, σαλπίζει ο Ερντογάν) στην απόλυτη αυτάρκεια. Στα δέκα χρόνια στασιμότητας της Ελλάδας, η Τουρκία έχει επιτύχει πραγματικά άλματα, εντάσσοντας στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις μονάδες προστιθέμενης αξίας, οι οποίες περιλαμβάνουν και εγχώριας κατασκευής μη επανδρωμένα αεροχήματα (UAV), ενώ, παράλληλα, καθίσταται και σημαντικός εξαγωγέας, έχοντας οργανικά εντάξει τους εξοπλιστικούς της σχεδιασμούς στον παραγωγικό της ιστό.

Στην ανοικτή θάλασσα, η Τουρκία έχει να αντιτάξει ευρεία γκάμα φρεγατών και κορβετών, 24 ως προς τις 13 ελληνικές, που είναι 4 ΜΕΚΟ και 9 τύπου S. Δυστυχώς, αν η Ελλάδα δεν παραγγείλει νέες μονάδες μέχρι το 2030, θα μείνει μόνο με τις μισές φρεγάτες. Η Τουρκία διαθέτει 8 ΜΕΚΟ, 8 Oliver Hazard Perry, 6 A69 και 2 Heybellada. Ο αριθμός των φρεγατών θα μείνει ο ίδιος, αλλά το τουρκικό ναυτικό αναβαθμίζεται με δύο ελικοπτεροφόρα κι ένα μίνι αεροπλανοφόρο τύπου Anadolu, ενώ το πρώτο ελικοπτεροφόρο αναμένεται να ενταχθεί σε υπηρεσία πριν από το τέλος του έτους.

Αργά αλλά σταθερά προχωρεί η ναυπήγηση φρεγατών 7.000 τόνων αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής (το περίφημο πρότζεκτ TF-2000). Αν και η οικονομική κρίση δημιουργεί σοβαρά προσκόμματα σε αυτό το τουρκικό σχέδιο, είναι ενδεικτικό των φιλοδοξιών της Άγκυρας ότι επιθυμεί να ναυπηγήσει έως και οκτώ πλοία αυτού του τύπου. Πιο ανησυχητικό, από στρατηγικής άποψης, είναι το γεγονός ότι βρίσκεται λίγο προ της ολοκλήρωσής του το πρώτο ελικοπτεροφόρο τουρκικής κατασκευής, το «TCG Anadolu», που πανηγυρικά προβάλλουν στο διαδίκτυο οι επίσημες τουρκικές ιστοσελίδες. Από στρατηγικής άποψης, και σε αναφορά με τα ελληνοτουρκικά, κρίνεται ότι σε ένα δυσοίωνο σενάριο, ένα ελικοπτεροφόρο με δυνατότητες υποστήριξης αεροσκαφών καθέτου απογειώσεως, που θα έχει πλεύσει εγκαίρως στα διεθνή ύδατα, στο Ιόνιο Πέλαγος, θα μπορούσε να δημιουργήσει άμεσα μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Εξάλλου, έναντι των 4 συγχρόνων γερμανικών υποβρυχίων τύπου 214 (Παπανικολής) και 7 γηρασμένων τύπου 209, η Τουρκία διαθέτει 11 τύπου 209 και παλαιότερα, αλλά προγραμματίζει την ένταξη υποβρυχίων τύπου 214 στον στόλο της. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, σχεδιάζει την ναυπήγηση δύο υποβρυχίων τύπου 214 και την περάτωση του εκσυγχρονισμού όλων των τύπου 209, κι ίσως και την αγορά ενός ακόμη τύπου 209.

Εκείνο που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για την κατάσταση στην ανοικτή θάλασσα είναι ότι η ναυτική διάσταση της ισχύος αποτελεί πλέον ακρογωνιαίο λίθο της τουρκικής στρατηγικής. Το ναυτικό της Τουρκίας δεν αναπτύσσεται μονοδιάστατα. Οι Τούρκοι αγοράζουν πλωτά γεωτρύπανα και ερευνητικά σκάφη και ναυπηγούν πλοία με αυξημένες επιχειρησιακές δυνατότητες. Έχουν ναυπηγήσει ακόμα και πλοίο το οποίο χρησιμοποιείται ως πλατφόρμα δοκιμών οπλικών και λοιπών συστημάτων, είδος που διακρίνει ένα πολύ προηγμένο ναυτικό στον κόσμο και που μόνο διαθέτουν το αμερικανικό, το ρωσικό και το κινεζικό ναυτικό.

Την ίδια ώρα, και καθώς γράφονται αυτά, παραμένει ανοικτό το θέμα της ακύρωσης ή όχι της συζητούμενης εδώ και περίπου 18 μήνες πολυθρύλητης αγοράς εκ μέρους της Ελλάδας δύο φρεγατών Belh@rra από την Γαλλία, κόστους τριών δις. ευρώ, έπειτα από εξελίξεις στο προσκήνιο και το παρασκήνιο, καραμπόλες, δικαστικές αποφάσεις για την επιστροφή αναδρομικών ύψους 4 δισ. ευρώ στους συνταξιούχους και μια σειρά από μεταπτώσεις των χειριστών της υπόθεσης, που σε κάποιες στιγμές εμφανίζονταν φανατικοί υπέρμαχοι της απόκτησης των πολεμικών πλοίων και άλλοτε θεωρούσαν ότι το πρόγραμμα των φρεγατών Belh@rra είναι πολύ μακρινό σε σχέση με τις σημερινές πιεστικές ανάγκες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Κλείνοντας την παρούσα γραφή, δεν γνωρίζω την τελική έκβαση της πολιτικής αυτής ναυμαχίας μας.

*Φιλόσοφος, συγγραφέας