Το ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο και ο σεβασμός των αποφάσεών του

Το δικαίωμα καταφυγής του κάθε πολίτη στη δικαστική εξουσία ως ύστατη δυνατότητα προστασίας έννομων δικαιωμάτων προϋποθέτει ότι η Δικαιοσύνη διέπεται από την αρχή της Δίκαιης Δίκης, που εκπληρώνεται δημόσια και ταχύτατα από αντικειμενικό και αμερόληπτο δικαστήριο. Στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι πρόδηλον από τη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση μιας υπόθεσης ότι απαιτείται επιτέλους να προωθηθεί η αναγκαία αναθεώρηση και εκσυγχρονισμός της όλης δομής του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.

Όμως, κυρίαρχο άλυτο πρόβλημα παραμένει από την Ανεξαρτησία του 1960 (ιδιαίτερα στον χώρο του δημόσιου δικαίου), η πραγματικότητα όπου μια οριστική, τελική και υποχρεωτική απόφαση που πέτυχε ένας πολίτης κατά της Διοίκησης, παραμένει ανεκτέλεστη σε βάρος των συμφερόντων του πολίτη. Τούτο, παρά το χαρακτηριστικό ακόλουθο απόσπασμα από μιαν απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1994 (Ηρακλέους), που τόνισε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Το Άρθρο 35 του Συντάγματος εναποθέτει στις δικαστικές Αρχές την αποτελεσματική διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Οι αρμοδιότητές τους (των δικαστικών Αρχών) εκτείνονται, όπως είναι αυτονόητο, στη διεξαγωγή της δίκης, περιλαμβανομένης της διαδικασίας που ακολουθείται για την αποτελεσματική διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Η εκτέλεση μιας αποφάσεως, οποιουδήποτε δικαστηρίου, πρέπει να θεωρείται ως αποτελούσα αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος καταφυγής στη Δικαιοσύνη. Όμως και να ήταν ταχεία η απονομή της δικαιοσύνης, όταν δεν είναι δυνατός ο εξαναγκασμός της διοίκησης να υποταχθεί στην υπεροχή της δικαστικής απόφασης παραμένει κολοβή η απονομή και σημασία της.

Καταθέτοντας μιαν αίτηση ακυρώσεως, ο διοικούμενος αποβλέπει όχι μόνο στην εξαφάνιση της επίδικης διοικητικής πράξης, αλλά επίσης, και κυρίως, στην άρση των αποτελεσμάτων της. Όμως, η αποτελεσματική προστασία του διοικουμένου και η αποκατάσταση της νομιμότητας εμπεριέχουν τη σαφή υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί με τη δικαστική απόφαση. Η Διοίκηση πρέπει να είναι χρηστή και επίσης να συνιστά στοιχείο του Κράτους Δικαίου, ενώ το προστατευόμενο συμφέρον του πολίτη ταυτίζεται προς το συμφέρον της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης. Εάν η Διοίκηση αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις των δικαστηρίων που την αφορούν, οι εγγυήσεις που περιέχει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρο 6) από τις οποίες προστατεύεται το δικαίωμα του πολίτη και σ’ ό,τι αφορά τη συμμόρφωση προς τη σχετική δικαστική απόφαση, θα έχαναν κάθε λόγο ύπαρξης.

Είναι δε γνωστή η επιστημονική θεώρηση αλλά και η νομολογιακή αρχή, η οποία υποστηρίζει ότι η πεισματική, όπως χαρακτηρίζεται, εμμονή της Διοίκησης στη δική της απόφαση, που ακυρώθηκε Δικαστικά, οφείλεται στο ότι το πράττει τούτο “χωρίς να δίνει λογαριασμό για την απόφασή της αυτή”, παρά το γεγονός ότι συνιστά “δυστροπία και περιφρόνηση” της Διοίκησης έναντι του ακυρωτικού αποτελέσματος. Η δε σχετική ανάλυση του φαινομένου από τον Βάσσο Ρώτη (Βλέπε Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979, Τόμος 1, σελ. 343) είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική: «.....την αίτηση ακυρώσεως, ύστατο και σίγουρο καταφύγιο στο Κράτος Δικαίου των αδικουμένων από την Διοίκηση υποσκάπτει ανεπανόρθωτα η δυστροπία της Διοικήσεως, που βλέπει τις ενέργειές της να ανατρέπονται χαρακτηριζόμενες ως μη νόμιμες, να συμμορφωθεί στα αποφασισθέντα. Δυστροπία που κρύβει έναν επικίνδυνο δεσποτισμό της Διοικήσεως, ασυμβίβαστο προς κάθε έννοια νομιμότητας και Κράτους Δικαίου. Στην περίπτωση αυτή διαπιστώνεται, με τις υπάρχουσες από τις κείμενες διατάξεις δυνατότητες παρακάμψεως της αντιδράσεως, η έλλειψη αποτελεσματικότητας της ακυρώσεως. Έλλειψη η οποία δεν οδηγεί μόνο σε αδιέξοδο και σε απόγνωση τους διοικούμενους, δημιουργεί σ’ ευρείς κύκλους της κοινής γνώμης εκτιμήσεις και πεποιθήσεις διαλυτικές που εξασθενίζουν την επιρροή και φθείρουν το κύρος και το γόητρο της Διοικητικής Δικαιοσύνης».

Είναι, επιτέλους, η ώρα να δοθεί ένα νόμιμο τέλος στις άδικες αυτές καταστάσεις χάριν της πραγματικής επιβεβαίωσης του Κράτους Δικαίου.