Διεθνή

Εκλογές στη Γερμανία: Δύο μικρά κόμματα ψάχνουν τρίτο για να συγκυβερνήσουν

Σφίγγει ολοένα και περισσότερο ο κλοιός γύρω από τον Λάσετ, καθώς υψώνονται φωνές που ζητούν την παραίτησή του μετά τη συρρίκνωση των ποσοστών του κόμματός του στις βουλευτικές εκλογές

Τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών επιβεβαίωσαν επίσημα ότι οι διεργασίες για τη δημιουργία κυβερνητικού συνασπισμού δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ήδη ο γύρος των Ελεφάντων κατέδειξε τη διάσταση απόψεων μεταξύ των πολιτικών αρχηγών. Προς το παρόν δεδομένη θεωρείται η συνεργασία μεταξύ Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP) και Πρασίνων, κομμάτων που αναδείχθηκαν σε «ρυθμιστές» του παιχνιδιού. Με αυτά τα δεδομένα, κατεβαίνουν στην αρένα ένωση Χριστιανοδημοκρατών- Χριστιανοκοινωνιστών (CDU-CSU) και Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) με στόχο να πείσουν τους «ρυθμιστές» να συμπαραταχθούν μαζί τους για την κατάκτηση της πολυπόθητης καγκελαρίας. Για το κόμμα της Άγκελα Μέρκελ τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα, αφού η εκλογική συρρίκνωση των ποσοστών του ενδυνάμωσε τις φωνές αμφισβήτησης στο πρόσωπο του Άρμιν Λάσετ. Μπορεί μέσα στους χαμένους των εκλογών να συμπεριλαμβάνεται και το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), τίθεται όμως το ζήτημα εάν η πτώση σε εθνικό επίπεδο δικαιολογεί αυτήν την άποψη.

Η ανάλυση των σχηματισμών

Το προαναγγελθέν κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο που προέκυψε από τις εκλογές στη Γερμανία περιπλέκει περισσότερο από κάθε άλλη εκλογική διαδικασία τις προσπάθειες για δημιουργία ενός κυβερνητικού συνασπισμού.

Παρά τις πανηγυρικές δηλώσεις του Όλαφ Σολτς, δεν αλλάζει το γεγονός ότι το κόμμα του και η συντηρητική ένωση Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CDU-CSU) είναι «καταδικασμένοι» να ακολουθήσουν πολύ συγκεκριμένα μονοπάτια για να φτάσουν στην κατάκτηση της καγκελαρίας.

Ο δρόμος αυτός περνάει φυσικά από τους Πράσινους και το FDP. Εκτός εξίσωσης βρέθηκε η Αριστερά, η οποία πριν από τις εκλογές συμπεριλαμβανόταν στο μοντέλο μιας αριστερής κυβέρνησης με το SPD και τους Πράσινους. Τα εκλογικά αποτελέσματα όμως ανέτρεψαν το σενάριο αυτό, αφού τα τρία κόμματα δεν συγκεντρώνουν πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ.

Επίσης, απομακρυσμένο - προς το παρόν- θεωρείται το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών. Αν και τα δύο μεγάλα κόμματα αποκλείουν συνεργασία μεταξύ τους, δεν πρέπει να λησμονείται ότι και στις εκλογές του 2017 είχαν προβεί σε ανάλογες δηλώσεις για να τις ανατρέψουν στη συνέχεια και να σχηματίσουν κυβερνητικό συνασπισμό.

Πάντως, ο σχηματισμός «Φανάρι» (SPD- Φιλελεύθεροι- Πράσινοι), αποτελεί το καλύτερο σενάριο για τον Σολτς, ο οποίος θα ξεφορτωθεί το CDU και θα το σύρει στην αντιπολίτευση, ενώ την ίδια ώρα θα έχει πλειοψηφία με 416 έδρες στη Βουλή. Για να πείσει τους εν δυνάμει συμμάχους του, τους ανέφερε το παράδειγμα της σύμπραξης των κομμάτων τους την περίοδο 1969- 1982, το οποίο χαρακτήρισε ως «επιτυχημένο». Μέσα στα θετικά αυτού του συνασπισμού είναι ότι, εκτός από την πλειοψηφία που θα έχει στην Μπούντεσταγκ, θα απολαμβάνει λαϊκή στήριξη.

Την ίδια ώρα, ο Άρμιν Λάσετ, παρά το απογοητευτικό αποτέλεσμα, κλείνει το μάτι για το ενδεχόμενο να σχηματιστεί κυβέρνηση «Τζαμάικα» (CDU/CSU, Πράσινοι, FDP), το μοναδικό σχήμα στο οποίο ο καγκελάριος θα προέρχεται από το κόμμα του. Το σχήμα αυτό ξεκινάει με ένα «προβάδισμα», αφού ο Γενικός Γραμματέας του FDΡ, Φόλκερ Βίσινγκ, σε δηλώσεις του επανέλαβε ότι για τους Φιλελεύθερους ο συνασπισμός «Τζαμάικα» παραμένει ο προτιμητέος.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, αναμένονται ισχυροί κλυδωνισμοί σε κάθε σχηματισμό λόγω των σημαντικών αποκλίσεων σε οικονομικά ζητήματα. Για παράδειγμα, το FDP επιδιώκει τη μείωση των φόρων προς όλους - κάτι που το ινστιτούτο IW εκτιμά ότι θα έχει κόστος 60 δισεκατομμύρια ευρώ, που αντιστοιχεί στο 20% σχεδόν των ομοσπονδιακών εσόδων από τη φορολογία. Οι Πράσινοι θέλουν τη μείωση του ορίου για όσους φορολογούνται με τον ανώτατο φορολογικό συντελεστή του 45% και την εισαγωγή του συντελεστή του 48% για τα πολύ υψηλά εισοδήματα. Επιδιώκουν, επίσης, τη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους για την προώθηση των δημοσίων επενδύσεων. Το συντηρητικό μπλοκ CDU/CSU προωθεί προοδευτικές μειώσεις φόρου, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες του SPD θέλουν να βοηθήσουν τα μικρά και μεσαία εισοδήματα και να αυξήσουν τη φορολογία για το πλουσιότερο 5%.

Η βαριά ήττα του Λάσετ και η απώλεια των ψηφοφόρων της Μέρκελ

Σφίγγει ολοένα και περισσότερο ο κλοιός γύρω από τον Λάσετ, καθώς υψώνονται φωνές που ζητούν την παραίτησή του μετά τη συρρίκνωση των ποσοστών τού κόμματός του στις βουλευτικές εκλογές. Η κρίση στο κόμμα της Άγκελα Μέρκελ περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα όσον αφορά στις προσπάθειες του Λάσετ να διεκδικήσει εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.

Αναλυτές πάντως διαβλέπουν ότι, παρά τις προσπάθειές του να δείξει ψύχραιμος, προοδευτικά γίνεται ξεκάθαρο ότι δεν έχει τη θέληση να αγωνιστεί μέχρι τέλους. Ακόμη και ένα από τα βασικά στηρίγματά του στους κόλπους του κόμματος, ο έμπειρος επικεφαλής της Έσσης, Φόλκερ Μπουφιέ, εγκατέλειψε τον προστατευόμενό του αναγνωρίζοντας ότι η συντηρητική ένωση δεν μπορεί να έχει τη φιλοδοξία να ηγηθεί της κυβέρνησης. Πολλοί βουλευτές ζήτησαν την παραίτηση του Λάσετ, αρχιτέκτονα μίας αποτυχημένης προεκλογικής εκστρατείας, παρά την ανάμειξη της Άγκελα Μέρκελ στην τελική της ευθεία.

Τις απόψεις αυτές μοιάζει να μοιράζεται και η κοινή γνώμη. Σύμφωνα με διαδικτυακή δημοσκόπηση της εταιρείας Civey, η οποία διενεργήθηκε για λογαριασμό της εφημερίδας Augsburger Allgemeine, το 71% θεωρούν σαφώς λάθος ή μάλλον λάθος το γεγονός ότι ο Λάσετ θέλει να προσπαθήσει να σχηματίσει κυβέρνηση. Ορθή θεωρούν την τοποθέτηση Λάσετ το 22% των ερωτηθέντων στο διαδίκτυο. Επίσης, το 58% των πολιτών θεωρούν ότι η CDU/CSU δεν διαθέτει τη «νομιμοποίηση» για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, σύμφωνα με δημοσκόπηση του INsa για την Bild. Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, το 51% θέλουν ο Λάσετ να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος λιγότερο από έναν χρόνο μετά την εκλογή του.

«Ποιος μπορεί να δώσει στον Λάσετ να καταλάβει ότι τελείωσε; Η αμεριμνησία με την οποία προσπαθεί να κρύψει την πολιτική του αποτυχία είναι ανησυχητική», γράφει η Süddeutsche Zeitung, σκιαγραφώντας με αυτόν τον τρόπο το αρνητικό κλίμα που υπάρχει για τον διάδοχο της Μέρκελ στην προεδρία του κόμματος. Ειδικοί θεωρούν ότι αυτό που του κόστισε κυρίως ήταν το γέλιο του κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του ομοσπονδιακού προέδρου Φρανκ - Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην περιοχή που επλήγη το καλοκαίρι από τις πλημμύρες.

Ένα σημαντικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το πού πήγαν οι ψήφοι του κόμματος της Μέρκελ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι συντηρητικοί έχασαν 1,36 εκατομμύρια ψήφους προς το SPD, με το τελευταίο να κερδίζει επίσης 590.000 ψηφοφόρους της Αριστεράς και 320.000 ψηφοφόρους οι οποίοι είτε ήταν νέοι, ή μέχρι τώρα απείχαν. Επιπλέον, η CDU/CSU απώλεσε 900.000 ψηφοφόρους προς τους Πράσινους και 340.000 προς το FDP. Η εφημερίδα Handelsblatt, αναλύοντας τα αποτελέσματα, σημείωσε ότι το καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα κέρδισε μόλις το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος, δηλαδή πάνω από το 70% δεν ψήφισαν το κόμμα του μελλοντικού επικεφαλής της κυβέρνησης.

Ένα χαμένο «κερδισμένο» AfD

Η ιδιαιτερότητα της εκλογικής αυτής διαδικασίας για το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) είναι ότι ούτε τα ίδια τα στελέχη του δεν μπορούν να κρίνουν εάν τα αποτελέσματα ήταν θετικά ή αρνητικά.

Σε αντίθεση με τα άλλα κόμματα, τα οποία είχαν ξεκάθαρες νίκης ή ήττες, οι αποδόσεις του AfD στην κάλπη είναι πιο δύσκολο να αξιολογηθούν. Από τη μια είχαν μια σημαντική μείωση στα ποσοστά σε εθνικό επίπεδο. Σύμφωνα με αναλυτές, αυτή η μείωση οφείλεται στο γεγονός ότι το μεταναστευτικό ζήτημα πέρασε σε δεύτερη μοίρα λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Με τις νέες ανακατατάξεις έχασε τη θέση του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος και πλέον βρίσκεται πίσω από τους Πράσινους και το FDP, ενώ δεν θα έχει καμιά ανάμειξη στις διεργασίες για τη δημιουργία συνασπισμού, αφού όλα τα κόμματα απέρριψαν το ενδεχόμενο να συνεργαστούν μαζί του.

Από την άλλη, οι βαρύγδουποι τίτλοι της πτώσης των ποσοστών της Εναλλακτικής για τη Γερμανία «αποκρύπτουν» την εγκαθίδρυσή της ως περιφερειακής δύναμης στην ανατολική Γερμανία. Το κόμμα έκοψε πρώτο το νήμα στη Σαξονία και τη Θουριγγία με 24,6 % και 24% αντίστοιχα, με τα ποσοστά αυτά να επιβεβαιώνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και τις παγιωμένες ανισότητες που υπάρχουν μεταξύ ανατολικού και δυτικού κομματιού της χώρας.

Αν και το AfD οικοδομήθηκε το 2013 πάνω σε ευρωσκεπτικιστικά θεμέλια, τελικά καθιερώθηκε με την προσφυγική κρίση του 2015. Εντούτοις, με το ξέσπασμα της πανδημίας αναγκάστηκε να αναζητήσει νέο πεδίο δράσης και τελικά κατέληξε στην υιοθέτηση μιας ρητορικής κατά των περιοριστικών μέτρων και των lockdown. Αυτό όμως αποτελεί ένα προσωρινό καταφύγιο. Σύμφωνα με ειδικούς, δύσκολα θα αποκτήσει την παλιά πολιτική του αίγλη, αφού, εν τη απουσία μεταναστευτικού προβλήματος, θα παραμείνει κολλημένο στους σκληροπυρηνικούς ψηφοφόρους και δεν θα μεγαλώσει την εκλογική του βάση.