Οι προεκλογικές υποσχέσεις και οι πραγματικότητες περί τη διαφθορά

Είναι βέβαιον ότι είμαστε σε προεκλογική περίοδο, όπου, όμως, όσα και αν λεχθούν, δεν μπορούν να αποκρύψουν την πολύμορφη διαπλοκή. Ο κυπριακός λαός, πέρα απ’ όσα σκάνδαλα άρχισαν να αποκαλύπτονται σε βάθος που αποδομούν το κράτος διεθνώς, αναμένει ακόμη να μάθει ποίος λόγος σύμπλευσης Κυβέρνησης και Βουλής υπήρξε, ώστε οι δύο αυτές εξουσίες να αγνοήσουν τη σαφή και σταθερή Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την αντισυνταγματική ανάμειξη διά Νόμου, αντίθετου στη Διάκριση των Εξουσιών, στο θέμα της στελέχωσης μιας κενής θέσης στη Δημόσια Υπηρεσία. Είναι ξεκάθαρο με σειρά αποφάσεων του Εφετείου ότι μπορεί η Εκτελεστική Εξουσία να υποβάλει Νομοσχέδιο και η Βουλή να το ψηφίσει σε Νόμο, ο οποίος, όμως, είναι δυνατόν να κριθεί αντισυνταγματικός όταν ο σκοπός του είναι η «εξουσία διορισμού» σε θέσεις που ανήκουν στη Δημόσια Υπηρεσία, με επιλογή, που γίνεται αντί της ΕΔΥ, του Υπουργικού Συμβουλίου.

Είναι κατά το Σύνταγμα και τη Νομολογία απόλυτα ξεκάθαρο ότι η στελέχωση της δημόσιας υπηρεσίας είναι αρμοδιότητα και καθήκον της ΕΔΥ. Οπότε και το προφανές ερώτημα διαπλοκής είναι γιατί υπήρξε ένας τέτοιος Νόμος που ψηφίστηκε το 2014 και τροποποιήθηκε το 2016 και αφορά το πλέον ουσιώδες και ιδιαίτερα ευαίσθητο Τμήμα (φορολογίας) της Κρατικής Υπηρεσίας. Θυμίζω ότι αρχικά κρίθηκε ως μορφή παραβίασης της Αρχής της Διάκρισης, η αντισυνταγματική πρόνοια που προέβλεπε για «συγκατάθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής» σε σχέση με το πρόσωπο που θα διορίζετο από το Υπουργικό για τη θέση Εφόρου και των άλλων τριών Βοηθών Εφόρων.

Φαίνεται να ήταν το δέλεαρ ότι θα είχε δήθεν η Βουλή λόγον. Ζήτημα που είχε κριθεί από πριν ως αντισυνταγματικό. Έτσι έμεινε παραδόξως και παρά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που έκριναν αντισυνταγματική την κύρια εξουσία που προέβλεπε ο Νόμος να διορίζει το Υπουργικό τον Έφορο και τους τρεις Βοηθούς Εφόρου. Τούτο μάλιστα χωρίς να υπάρχει διαδικασία προκήρυξης της θέσης, κατά την αρχή της ισότητας, η οποία μάλιστα απαιτεί πρόσθετα προς σχετική διεθνή υποχρέωση του Κράτους μας, όπως όλες οι θέσεις του Δημόσιου είναι ανοικτές προς διεκδίκηση από κάθε επιθυμούντα να συγκριθεί κατά τον λόγον της αξίας του, κάτοχον των απαιτήσεων για τη θέση, προφανώς με διάφανη και αιτιολογημένη διαδικασία.

Μια των δικαστικών ακυρωτικών αποφάσεων κατέγραψε και αποκαλύπτει ότι τα πάντα έγιναν εν κρυπτώ, όπως: το πώς και κατά ποία διαδικασία προέκυψαν οι λεγόμενοι «προτεινόμενοι» προς διορισμό, ως αναφέρει σχετικά η ίδια η πρόταση του Υπουργού Οικονομικών προς το Υπουργικό:

«Ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος θα είναι ο εισηγητής της πρότασης αυτής αφού ενημερώσει το Υπουργικό Συμβούλιο για τα προσόντα, την πείρα και την κατάρτιση των προτεινόμενων ατόμων και το Υπουργικό Συμβούλιο ικανοποιηθεί ότι τα προτεινόμενα άτομα πληρούν τις πρόνοιες και προϋποθέσεις του άρθρου 4 και 5, του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2016 Ν27(Ι)/2016 για διορισμό στη θέση του Εφόρου και των Βοηθών Εφόρων Φορολογίας, θα καλέσει το Υπουργικό Συμβούλιο να διορίσει αναδρομικά …..».

Ουδείς γνωρίζει από την αόριστη αυτή και νεφελώδη αναφορά, πώς προέκυψαν οι λεγόμενοι «προτεινόμενοι» αφού δεν υπήρξε προκήρυξη, οπότε παραμένει άγνωστο πόσοι ήσαν οι ενδιαφερθέντες, πότε ενδιαφέρθηκαν και κατά ποία διαδικασία κατέληξε ο Υπουργός στην «εισήγηση» για τους συγκεκριμένους και όχι άλλους!

Παρά τα κενά αυτά, το Υπουργικό έκρινε δέσμια την ίδια ημέρα με την πρόταση, όπως γράφει η δικαστική ακυρωτική απόφαση με τα εξής:

«α) Ενημερώθηκε για τα προσόντα, την πείρα και την κατάρτιση του κ. ….., κρατικού υπαλλήλου, ο οποίος προτείνεται από τον Υπουργό Οικονομικών για διορισμό στη θέση του Εφόρου Φορολογίας, καθώς και των κ.κ. …..….., κρατικών υπαλλήλων και της κας ….., Εγκεκριμένου Λογιστή, οι οποίοι προτείνονται από τον Υπουργό Οικονομικών για διορισμό στις θέσεις Βοηθού Εφόρου Φορολογίας και ικανοποιήθηκε ότι πληρούν τις πρόνοιες και προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5, αντίστοιχα, των περί Τμήματος Φορολογίας Νόμων του 2014 έως 2016 και ότι διαθέτουν, πέραν της ακαδημαϊκής τους μόρφωσης, επαρκείς εμπειρίες σε φορολογικά θέματα, για να μπορέσουν να φέρουν εις πέρας το έργο τους. Αντίγραφα των βιογραφικών σημειωμάτων των κ.κ. ….., επισυνάπτονται στην Πρόταση».

Δεν διερωτήθηκε γιατί δεν προκηρύχθηκε η θέση, δεν αναφέρει πόσοι θεωρήθηκαν υποψήφιοι και δεν ζήτησε αιτιολόγηση γιατί προτάθηκαν από τον Υπουργό αυτοί οι συγκεκριμένοι (μόνοι ίσως) υποψήφιοι.

Τέτοιες ανώτατες θέσεις προϋποθέτουν επιλογή που να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον με τον διορισμό εκ των εξαίρετων των πραγματικά και αξιοκρατικά καταλληλότερων. ΔΕΝ είναι παιχνίδι προτίμησης της Πολιτικής Εξουσίας.

Όλη αυτή η αόριστη και αδιαφανής διαδικασία που ήδη ακύρωσε το Δικαστήριο, αποτελεί σαφέστατη και προκλητική παραβίαση του Συντάγματος αλλά και της δεσμευτικής Νομολογίας που όρισε κατά τρόπο ξεκάθαρο ποίο όργανο έχει την αποκλειστική και μόνη αρμοδιότητα για να διορίζει σε κάθε θέση κενή στη Δημόσια Υπηρεσία έναν εκ των (πολλών και γνωστών) υποψηφίων. Μια όχι απλώς εξωνομική πράξη, αλλά κύρια μια πράξη που αφήνει δικαίως την ισχυρή βεβαιότητα ότι συνέτρεξε διαφθορά αφού η επιλογή μπορούσε να γίνει μόνο από την ΕΔΥ. Επανέλαβε λοιπόν και σε άλλη ακυρωτική απόφαση το Δικαστήριο, λέγοντας επίσης αυτό που ήταν γνωστό και διαμορφωμένο πάγια, ότι η απόφαση αυτή των διορισμών:

«Παραβιάζει το Σύνταγμα, το οποίο εναποθέτει την εξουσία για τη διενέργεια διορισμών στη Δημόσια Υπηρεσία αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της Βουλής, η ανάμειξη της Βουλής, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, στο πεδίο διορισμών σε δημόσιες θέσεις. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Δημοκρατία v. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458). Η πρόσληψη μόνιμου όσο και έκτακτου προσωπικού ανάγεται αποκλειστικά και ουσιαστικά στην αρμοδιότητα της Δημόσιας Υπηρεσίας (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Tryfonos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2555. Κυπριακή Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363)

Ούτε στο Υπουργικό Συμβούλιο παρέχεται αρμοδιότητα για τον διορισμό υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία. Η αρμοδιότητα για διορισμούς σε δημόσιες θέσεις ανήκει αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ανεξάρτητο όργανο της Δημοκρατίας.

Το Σύνταγμα αποκλείει την ανάμειξη κάθε οργάνου της πολιτικής εξουσίας από την άσκηση της λειτουργίας για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας».

Οπότε και το ρητορικό ερώτημα γιατί αποδέχθηκε η Βουλή αυτήν την εν κρυπτώ διαδικασία και εξουσία να την έχει αντί η ΕΔΥ, το πολιτικό όργανο (το Υπουργικό) επί θεμάτων τόσο σοβαρών φορολόγησης από ελβετικές τράπεζες, για τα panama papers, για τα χρυσά διαβατήρια; Και καλά να είχε η Εκτελεστική εξουσία αλλότριο σκοπό ή έμπνευση για να υπάρξει το Νομοσχέδιο, η Βουλή γιατί το δέχθηκε και το ψήφισε εν γνώσει της ότι είναι αντισυνταγματικό; Εις τι απέβλεψαν σε αγαστή σύμπνοια οι δύο κύριες κρατικές εξουσίες ή τουλάχιστον κάποια μέλη των δύο αυτών θεσμικών οργάνων;

Καμία έρευνα. Καμία αιτιολογία; Με την αδιαμφισβήτητη και σαφέστατη από χρόνια Νομολογία, είναι ακατανόητο, αν όχι προκλητικό το γιατί επέλεξε η Πολιτική εξουσία να καθορίσει ποίοι θα βρίσκονται στην Ιεραρχική κορυφή, αυτού του τόσου ευαίσθητου Τμήματος της Δημόσιας Υπηρεσίας χωρίς σύγκριση διαφανή. Ο χαρακτηρισμός, ότι αποτελούσε για την Κυβέρνηση νομικό ατόπημα η ετοιμασία του Νομοσχεδίου αλλά και η τελική ψήφισή του σε Νόμο από τη Βουλή, είναι μια φρικτή περίπτωση διαπλοκής κατά τον πλέον επιεική χαρακτηρισμό. Αυτό και αν θέλει πλήρη διερεύνηση και διαφάνεια.

Τουλάχιστον όσοι εκ των βουλευτών ζητούν ανανέωση θητείας ας εξηγήσουν, ας απολογηθούν.

* Δικηγόρος